Προς το παρόν τη σκαπουλάραμε. Κάποιοι αρνούνται να καταλάβουν τόσο το «προς το παρόν» όσο και ότι τη «σκαπουλάραμε». Η πανδημία στην Ελλάδα όντως εξελίχθηκε ακολουθώντας το καλό σενάριο. Υποστηρίζουμε ότι αυτό οφείλεται, πρώτον, στην πολύ καλή μας τύχη, δεύτερον, στην οικονομική και κοινωνική «καθυστέρηση» της χώρας σχετικά με τη Δυτική Ευρώπη, και τρίτον, στον τρόμο που προκάλεσε η συνειδητοποίηση της απογύμνωσης του ΕΣΥ μετά από μια δεκαετή επιχείρηση διάλυσής του. Πολύ λιγότερο –έως καθόλου- έπαιξε ρόλο ο βαθμός προετοιμασίας, η ετοιμότητα ή η ικανότητα της πολιτικής ηγεσίας. Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ λένε το ακριβώς αντίθετο, αλλά ποτέ δεν φημίστηκαν για τη σχέση τους με την αλήθεια.
Οι απώλειες της Ελλάδας σε λογαριθμική κλίμακα σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο
Οι συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα δεν θρηνεί τους νεκρούς που θρηνεί η Δυτική Ευρώπη είναι απόλυτη ανάγκη να γίνουν κατανοητοί, καθώς είμαστε μπροστά στο άνοιγμα της οικονομίας και των σχολείων. Προφανώς η επ’ αόριστον καραντίνα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η άρση της όμως απαιτεί: (α) απόλυτη αυτογνωσία του γιατί -προς το παρόν- τη σκαπουλάραμε, (β) άλλο βαθμό προετοιμασίας και συγκρότησης της υγειονομικής άμυνας της χώρας και κυρίως του συστήματος δημόσιας υγείας, (γ) αποφάσεις και μέτρα με υγειονομικά και κοινωνικά και όχι πολιτικά και οικονομικά κριτήρια. Σε τίποτα από τα τρία δεν ανταποκρίνεται ο κυβερνητικός μηχανισμός.
Επιμένουμε στο ζήτημα της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» και της άρσης της, γιατί από την ίδια την πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι δεν έχει εμφανιστεί κάποιο αποδοτικότερο μέτρο για τον περιορισμό των ανθρώπινων απωλειών από τα έγκαιρα και ουσιαστικά περιοριστικά μέτρα. Έγκαιρα με την έννοια να αποφασιστούν πριν ο ιός εξαπλωθεί. Και ουσιαστικά με την έννοια της πραγματικής ανακοπής της γρήγορης μετάδοσης της νόσου και όχι της συμμορφωτικής ή υποκριτικής χρήσης τους.
Η καλή τύχη της Ελλάδας δεν είναι διαφορετική από την καλή τύχη άλλων χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, που όντας έξω από τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής και κοινωνικής διεθνοποίησης, πρόλαβαν να πάρουν περιοριστικά μέτρα πριν εξαπλωθεί ανεξέλεγκτα η επιδημία.
Εξετάζοντας τις απώλειες στην Ευρώπη, η Ελλάδα βρίσκεται στη 10η καλύτερη θέση σε σύνολο 37 χωρών της Ευρώπης με δείκτη τον αριθμό των θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Δείκτης που συνιστά μάλλον την πιο αντικειμενική μέτρηση του πόσο έχει πληγεί μια κοινωνία, καθώς o αριθμός κρουσμάτων εξαρτάται από την μαζική ή περιορισμένη πολιτική διαγνωστικών ελέγχων που εφαρμόζεται.
Θάνατοι από κορωνοϊό ανά εκατομμύριο πληθυσμού στις χώρες της Ευρώπης. Τα στοιχεία είναι μέχρι και τις 23/4/2020.
Οι επιστημονικές μελέτες θα δείξουν σε βάθος χρόνου αν υπάρχουν ειδικά βιοιατρικά επιδημιολογικά στοιχεία που εξηγούν τις παραπάνω διαφορές στις απώλειες από χώρα σε χώρα. Μέχρι σήμερα δεν έχει εμφανιστεί μια αξιόπιστη εναλλακτική ερμηνεία, πέρα από αυτή της έγκαιρης λήψης περιοριστικών μέτρων. Και φυσικά αυτή η πολιτική δεν προδικάζει ούτε πολύ περισσότερο εξασφαλίζει ότι η συνέχεια της πανδημίας ή ενδεχόμενο δεύτερο κύμα της θα είναι διαχειρίσιμα.
Γιατί ισχυριζόμαστε ότι η έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων στις χώρες που εξελίσσονται ήταν αποτέλεσμα καλής τύχης και οικονομικών και κοινωνικών συγκυριών στις συγκεκριμένες χώρες, αλλά όχι ικανότητα ή προνοητικότητα των πολιτικών τους ηγεσιών;
Παράγοντας πρώτος ο σχετικός χρόνος των περιοριστικών μέτρων. Η μόνιμη επωδός είναι ότι η Ελλάδα τα πήγε καλά γιατί πήρε μέτρα νωρίς. Είναι προφανώς ένα βολικό σχήμα για την κυβερνητική διαχείριση. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα – όπως και όλες οι άλλες χώρες που κράτησαν χαμηλό τον αριθμό των απωλειών- πήραν μέτρα την ίδια περίοδο ή και αργότερα από τις χώρες με τις πολύ υψηλές απώλειες, με εξαίρεση τη Ρωσία που πήρε όμως μέτρα σε ανύποπτο χρόνο, ξεκινώντας από τα τέλη Ιανουαρίου.
Για παράδειγμα το Βέλγιο που είναι στην κορυφή της λίστας των θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, έκανε λοκ ντάουν στις 17 Μαρτίου. Στην Ελλάδα το λοκ ντάουν επιβλήθηκε στις 23 Μαρτίου. Το πρώτο θύμα στο Βέλγιο καταγράφεται στις 11 Μαρτίου, ενώ στην Ελλάδα στις 12 Μαρτίου.
Το Βέλγιο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα επειδή, ενώ οι χρόνοι αντίδρασης ήταν ίδιοι, εκεί καταγράφονται 560 θάνατοι ανά εκατομμύριο, ενώ στην Ελλάδα 12.
Τα παραδείγματα της Ιταλίας ή της Γαλλίας είναι ακόμα πιο παραστατικά γιατί ενώ πήραν σκληρότερα μέτρα αρκετά νωρίς (από τέλη Φεβρουαρίου) δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις δεκάδες χιλιάδες θανάτους μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα.
Στην πραγματικότητα για ολόκληρη την Ευρώπη λειτούργησε ως συναγερμός το νούμερο των 133 θανάτων σε ένα εικοσιτετράωρο που κατέγραψε η Ιταλία στις 8 Μαρτίου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, σχεδόν το σύνολο των κυβερνήσεων στην Ευρώπη ξεκινά να παίρνει περιοριστικά μέτρα.
Πού βρίσκεται λοιπόν η διαφορά;
Η διαφορά αφορά το μη μετρήσιμο (τουλάχιστον όχι με αξιοπιστία) εύρος της μετάδοσης της μόλυνσης στην κοινότητα, μέχρι τα περιοριστικά μέτρα. Ο χρόνος δηλαδή δεν λειτουργεί ως απόλυτο αλλά ως σχετικό νούμερο. Η Γαλλία στις 16 Μαρτίου, νωρίτερα από κάθε άλλη χώρα επιβάλει καθολικό λοκ ντάουν, αφού βεβαίως την προηγούμενη ημέρα διεξάγεται κανονικά ο πρώτος γύρος των δημοτικών εκλογών. Είναι μία εβδομάδα πριν την Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα για τη Γαλλία είναι ήδη πολύ αργά.
Η ιστορία έδειξε ότι τα περιοριστικά μέτρα δούλεψαν, αρκεί να μην είχε προηγηθεί ευρεία μετάδοση του ιού. Εκεί που δεν υπήρξαν περιοριστικά μέτρα έγκαιρα, οι απώλειες εκτοξεύτηκαν. Το ίδιο και εκεί που τα περιοριστικά μέτρα ήταν χαλαρά και εθελοντικά, χωρίς αυστηρή κρατική παρέμβαση.
Αυτό το γεγονός είναι, από τη μια μεριά, σαφής απάντηση σε όσους θεώρησαν ότι τα περιοριστικά μέτρα είναι περιττά, οικονομικά δυσανάλογα επιζήμια ή απλώς πρόφαση για την επιβολή κράτους έκτακτης ανάγκης. Με όποιον τρόπο και να το δει κανείς, τα περιοριστικά μέτρα και η «κοινωνική αποστασιοποίηση» ήταν η βασική άμυνα των κοινωνιών στον κορωνοϊό. Από την αυταρχική Κίνα μέχρι τις «ελεύθερες» ΗΠΑ και την «δημοκρατική» Ευρώπη, καμιά άλλη υγειονομική πολιτική δεν δούλεψε πέρα από την (περισσότερο ή λιγότερο αυστηρή) επιχείρηση να περιοριστεί η διάδοση της νόσου.
Από την άλλη, τα περιοριστικά μέτρα και η επιτυχία τους σχετίζονται άμεσα με τη μέχρι τότε (φανερή ή λανθάνουσα) διάδοση του ιού. Οι χώρες στις οποίες ο ιός διαδόθηκε νωρίτερα είναι οι πρώτες σε απώλειες, οι χώρες στις οποίες ο ιός διαδόθηκε αργότερα, είναι οι τελευταίες. Το να συγκρίνει κανείς απόλυτους χρόνους αντίδρασης για να βγάλει άσκοπα τα μέτρα είναι άστοχο και βρίθει σκοπιμοτήτων. Για παράδειγμα η σύγκριση των ταυτόσημων χρόνων αντίδρασης Βελγίου – Ελλάδας οδηγεί σε απόλυτο παραλογισμό αν αφαιρεθεί πονηρά ο παράγοντας της διάδοσης -μέχρι τα μέτρα- της νόσου.
Όπως από την ανάποδη, υποβολιμαία προπαγάνδα είναι να ανακαλύπτεις περίσσεια ηγεσίας σε όσους είχαν την τύχη να κυβερνούν χώρες με χαμηλή μετάδοση του ιού και πήραν απλώς τα ίδια μέτρα, με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια επιχειρήματα και την ίδια στιγμή (ή και αργότερα), με όσους είχαν την ατυχία να κυβερνούν χώρες που είχε προηγηθεί ήδη η υψηλή μετάδοση.
Παράγοντας δεύτερος ο βαθμός διάδοσης του ιού πριν τα περιοριστικά μέτρα. Από τι εξαρτάται το αν μια κοινωνία έχει ήδη μεταδοθεί ο ιός σε ανεξέλεγκτο βαθμό, προτού τα περιοριστικά μέτρα γίνουν κοινός τόπος και κρατική πολιτική;
Εδώ μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε, εν αναμονή σοβαρών μελετών και όχι επιπόλαιων σχολίων. Κοιτώντας ωστόσο τον πίνακα των απωλειών βλέπουμε ότι στην κορυφή του πίνακα είναι οι χώρες που έχουν υψηλό βαθμό οικονομικής και κοινωνικής διεθνοποίησης, μεγάλη κίνηση επιβατών από άλλες χώρες καθώς και ισχυρές οικονομίες. Πράγματι, οι πρώτες σε απώλειες χώρες της Ευρώπης είναι και οι ισχυρότερες οικονομικά, περισσότερο διεθνοποιημένες, με μεγάλα αεροδρόμια, διεθνή κίνηση και ισχυρές αγορές. Επιμέρους διαφορές μπορούν να αφορούν και άλλους παράγοντες που σχετίζονται με τον κρατικό μηχανισμό, τα συστήματα έγκαιρης διάγνωσης των νοσούντων και τα συστήματα υγείας, αλλά αυτά δεν αλλάζουν τον κανόνα.
Η …οικονομική καθυστέρηση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, αυτή τη φορά φαίνεται να δουλεύει σε όφελος των κοινωνιών τους σε ένα περίεργο παιχνίδι της επιδημικής κρίσης.
Βλέποντας τον δείκτη KOF που μετρά το βαθμό παγκοσμιοποίησης κάθε χώρας παίρνοντας υπόψη οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα, βλέπουμε ότι οι 15 πρώτες χώρες στον κόσμο είναι οι 15 χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Είναι και οι χώρες με τις υψηλότερες απώλειες. Μετά από αυτές, ακολουθούν οι χώρες άλλων ηπείρων ή και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτός ο υψηλότερος βαθμός διεθνοποίησης, οικονομικής και κοινωνικής, φαίνεται να έχει παίξει ρόλο στην ταχύτητα μετάδοσης του ιού και να έχει φέρει κάθε χώρα προ τετελεσμένων, πριν αυτή αποφασίσει, πρόθυμα ή απρόθυμα την επιβολή περιοριστικών μέτρων στην κίνηση των ανθρώπων και της οικονομίας.
Άλλος σχετικός παράγοντας, φαίνεται να είναι η διεθνής κίνηση επιβατών. Παρακάτω απεικονίζεται η κίνηση των ευρωπαϊκών αεροδρομίων κατά το 2019. Τα Βαλκάνια και η Ανατολική Ευρώπη απουσιάζουν από τον χάρτη.
Ας συγκρίνουμε για παράδειγμα τα 72 εκατομμύρια επιβατών του αεροδρομίου του Άμστερνταμ με τα 18 εκατομμύρια επιβατών του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος. Διαφορά που γίνεται πολύ μεγαλύτερη αν σκεφτεί κανείς ότι στους κρίσιμους μήνες μετάδοσης του ιού (Ιανουάριος – Φεβρουάριος) η κίνηση στο αεροδρόμιο της Αθήνας είναι περίπου το ένα τρίτο της κίνησης των καλοκαιρινών μηνών.
Παράγοντας τρίτος το μέγεθος και η ποιότητα της οικονομίας. Για ποιο λόγο χτυπήθηκαν αναλογικά περισσότερο οι ισχυρότερες οικονομίες από τον κορωνοϊό;
Έπαιξε ή όχι ρόλο το αυξημένο βάρος των μεγάλων επιχειρήσεων που αποστρέφονταν τα περιοριστικά μέτρα ή και ένα γενικό λοκ ντάουν; Έπαιξε ή όχι ρόλο το γεγονός ότι ακόμα και στην κορύφωση της εκατόμβης στη Βόρεια Ιταλία, η βιομηχανική Λομβαρδία συνέχιζε να δουλεύει κανονικά, επιτρέποντας την ανεξέλεγκτη μετάδοση του ιού; Έπαιξε ή όχι ρόλο ότι στην Ολλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο τα περιοριστικά μέτρα άργησαν (ακόμα και στον απόλυτο χρόνο τους) για να αποφευχθεί η οικονομική ύφεση;
Στην Ελλάδα δεν έχουμε μεγάλες βιομηχανίες με υψηλή συγκέντρωση εργαζομένων. Αντίθετα η ελληνική οικονομία στηρίζεται στον τουρισμό των θερινών μηνών (που δεν είχε ακόμα δουλέψει) και στις υπηρεσίες (μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις που σε ένα βαθμό μπόρεσαν να μεταφέρουν τμήμα των εργασιών τους σε εξ αποστάσεως πρακτικές). Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και δημόσιες υπηρεσίες διεκπεραίωναν εξ αντικειμένου χαμηλό όγκο εργασιών μετά το λοκ ντάουν. Ενώ το μεγάλο ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με μικρό πλήθος υπαλλήλων λογικά λειτούργησε ανασταλτικά στη διάδοση της νόσου.
Άλλοι μεγάλοι χώροι εργασίας με συνωστισμό εργαζομένων φυσικά και υπήρχαν στην Ελλάδα (με προκλητικό παράδειγμα τα call centers που συνέχιζαν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους χωρίς επαρκή μέσα προστασίας) αλλά σε κάθε περίπτωση οι χώροι υψηλής συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού υπολείπονταν της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης.
Ο παρακάτω πίνακας ενδεικτικά παρουσιάζει το πλήθος των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση με πάνω από 250 εργαζόμενους. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση σε σύνολο 28 χωρών, πάνω μόνο από τη Μάλτα, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, τη Λετονία, την Εσθονία, τη Σλοβενία.
Αυτό το στρατηγικό, δομικό μειονέκτημα μιας χώρας τουρισμού, υπηρεσιών και μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, ήταν η πρώτη (και μάλλον τελευταία) φορά που λειτούργησε ως πλεονέκτημα.
Και οι τρεις παραπάνω υποσημειώσεις, για το σχετικό χρόνο των μέτρων, το βαθμό μετάδοσης του ιού και το μέγεθος και την ποιότητα των οικονομιών, παραμένουν στο έδαφος των εκτιμήσεων.
Δεν μπορεί να αποδειχθεί με ασφάλεια ο βαθμός μετάδοσης του ιού πριν τα περιοριστικά μέτρα ανά χώρα. Ούτε φυσικά μπορούμε να εκτιμήσουμε με βεβαιότητα το ρόλο που έπαιξε η οικονομική και κοινωνική θέση κάθε χώρας στο διεθνοποιημένο περιβάλλον, ή οι πολυπληθείς χώροι εργασίας.
Προφανώς στη διαφορά των χωρών της Δυτικής Ευρώπης με αυτές της Ανατολικής παίζουν ρόλο και ειδικοί πληθυσμιακοί ή κοινωνικοί παράγοντες. Ένας από αυτούς -που ακόμα και στην Ελλάδα αποδεικνύονται επικίνδυνοι- είναι η συγκέντρωση ηλικιωμένων ή ευάλωτων ομάδων σε δομές υγείας ή φροντίδας (γηροκομεία, κλινικές κοκ). Στη Σουηδία, τη Γαλλία, την Ισπανία, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των αρχών, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην εκτόξευση των απωλειών.
Ένας άλλος παράγοντας που ίσως παίζει ρόλο στις διαφορές ανάμεσα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης είναι η επιθετική και μαζική διεξαγωγή διαγνωστικών τεστ ώστε να ιχνηλατούνται νωρίς πιθανά κρούσματα. Πιθανά η διαφορά της Γερμανίας από Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, οφείλεται και σε αυτή την πολιτική. Ρόλο φαίνεται να παίζει και η χωρητικότητα των συστημάτων υγείας, η αναλογία νοσηλευτών – πληθυσμού, οι κλίνες εντατικής παρακολούθησης και θεραπείας.
Ωστόσο η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη δεν μπορεί να αφορά αυτούς τους δείκτες, καθώς η Ανατολική Ευρώπη σαφώς υστερεί. Οι χώρες της Ευρώπης ανάλογα με τις απώλειες ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Οι χώρες με τις υψηλότερες απώλειες σε κόκκινο, οι χώρες με τις χαμηλότερες σε πράσινο, οι χώρες που είναι στη μέση της κατάταξης σε λευκό.
Λογική εξήγηση, εν αναμονή μελετών που ίσως δώσουν ολοκληρωμένες και στοιχειοθετημένες ερμηνείες, παραμένει η καθυστερημένη μετάδοση του ιού, ο χαμηλός βαθμός οικονομικής και κοινωνικής διεθνοποίησης, η έλλειψη οικονομικής δραστηριότητας μεγάλης κλίμακας και υψηλής συγκέντρωσης.
Και η ερώτηση είναι τι από όλα τα παραπάνω οφείλεται στη διορατικότητα, την ικανότητα, την απαράμιλλη ηγεσία, το κύρος παγκόσμιας εμβέλειας του …Κυριάκου Μητσοτάκη;
Απολύτως τίποτα.
Η αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού (αλλά και του Βούλγαρου, του Αλβανού ή του Πολωνού) να επιβάλουν λοκ ντάουν, μαζί, ή λίγο αργότερα από τις περισσότερο πληγείσες χώρες, ήταν λογική και αναμενόμενη. Εκτός και αν τη συγκρίνουμε με την καταρχήν μακαριότητα του Μπόρις Τζόνσον ή με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χθες 23/4 πρότεινε τις …ενέσεις απολυμαντικού ως ενδεχόμενη θεραπεία. Ελπίζουμε να μην τον πάρει κανείς στα σοβαρά και αυτοκτονήσει με ενδοφλέβια ένεση αιθυλικής αλκοόλης.
Εάν πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι δεν είναι σαν τον Τραμπ, να το αναγνωρίσουμε. Ωστόσο και τα μεγέθη και τα διακυβεύματα και οι δικλείδες ασφαλείας είναι διαφορετικές. Και φυσικά δεν υπάρχει Έλληνας πολιτικός, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, που να μην καταλαβαίνει ότι η επί δεκαετίες απαξίωση του ΕΣΥ, δεν προσφέρει τη δυνατότητα υγειονομικών πειραμάτων για τις αντοχές του.
Πού θα κρινόταν η πολιτική ηγεσία πέρα από την καλή τύχη της χώρας ή και τους αντικειμενικούς οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες, που δεν την εξέθεσαν γρήγορα στην επιδημία;
Μα στην πρόβλεψη, στην προνοητικότητα, στην έγκαιρη προμήθεια υλικών, στην ισχυροποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Αυτό όμως είναι ένα άλλο τεράστιο ζήτημα. Όταν ανοίξει πρέπει να δούμε πότε η Ελλάδα ξεκίνησε να αναζητά αναπνευστήρες, μάσκες, μέσα ατομικής προστασίας, αντιδραστήρια για μοριακό έλεγχο. Αν το έκανε από τα τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου, να δώσουμε συγχαρητήρια στον Μητσοτάκη και στον Κικίλια. Αν το έκανε από τις αρχές και τα μέσα Μαρτίου, ας κάνουμε το σταυρό μας για την επόμενη υγειονομική κρίση.
Όσο για τη βασική αρμοδιότητα της κυβέρνησης που είναι η θωράκιση του συστήματος υγείας;
Εδώ τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Να αναφέρουμε μόνο τη δήλωση του υφυπουργού Κοντοζαμάνη ότι οι 381 (όλοι κι όλοι) γιατροί που προσλήφθηκαν ως συμβασιούχοι είναι …«πολύ παραπάνω από αυτούς που χρειάστηκε το σύστημα». Τη στιγμή που τα οργανικά κενά γιατρών στο ΕΣΥ είναι πάνω από 5.000 θέσεις. Και την περίοδο που το νούμερο ένα καθήκον της κυβέρνησης θα όφειλε να είναι η κατακόρυφη αύξηση της δυναμικότητας και των δυνατοτήτων της Δημόσιας Υγείας, των νοσοκομείων, της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, του μηχανισμού μαζικού διαγνωστικού ελέγχου κοκ.
Πολύ περισσότερο όταν τα πρόσφατα κρούσματα σε δομές προσφύγων και ιδιωτικές κλινικές δείχνουν ότι -και στην Ελλάδα- τίποτα δεν έχει τελειώσει.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την επόμενη μέρα;
Μα πολύ απλά ότι η τύχη ή οι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες που δεν τοποθετούν τη χώρα στον πίνακα με τις υψηλές απώλειες, δεν οφείλονται στην πολιτική της ηγεσία.
Αυτό θα είχε δευτερεύουσα σημασία γιατί δεν μας αφορά το εκλογικό παιχνίδι φθοράς ή κέρδους Μητσοτάκη – Τσίπρα. Μακάρι να συνεχίσει η πανδημία να εξελίσσεται με το καλύτερο δυνατό σενάριο κι ας κερδίζει δημοσκοπικά ο οποιοσδήποτε.
Μας αφορά όμως η υγεία του λαού. Και το αν αυτή επαφίεται στην καλή μας τύχη ή στη γεωγραφική και οικονομική θέση της χώρας.
Η Ελλάδα πρέπει να βγει σταδιακά, προσεκτικά, και με ύψιστο κριτήριο τη δημόσια υγεία, από το λοκ ντάουν. Προϋποθέτει όμως αυτό, πέρα από την καλή μας την τύχη που μας επέτρεψε προς το παρόν να τη σκαπουλάρουμε, την πλήρη ανταπόκριση στις απαιτήσεις μιας ισχυρής υγειονομικής άμυνας σε όφελος του λαού και της χώρας. Και τη συνείδηση ότι δεν είναι σοβαρή πολιτική η “ελπίδα” να τη σκαπουλάρουμε εσαεί.
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο,γινεται να εχουμε το όνομα του αρθρογράφου?ευχαριστώ