Τους σκότωναν και τους κληρονομούσαν. Ενας δήμαρχος είχε στήσει την πιο άγρια “εταιρεία δολοφόνων” στην Ελλάδα

761

Όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε ονειρευτεί μια μυθική κληρονομιά από κάποιον ξεχασμένο μακρινό συγγενή στην Αμερική. Πριν από περίπου 30 χρόνια μια ομάδα ανθρώπων –κατά τα άλλα απολύτως συνηθισμένων- αποφάσισαν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.

Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν ένα. Δεν διέθεταν τέτοιους ανθρώπους στο περιβάλλον τους. Δεν είχαν συγγενείς με περιουσία και πολύ περισσότερο την διάθεση να τους συμπεριλάβουν στις διαθήκες τους ως κληρονόμους.

Τότε ήταν που ο εγκέφαλος αυτού που αργότερα έμεινε στη μνήμη μας ως «Εταιρεία Δολοφόνων», ο Χρήστος Παπαδόπουλος,  συνέλαβε την ιδέα, προσελκύοντας στην πορεία και άλλους και δημιουργώντας μια συμμορία «ήσυχων πολιτών», υπεράνω υποψίας, που είχαν έναν και μοναδικό σκοπό. Το να προσελκύσουν ηλικιωμένους και να επισπεύσουν το ραντεβού τους με τον θάνατο, αφού πρώτα (ή και μετά θάνατον σε κάποιες περιπτώσεις) φρόντιζαν να αλλάξουν τις τελευταίες επιθυμίες τους.

Ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν τότε (στα μέσα της δεκαετίας του ’80) ένας πενηντάρης δικηγόρος, ο οποίος είχε διατελέσει και δήμαρχος Χαλκηδόνας. Ένας άνθρωπος που έκλαψε με μαύρο δάκρυ στην κηδεία του Βασίλειου Ελευθεριάδη, θείου της συζύγου του και ταυτόχρονα νονού του παιδιού τους. Καθόλου παράξενα με βάση τη στενή συγγενική σχέση, άφηνε στο βαφτιστήρι του την κυριότητα της περιουσίας του. Εκείνο που την συγκεκριμένη στιγμή δεν γνώριζε κανείς ήταν ότι ο 84χρονος πρώην επιχειρηματίας είχε φύγει από την ζωή από τα χέρια των ίδιων των… τεθλιμμένων συγγενών οι οποίοι παράλληλα είχαν χαλκεύσει την διαθήκη του.

Τους σκότωναν και τους κληρονομούσαν: Ο δήμαρχος που δημιούργησε την πιο σκληρή εταιρεία δολοφόνων στην Ελλάδα

Αυτό το «πρώτο αίμα» άνοιξε την όρεξη του Παπαδόπουλου, ο οποίος πλέον αποφάσισε να κάνει επάγγελμα τον φόνο. Ο τρόπος δράσης ήταν πάνω-κάτω ο ίδιος, με μικρές παραλλαγές ανά περίσταση, αλλά η κατάληξη σταθερή. Σε πλήρη σύνθεση, το συνδικάτο του εγκλήματος περιελάμβανε πολλά άτομα, όμως οι… βασικοί ήταν οι παρακάτω.

Ο Βασίλειος Πλατανιώτης, δικαστικός επιμελητής, που συχνά εμφανιζόταν ως επίδοξος «γαμπρός» ηλικιωμένων κυριών, ο Ιωάννης Πάμπρης, εργολάβος, ο οποίος αναλάμβανε το έργο εξαφάνισης πτωμάτων ή άλλων στοιχείων. Ο Νικόλας Πέππας, που χαρακτηρίστηκε υπαρχηγός της οργάνωσης. Ο Γεώργιος Ξανθόπουλος, θυρωρός στο επάγγελμα που εκτελούσε χρέη «τσιλιαδόρου» και η Γεωργία Παπανικολάου, νοικοκυρά, σύζυγος δικαστικού επιμελητή, η οποία στην πορεία μετατράπηκε σε αδίστακτη δολοφόνο, παίζοντας ηγετικό ρόλο στην εταιρεία.

Τα θύματά τους ήταν 8, αλλά αυτός ο αριθμός θα ήταν πολύ μεγαλύτερος εάν δεν γινόταν αντιληπτή η δράση τους από ανεξάρτητο ερευνητή.

Ο τελευταίος που έπεσε στα χέρια τους ήταν ο εφοπλιστής Χαράλαμπος Τυπάλδος που βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του στην Ακτή Τζελέπη. Επίσημη αιτία θανάτου ήταν η καρδιακή προσβολή, πράγμα όχι απίθανο για έναν 84χρονο άνδρα. Άμεσα εμπλεκόμενοι στην υπόθεση ήταν ο Πλατανιώτης με την Παπανικολάου, η οποία μάλιστα είχε προετοιμάσει και μια «πικάντικη» εκδοχή για τον λόγο της προσβολής, συνδέοντάς την με απρόοπτο κατά την διάρκεια ερωτικής συνεύρεσης με τον ηλικιωμένο.

Τους σκότωναν και τους κληρονομούσαν: Ο δήμαρχος που δημιούργησε την πιο σκληρή εταιρεία δολοφόνων στην Ελλάδα

Η μνήμη του νεκρού δεν ήταν όμως το μόνο πράγμα που λέρωσε η Εταιρεία Δολοφόνων. Όταν άνοιξε η διαθήκη του αποδείχθηκε ότι είχε βάλει κι εκεί το χεράκι της. Η οικογένεια του θανόντος με έκπληξη συνειδητοποίησε ότι ο εκλιπών είχε προσπεράσει τους συγγενείς του και είχε ορίσει ως κληρονόμους άγνωστα σε αυτούς άτομα. Η ακόρεστη δίψα του Παπαδόπουλου και των συνεργών του τους είχε οδηγήσει στο μοιραίο λάθος. Το προφίλ του εφοπλιστή ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο των προηγούμενων (ένας εφοπλιστής με τεράστια περιουσία) ενώ αυτή τη φορά στη διαθήκη δεν είχαν συμπεριλάβει κι άλλα άτομα προκειμένου να θολώσουν τα νερά.

Η οικογένεια απευθύνθηκε σε ιδιωτικό ερευνητή και το 1987 πλέον ξεκίνησε η αρχή του τέλους, καθώς ο Κωνσταντίνος Σπύρου παρέδωσε στην αστυνομία ντοκουμέντα ικανά να οδηγήσουν σε συλλήψεις και τελικά στην καταδίκη των δολοφόνων.

Εκείνο που αναμφισβήτητα εξοργίζει ίσως πιο πολύ και από τα ίδια τα εγκλήματα ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Παπαδόπουλος επιχείρησε να αιτιολογήσει τις πράξεις του, εμφανίζοντας τον εαυτό του κάτι σαν σύγχρονο «Ρομπέν των Φτωχών»!

Στην απολογία του έκανε έντονη αναφορά στην «αριστερή συνείδησή του», ενώ επιχείρησε να δώσει ανάλογο ιδεολογικό υπόβαθρο αλλά και προεκτάσεις στα εγκλήματά του.  «Εγώ δεν τα έκανα όλα αυτά για τον εαυτό μου, αλλά για να βγάλω τον φτωχό από την πείνα του. Τότε πίστευα ότι έχει μεγαλύτερη αξία να φάνε ψωμί 150 άνθρωποι, από τη ζωή ενός 85χρονου ή 90χρονου…

Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ταμπού… Αν υπήρχαν 100 εταιρείες δολοφόνων, η κοινωνία μας θα ήταν καλύτερη… Σωστός στόχος δεν είναι να χτυπάς έναν εισαγγελέα όπως κάνουν οι εξτρεμιστικές οργανώσεις. Οι κλοπές και οι ληστείες, είναι κοινωνικές πράξεις. Τα άλλα είναι λόγια…» ήταν μερικές μόνο από τις προτάσεις που ξεστόμισε ενώπιον του δικαστηρίου, που προφανώς δεν έπεισαν κανένας.

Η απόφαση, όπως αναμενόταν, ήταν «καταπέλτης». Ο Παπαδόπουλος καταδικάστηκε 8 φορές σε θάνατο (ποινή που δεν ήταν εκτελεστέα) και 25 χρόνια κάθειρξη, γεγονός που συνεπάγεται ισόβια. Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του επέδειξε σχετικά καλή διαγωγή, λαμβάνοντας μάλιστα και άδειες, παρά το ότι σε μία από αυτές το Πάσχα του 2001 δεν επέστρεψε ποτέ και συνελήφθη αργότερα να διαμένει σε διαμέρισμα στην Κυψέλη, πολύ κοντά στα δικαστήρια της Ευελπίδων!

Αυτό το θράσος που συνέχισε να επιδεικνύει πάντως, δεν εμπόδισε τις αρχές να τον αποφυλακίσουν το 2008, μετά από σχετικό αίτημα που κατέθεσε. Τότε εμφανίστηκε μετανιωμένος και έτοιμος να ξεκινήσει μια νέα ζωή, ανοίγοντας γραφείο στην Σταδίου το 2010. Μερικούς μήνες μόλις μετά ο 73χρονος –τότε- Παπαδοπουλος θα αποδείξει έμπρακτα ότι δεν είχε αλλάξει καθόλου. Με νέους συνεργούς, απήγαγε μια 57χρονη Αθηναία, πολύ γνωστή στους κοσμικούς κύκλους και χήρα ενός πασίγνωστου αντικέρ στην πρωτεύουσα.

Για μήνες την κρατούσαν στο πατάρι διώροφης μονοκατοικίας στην Συκιά, χωριό κοντά στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, με σκοπό να επαναλάβουν τις προηγούμενες πράξεις τους.

Για καλή τύχη εκείνης της γυναίκας, αλλά και πολλών άλλων που σίγουρα θα ακολουθούσαν, μια καθαρίστρια αντιλήφθηκε την παρουσία της και ειδοποίησε την αστυνομία που για άλλη μια φορά δεν είχε πάρει χαμπάρι την δράση του Παπαδόπουλου, στον οποίο πέρασε χειροπέδες όταν τον συνέλαβε στο Μενίδι.

Αυτή την φορά με την διάθεση να μην του δώσει άλλη ευκαιρία να υλοποιήσει την δική του στρεβλή αντίληψη περί… αναδιανομής του πλούτου υπέρ των φτωχών και της τσέπης του…

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις