Το 1983 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, διά του υπουργού οικονομικών Γεράσιμου Αρσένη, προχώρησε στην υποτίμηση της δραχμής κατά 15% έναντι του δολαρίου, μια απόφαση που δεν πέτυχε τον αντικειμενικό της στόχο, αποτρέποντας τη διολίσθηση του εθνικού νομίσματος.
Σε πλήρη αντίθεση, η προηγούμενη υποτίμηση της δραχμής στην ιστορία της ελληνικής οικονομίας κρίθηκε απολύτως επιτυχημένη. Το 1953 ο τότε υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου, Σπύρος Μαρκεζίνης, ανακοίνωσε εντελώς αιφνιδιαστικά μέσω ραδιοφώνου την υποτίμηση της δραχμής κατά 50% έναντι του δολαρίου.
Στα εννέα πολύπαθα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την απελευθέρωση της Ελλάδος από τη γερμανική κατοχή, το εθνικό νόμισμα είχε υποτιμηθεί επτά φορές, χωρίς, όμως, ούτε η οικονομία να εξυγιανθεί ούτε η δραχμή να γίνει αξιόπιστη. Η χρυσή λίρα ήταν το κυρίαρχο νόμισμα στις συναλλαγές, το ισοζύγιο πληρωμών και ο προϋπολογισμός μονίμως ελλειμματικά και το κράτος λειτουργούσε χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.
Η μίζερη αυτή κατάσταση ανατράπηκε από τα δύο τολμηρά μέτρα του Μαρκεζίνη, που έθεσαν την ελληνική οικονομία σε μια εποχή εξυγίανσης, ισορροπίας και ανάπτυξης. Την υποτίμηση ακολούθησε η πλήρης απελευθέρωση των εισαγωγών. Έως τότε οι εισαγωγές πραγματοποιούνταν με άδειες για ορισμένη ποσότητα που χορηγούσε το υπουργείο Εμπορίου, ή μάλλον ο Αμερικανός σύμβουλος.
Στη ραδιοφωνική του δήλωση ο Μαρκεζίνης, ανήμερα των 44ων γενεθλίων του, ανέφερε ότι η υποτίμηση πραγματοποιήθηκε με στόχο την ενίσχυση του τουρισμού, την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, τον επαναπατρισμό ελληνικών κεφαλαίων και την προώθηση των επενδύσεων. Ανακοίνωσε παράλληλα την κατάργηση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, την απελευθέρωση των εισαγωγών και την πάταξη της κερδοσκοπίας. Η επιτυχία της αναπροσαρμογής είχε άμεση εξάρτηση από τη συγκράτηση των τιμών, αφού ως γνωστόν υποτίμηση σημαίνει αυξήσεις σε όλα τα εισαγόμενα. Ο Μαρκεζίνης είχε θέσει ως στόχο η άνοδος του τιμαρίθμου να συγκρατηθεί κάτω του 17%, για να αποτραπούν και οι λαϊκές αντιδράσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν να κερδίσει η ελληνική οικονομία τη μάχη κατά του πληθωρισμού. Σταδιακά από το 15,1% το ’53 ο μέσος πληθωρισμός κατρακύλησε μόλις στο 1,7% την περίοδο ’56-’63. Όλα τα οικονομικά μεγέθη, από τον προϋπολογισμό και το ισοζύγιο έως τον πληθωρισμό και το ρυθμό ανάπτυξης, βελτιώθηκαν θεαματικά. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν οι επενδύσεις από τους επιχειρηματίες, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ξένα κεφάλαια. Παράλληλα η απελευθέρωση των εισαγωγών πλημμύρισε την αγορά με πλήθος αγαθών και ανέστησε τον ανταγωνισμό. Η μαύρη αγορά και οι ελλείψεις ειδών εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας.
Για την επιτυχία του μέτρου κρίθηκε απαραίτητη η τήρηση άκρας μυστικότητας. Ο Μαρκεζίνης αποκάλυψε στη Βουλή ότι για το σχέδιο ήταν ενήμεροι μόνο ο αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού Θάνος Καψάλης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Ματζαβίνος και ο Αμερικανός εκπρόσωπος στη Νομισματική Επιτροπή, Αλ Κοστάντζο. Φυσικά και ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος, ενώ γνώση είχαν και οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Κανείς άλλος δεν γνώριζε – ή τουλάχιστον υποτίθεται ότι δεν γνώριζε – το παραμικρό. Ούτε καν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου δεν είχαν ενημερωθεί για όσα σχεδίαζε η κυβέρνηση.
Ένας από τους επιφανείς της πολιτικής ζωής που δεν γνώριζαν το παραμικρό, σύμφωνα με τον Μαρκεζίνη, ήταν και ο βασιλιάς Παύλος. «Την επομένη εζήτησε να με δει ο βασιλεύς. Διεμαρτυρήθη, διότι δεν τον είχα ενημερώσει προηγουμένως επί ενός τόσο σημαντικού οικονομικού μέτρου. Πράγματι είχα αποφύγει να το πράξω, διότι δεν εμπιστευόμουν το ανακτορικό περιβάλλον», ανέφερε ο Μαρκεζίνης στο βιβλίο του «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος». Και προσθέτει για το διάλογό τους. «Μεγαλειότατε, το δικό μου καθήκον ήταν να ενημερώσω εγκαίρως τον πρωθυπουργό. Αυτό και έπραξα. Τα παράπονά σας, συνεπώς, θα έπρεπε να τα απευθύνετε σε εκείνον», απάντησα. Ο Παπάγος στον οποίο μετέφερα τον διάλογο, έδειξε ευχαριστημένος από την απάντηση. Ο βασιλεύς όμως απέφυγε να τον καλέσει».
Η δημοσιοποίηση του μέτρου έγινε 9 Απριλίου, Μεγάλη Πέμπτη και η επιλογή δεν ήταν καθόλου τυχαία. Μια και οι επόμενες πέντε ημέρες ήταν αργία, εξασφαλίστηκε η αποφυγή άμεσων αντιδράσεων, που πιθανόν θα οδηγούσαν σε κλείσιμο του χρηματιστηρίου.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μαρκεζίνη, οι κατηγορίες για σκάνδαλο δεν αποφεύχθηκαν. Φημολογήθηκε εντόνως ότι ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις των εμπνευστών της υποτίμησης, η πληροφορία διέρρευσε και αξιοποιήθηκε από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες.
Με την υποτίμηση καθιερωνόταν αντιστοιχία 30.000 δραχμών ανά δολάριο, έναντι των 15.000 που ίσχυε ως τότε. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι όποιος είχε πληροφορηθεί το όλο εγχείρημα και φρόντιζε εγκαίρως να μετατρέψει τις δραχμές σε δολάρια, διπλασίαζε την περιουσία του από τη μία στιγμή στην άλλη.
Ακόμα όμως και αν το ριξηκέλευθο και αποφασιστικό μέτρο κρίθηκε αρχικά αμφιλεγόμενο, η ιστορία «αδιαφόρησε» για το αν ωφέλησε «ιδιαιτέρως» κάποιους, διότι στο τέλος της μερας ήταν ένα από τα πιο αποτελεσματικά του 20ου αιώνα που εξυπηρέτησαν σε τέτοιο βαθμό το κοινό συμφέρον.