Η ιστορία του καφενείου ΝΕΟΝ στην Ομόνοια

743

Το καφενείο του ΝΕΟΝ ξεκίνησε να λειτουργεί στην πλατεία της Ομόνοιας το 1920 και από τότε έγινε ένα από τα εμβληματικά στοιχεία της περιοχής. Ιδρύθηκε από τους Περικλή Γκόσιο και Γιάννη Δούκα και στεγάστηκε στο ισόγειο του ξενοδοχείου Carlton. Αρχικά ονομάστηκε «ΝΕΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» όμως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή καθιερώθηκε ως ΝΕΟΝ, προφανώς για να μη θυμίζει στους Αθηναίους την πρόσφατη εθνική περιπέτεια.
Ο Δημήτριος Στεφάνου, γράφοντας για τα καφενεία στην περιοχή της πλατείας Ομονοίας, δίνει μια θαυμάσια περιγραφή για το καφενείο ΝΕΟΝ1: «Ο εσωτερικός διάκοσμος και η επίπλωσή του θύμιζαν αντίκα της εποχής εκείνης. Γύρω-γύρω οι τοίχοι είχαν πασαμέντο σε απομίμηση μαρμάρου και ψηλότερα ελαιογραφίες μέσα σε ξύλινα πλαίσια που σχημάτιζαν δωρικές παραστάδες, κολώνες με επίστεψη και ακόμη ψηλότερα καθρέφτες μέσα σε ίδια μικρότερα πλαίσια που τα κρατούσαν σκαλιστές φτερωτές σφίγγες.

Τα τμήματα της οροφής ανάμεσα στα δοκάρια ήσαν διακοσμημένα με θέματα που προέρχονταν τόσο από τον κλασικισμό όσο και από μανιεριστικές κατευθύνσεις με χρώματα παστέλ και έντονη πλαισίωση». Και συνεχίζει ο Στεφάνου, περιγράφοντας το προσωπικό και την ατμόσφαιρα του καφενείου: «Είχε 100 τραπέζια, όλα μαρμάρινα και δούλευαν μέσα εννέα σερβιτόροι, ποτηριέρηδες και ταμπήδες (αυτοί που ψήνουν τους καφέδες) σε δύο βάρδιες..»

Δεκαετία ’30

Η Ομόνοια αλλάζει μορφή, καθώς γίνεται η αφετηρία του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, Πειραιάς- Κηφισιά. Αποκτά σχήμα κυκλικό και περιμετρικά τοποθετούνται 9 αγάλματα, οι 9 Μούσες. Η πλατεία πλημμυρίζει από αρώματα καθώς φιλοξενεί τα περίπτερα των ανθοπωλών.

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, το ΝΕΟΝ αποτελεί σημείο αναφοράς διανοούμενων, ανθρώπων του θεάτρου, κοσμικών Αθηναίων και όχι μόνο. Μια αληθινή μικρογραφία της ανθρωπογεωγραφίας της πόλης.
Τα καφενεία της εποχής, όπως και το ΝΕΟΝ, αποτέλεσαν «χώρο ζυμώσεων, αναζητήσεων και διαμόρφωσης πνευματικών συζητήσεων», όπως επισημαίνει ο ερευνητής και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Παπακώστας στο βιβλίο του «Φιλολογικά Σαλόνια και Καφενεία της Αθήνας».

Αρώματα εκλεκτού καφέ αλλά και μπακλαβά, γαλακτομπούρεκου, μυρωδάτου ρυζόγαλου και φίνας δροσερής κρέμας. Και ενώ σε ένα τραπέζι μπορούσες να δεις τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη να συγγράφει, στο διπλανό, μια παρέα θαμώνων επιδιδόταν σε ολοήμερους αγώνες σκακιού. Το ΝΕΟΝ χαρακτηρίστηκε ως «το λίκνον του νεοελληνικού ζατρικίου», καθώς εδώ οι μανιώδεις σκακιστές ξεκίνησαν να παίζουν σκάκι. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 μαρτυρείται το εξής επεισόδιο με τον αντιεισαγγελέα Μίμη Παπαντωνίου όπου προϊστάμενός του τον επέπληξε για τις επιδόσεις του στο σκάκι 2: « Τι είναι αυτά τα πράγματα; Σοβαρός άνθρωπος εσύ, δικαστικός λειτουργός και να παιδιαρίζεις με αυτά τα ξυλαράκια! Απαιτώ να σταματήσει πάραυτα αυτός διασυρμός του Δικαστικού Σώματος!». Όλα αυτά μέσα στο ιστορικό ΝΕΟΝ!

Δεκαετία 50 και 60

Από το 1950 και μετά η Ομόνοια αποκτά σιγά σιγά τη σημερινή μορφή της. Πολυόροφα κτίρια υψώνονται γύρω, στη θέση πολλών νεοκλασικών. Μεγάλα εμπορικά καταστήματα δεσπόζουν στην περιοχή. Κι όσο η Αθήνα αποκτά όλο και περισσότερο τη μορφή σύγχρονης μεγαλούπολης, η Ομόνοια γίνεται ο εμπορικός και συγκοινωνιακός της κόμβος. Οι περίφημοι πίδακες του σιντριβανιού ξεπηδάνε σε όλες τις τουριστικές καρτ ποστάλ της εποχής, σήμα κατατεθέν της κοινωνικής και οικονομικής εκτίναξης.
Το ΝΕΟΝ πρωταγωνιστεί και πάλι στην πολύβουη ζωή της περιοχής, συγκεντρώνοντας πλήθος ετερόκλητων θαμώνων. Διανοούμενοι, όπως ο Ρίτσος και ο Τσαρούχης, πίνουν τον καφέ τους πλάι πλάι με τον «επαρχιώτη στην Ομόνοια», τις κυρίες που βγήκαν για ψώνια στο ΜΙΝΙΟΝ, τους δικηγόρους μετά το Εφετείο (τότε στεγαζόταν στο Αρσάκειο Μέγαρο, στην Πανεπιστημίου), τους φιλάθλους, πριν τον αγώνα της Κυριακής, (οι Παναθηναϊκοί μάλιστα αργότερα, όταν η ομάδα τους έπαιρνε Κύπελλο ή Πρωτάθλημα, έπεφταν στο σιντριβάνι), τους ανθρώπους του μόχθου, που ανηφόριζαν από τις εργατικές συνοικίες του Ψυρρή και του Μεταξουργείου. Εκείνες τις δεκαετίες, το ΝΕΟΝ αποτελεί σημείο αναφοράς για τη ζωή της πρωτεύουσας. Ο Τσαρούχης μάλιστα έχει απαθανατίσει το ΝΕΟΝ σε δυο ελαιογραφίες του, που βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας: «Το καφενείο Νέον – ημέρα» (1956-66) και «Το καφενείο Νέον – βράδυ» (1965-66).

Το ΝΕΟΝ, μαζί με το άλλο ιστορικό καφενείο ΠΑΡΘΕΝΩΝ, που πλέον δεν υπάρχει, αποτελούσαν, εκτός των άλλων, τα περίφημα «καφενεία της μαστοριάς». Έξω, στο πεζοδρόμιό του, στις 6 το πρωί, συγκεντρώνονταν, μαρμαράδες, σοβατζήδες, περιμένοντας να βγουν οι εργολάβοι από το ΝΕΟΝ, να τους πάνε στη δουλειά.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Στεφάνου : «….Το ΝΕΟΝ όπως και ο Παρθενών, είχαν τους τύπους τους. Ο ένας ήταν ο λούστρος. Τα παπούτσια των εργολάβων ήταν πάντα σκονισμένα από την οικοδομή. Έμπαινε στο καφενείο με το σκαμνί στη μασχάλη και το κασελάκι κρεμασμένο στον ώμο. Ήξερε τους πελάτες του και δεν ρώταγε. Άλλος τύπος ήταν ο λαχειοπώλης. Κι αυτός ήξερε τους πελάτες του και ακόμη και σε ποιο λήγοντα αριθμό ήθελαν την τετράδα, στο λαϊκό Λαχείο..»

Χαρακτηριστική είναι και η αφήγηση ενός γιου οικοδόμου: «Ήμουν δεκατριών, όταν ο πατέρας μου με πήγε εκεί για πρώτη φορά. Μέσα στη νύχτα περπατήσαμε τη διαδρομή από το τέρμα του λεωφορείου στην πλατεία Βάθη μέχρι την Ομόνοια. Πεντέμισι το πρωί και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ώσπου φτάσαμε στην πλατεία. Κόσμος πολύς συγκεντρωμένος έξω από το ΝΕΟΝ, μια παραφωνία σε σύγκριση με την ερημιά της διαδρομής. Ο πατέρας μου χαιρέτησε πολλούς συναδέλφους του, μέχρι να φτάσουμε στην είσοδο του καφενείου. Φάνταζε τεράστιο στα μάτια μου. Αχανές. Μου έκαναν εντύπωση το βουητό από τις φωνές του κόσμου, που ήταν σαν από μελίσσι και τα αμέτρητα, ασφυκτικά γεμάτα μαρμάρινα τραπέζια μολονότι η ώρα δεν ήταν ούτε έξι. Οι τοίχοι από λαδομπογιά που είχαν κιτρινίσει με το πέρασμα του χρόνου, καλύπτονταν σε διάφορα σημεία από μεγάλους καθρέφτες και τα ταβάνια του στέκονταν πολύ ψηλά γεμάτα ανάγλυφες παραστάσεις. Ένας μεγάλος, θορυβώδης ανεμιστήρας ανάμεσα στη τζαμαρία προσπαθούσε να διώξει τον καπνό από τα τσιγάρα των θαμώνων.

  Οι σερβιτόροι κρατώντας τις βαριές παραμάνες, σέρβιραν με νευρικές κινήσεις τους βιαστικούς οικοδόμους. Είχαν τους καφέδες (ελληνικούς) έτοιμους κατά δεκάδες και άδειαζαν τους δίσκους, ρωτώντας για τη ζάχαρη, εν ριπή οφθαλμού. Ήξεραν πως οι πελάτες τους δεν είχαν πολύ χρόνο για χάσιμο. Έναν καφέ στα γρήγορα και στο δρόμο για το γιαπί. Οι λιγότερο ‘’ψύχραιμοι’’ έπαιρναν ένα κονιάκ ή μια μπύρα.

Με τον καιρό κατάλαβα ότι οι σερβιτόροι ήταν συνήθως οι ίδιοι, γνώριζαν τους περισσότερους οικοδόμους με τα μικρά τους ονόματα και ακουμπούσαν τον καφέ και το νερό στο τραπέζι χωρίς πολλά-πολλά (καλημέρα Χρήστο). Επίσης πολλοί οικοδόμοι είχαν το ‘’δικό τους’’ τραπέζι και τους έβλεπες σχεδόν πάντα εκεί. Όλη αυτή η κίνηση δεν κρατούσε παραπάνω από μία ώρα. Όταν το ρολόι έδειχνε εξήμισι, η τεράστια αίθουσα του ΝΕΟΝ άδειαζε από τον πολύ κόσμο. Αυτοί που έμεναν πίσω ήταν όσοι δεν βρήκαν μεροκάματο και δεν είχαν λόγο να βιαστούν να γυρίσουν στο σπίτι ή άλλοι θαμώνες άσχετοι με την οικοδομή.»

Πηγές:

Καιροφύλλας Γ.-Φιλιππότης Στρ., Τα καφενεία της μαστοριάς, Αθηναϊκό Ημερολόγιο, Εκδ. 2000

Άρτεμις Σκουμπούρδη, Καφενεία της Παλιάς Αθήνας, Γ’ Έκδοση

www.e-oikodomos.blogspot.com

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις