Tο ‘83 είχαμε γκαζάκια στη φυλακή για όποιον ήθελε να μαγειρεύει. Είχαν πεθάνει πολλοί κρατούμενοι από την εισπνοή υγραερίου. Έβαζαν το γκαζάκι σε μια σακούλα, το άνοιγαν, έχωναν το κεφάλι και εισέπνεαν. Το υγραέριο έχει μόλυβδο, ο μόλυβδος διογκώνει τη θερμοκρασία του σώματος κι έτσι επιβραδύνεται η ροή οξυγόνου στον εγκέφαλο. Αυτό δημιουργούσε παραισθήσεις και θεωρούνταν οιονεί μαστούρωμα. Αν έπαιρνες πολύ, πάθαινες κάτι σαν τη νόσο των δυτών, κι έπρεπε να βγάλεις έγκαιρα το κεφάλι, αλλιώς μεθούσες, έμενες εκεί και έσκαγες. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά. Ημέρα Τετάρτη, η φυλακή ήταν ανοιχτή και θα ξανάκλεινε για μεσημέρι. Είχα υπηρεσία στο Δ110. Ήμουν μόνο 20 μέρες στη δουλειά αλλά είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι, έκλεινα πιο γρήγορα τα κελιά. Καθώς κλείνω ένα, μυρίζω υγραέριο και βλέπω έναν κάτω με το κεφάλι στη σακούλα. Λέω εντάξει, τη δουλειά του κάνει, τον κλειδώνω και πάω να δώσω αναφορά. Ξαναγυρίζω μετά το μεσημέρι για να ανοίξω, πάλι κάτω αυτός. Πάω, τον σκουντάω, του λέω επ, τι γίνεται, δεν αντιδρούσε. Τον σκουντάω λίγο παραπάνω και σηκώνεται ένα πράγμα σαν τα ζόμπι που βλέπεις στις ταινίες. Όπου είχε τρύπα, έβγαζε αίμα. Μάτια, μύτη, στόμα, αυτιά. Παραπατάει, πάει να πέσει, πέφτει πάνω μου. Με γεμίζει στα αίματα, χέστηκα, παιδί ήμουν, 23 χρονών, πετάω τα κλειδιά -ευτυχώς τα βρήκε μετά ένας παλιός χασικλής κρατούμενος, ο Τζόνι- και το βάζω στα πόδια. Βγαίνω στον κήπο που είναι οι αρχιφύλακες, φωνάζω ‘Πέθανε, πέθανε! Άντε γαμηθείτε κι εσείς και η κωλοδουλειά σας, φεύγω!”.
- Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ
- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΥΡΙΛΛΑΣ/SOOC.PHOTOS
Το πόσα γεγονότα χωράνε μέσα σε μια δεσμίδα χρόνου ήταν ανέκαθεν ένα ζήτημα που μου ‘κοβε την ανάσα. Στην κάτω γωνία της Σολωμού, του στενού που στέκει σαν να μην τρέχει τίποτα ανάμεσα στο συγκρότημα με τις γυναικείες και στο συγκρότημα με τις αντρικές φυλακές στον Κορυδαλλό, υπάρχει ένα καφέ με ξύλινη επένδυση. Τίποτα μες στο καφέ, ούτε οι άνθρωποι ούτε οι καρέκλες, δεν προδίδουν ότι είσαι δίπλα στις πιο ξακουστές φυλακές της χώρας. Το ρολόι στην οθόνη του κινητού μου λέει 11.28, ο Αντώνης Αραβαντινός έχει αργήσει 28 λεπτά και το χειρότερο είναι ότι δεν σηκώνει το τηλέφωνο. Καθόλου καλό σημάδι. Ποτέ η καθυστέρηση σε ένα ραντεβού με κάποιον που δεν είναι φίλος σου δεν είναι καλό σημάδι. Ψύχραιμος ο Μενέλαος -ίσως ο πιο κατάλληλος φωτογράφος για την περίσταση- ψύχραιμος (απέξω μου) κι εγώ, συνεχίζουμε να πίνουμε το αναψυκτικό μας, χωρίς πάγο αυτός, με πάγο εγώ, σαν ντετέκτιβ κρυμμένοι πίσω από ένα παρμπρίζ ενώ παραμονεύουν για κάτι καταβροχθίζοντας ντόνατς. Αυτό, χωρίς τα ντόντας και το παρμπρίζ. Και τους ντετέκτιβ. Κάθε φορά που πιάνει το κινητό του για να τσεκάρει μια ειδοποίηση, πειράζω το δικό μου για να δω την ώρα. 11.36. Ξαναπαίρνω τον Αντώνη. Χτυπάει μία, χτυπάει δύο, χτυπάει τρεις. Τίποτα. Αφήνω οκτώ λεπτά να περάσουν. Ξαναπαίρνω. Χτυπάει μία, χτυπάει δύο, χτυπάει τρεις. Τίποτα. Ο Μενέλαος μού δείχνει ένα ντανταϊστικό καρέ της Σοφίας Σακοράφα που τράβηξε τις προάλλες στη Βουλή. Μου αρέσει που δεν πιέζει, που δεν ρωτάει ‘μα καλά πού είναι αυτός, τσάμπα με κουβάλησες μέχρι εδώ;’, αλλά είναι τόσο ζεν που αρχίζω να αμφιβάλλω αν έχει καταλάβει ότι ο άνθρωπος που περιμένουμε μπορεί να μην έρθει ποτέ. Ξαναπαίρνω. Χτυπάει μία, χτυπάει δύο. Το σηκώνει.
Fast forward:Τη στιγμή που μιλούσε για το ζόμπι που έσβησε πάνω του, πείραξα ασυναίσθητα το κινητό και το ρολόι έλεγε 12.56. Πριν μια ώρα, δεν είχα ιδέα αν θα εμφανιστεί για τη συνέντευξη. Και τώρα λέμε για αληθινά ζόμπι.
Πέρασα δώδεκα ώρες με τον Αντώνη Αραβαντινό σε διαφορετικά σημεία των φυλακών Κορυδαλλού και μία ώρα στο Ψυχιατρείο χωρίς αυτόν. Μιλήσαμε για άσημους και διάσημους κρατούμενους, για το Κολαστήριο και το Ψυχιατρείο, για εξοντωτικές ποινές και αληθινές αποδράσεις, για ναρκωτικά και αυτοκτονίες, για τον Αραβαντινό που νόμιζα ότι ξέρω και για τον Αντώνη του ‘δεν τα παίρνω μπάσταρδοι’. Μιλήσαμε γι’ αυτά και για πολλά άλλα. Είναι όλα σε αυτό το κείμενο. Το πόσα γεγονότα χωράνε σε μια δεσμίδα χρόνου ήταν ανέκαθεν ένα ζήτημα που μου ‘κοβε την ανάσα.
Κολόνια. Καλή αντρική κολόνια, περιποιημένο μούσι, άσπρο κατά κύριο λόγο, καθαρά ρούχα, σιδερωμένα, πορτοκαλί πόλο μπλουζάκι, καλό αυτοκίνητο, λίγα -όχι πολλά- παραπανίσια κιλά. Από τις πρώτες καλημέρες, ο Αντώνης δεν είναι ακριβώς αυτός με τα πέτσινα μπουφάν που μαυρίσαμε να βλέπουμε σε Τράγκες και Χαρδαβέλλες. Αυτό που αμέσως καταλαβαίνεις ότι έχει μείνει απαράλλαχτο είναι το παρασκήνιο μιας ολόκληρης και σκληρής ζωής στις φυλακές, που αποτυπώνεται στο βλέμμα του. Πίσω από το γραφείο του στην Ομοσπονδία Σωφρονιστικών Υπαλλήλων Ελλάδας κρέμεται καδραρισμένο ένα καρέ από ταινία του Μπερτολούτσι. Είναι πολύ περήφανος γι’ αυτό το κάδρο. Ανάμεσά μας, υπάρχει ένα γραφείο, το γραφείο του, και πάνω στο γραφείο, τρία-τέσσερα σκόρπια τεύχη της εφημερίδας του Συλλόγου Υπαλλήλων Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Νέων Αυλώνα και του αντίστοιχου του Κορυδαλλού, ονόματι ‘Οιονεί Κρατούμενος’. “Γιατί έτσι;”, ρωτάω για τον τίτλο. “Εμ, περνώντας μια ζωή στη φυλακή, δεν γίναμε κι εμείς κρατούμενοι με έναν τρόπο”; Στο εξώφυλλο ενός τεύχους, ο Αντώνης αποχαιρετά, με μια επιστολή γεμάτη πόνο και κραυγές, τον κουμπάρο του και αρχιφύλακα των φυλακών Δομοκού, Μάκη Γκαλιμάνη, που δολοφονήθηκε με καλάσνικοφ τον περασμένο Φεβρουάριο έξω από το σπίτι του, κοντά στη Στυλίδα. Για πολλή ώρα, θα έκανα ότι δεν έχω δει την επιστολή. Όταν θα την έφερνα στην κουβέντα, θα έλεγε βουρκωμένος και με χαμηλή φωνή ότι “αυτή η δολοφονία ενδέχεται να ήταν ένα μήνυμα για μένα”.
Μέχρι τότε, στωικός με τη μοίρα του και με επαναλαμβανόμενο μοτίβο έναν περίεργο ήχο που έκανε εφάπτοντας και απομακρύνοντας τα δόντια από τα χείλη σε εκατοστά τους δευτερολέπτου, θα έλεγε:
“Κατά έναν παράξενο τρόπο, η φυλακή ήταν παρούσα σε όλες τις φάσεις της ζωής μου. Ήμουν ένα παιδί με οικογενειακό περιβάλλον αριστερό. Ο πατέρας μου, ο πήχης της ζωής μου, ήταν εργολάβος στα δημόσια έργα, αλλά ως αριστερός δεν ήταν και τόσο εύκολο να επιβιώσει. Είχε εισαγάγει τα πριμ, όχι σαν προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τους εργαζομένους, αλλά σαν μια δίκαιη πληρωμή της εργασίας τους. Ενώ είχε πάρει μια τεράστια δουλειά, το ‘67 κατηγορήθηκε ότι τους έδινε παραπάνω χρήματα για να τους προσηλυτίσει στον κομμουνισμό, πέρασε από στρατοδικείο και η πρώτη μου εικόνα από τη φυλακή είναι να πηγαίνω με κοντά παντελονάκια να δω τον πατέρα μου στο επισκεπτήριο. Μετά, κατάφερα να μαζέψω 152 μέρες φυλακή στο στρατό. Όταν παρουσιάστηκα, μου έδωσαν ένα χαρτί που έγραφε ότι δεν στοχεύω στη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος και ότι καταδικάζω τις αναρχοκομμουνιστικές οργανώσεις. Δεν το υπέγραψα. Αφού τσακώθηκα με έναν λοχία -Ηλίας Καργάκος όνομα και πράγμα- με έστειλαν στην Τρίπολη να δουν αν είμαι τρελός. Από εκεί, με έστειλαν στην Καβύλη.
Στην Καβύλη, ήμασταν δεκαεπτά φαντάροι και ένας δόκιμος και ψάχναμε όλη μέρα για εγκαταλελειμμένο οπλισμό και ανθρώπινα κόκαλα. Παίρναμε τα κόκαλα, τα ραντίζαμε με κρασί και κάναμε κάτι σαν μνημόσυνο. Γράφω γράμμα στον πατέρα μου να με πάρει από εκεί. Του λέω ότι πήγα να υπηρετήσω την πατρίδα, όχι να γίνω νεκροθάφτης. Άφησα κι ένα υπονοούμενο ότι μπορεί να φουντάρω. Μου απάντησε ότι αν είμαι όντως παιδί του, θα είμαι ακόμα ζωντανός”.
Λίγες εβδομάδες μετά, παίρνει δυσμενή μετάθεση για τη Μυτιλήνη, στην οποία έστελναν εκείνα τα χρόνια αριστερούς και φαντάρους με εμπλοκή σε ποινικά ζητήματα. Δεν ήταν επίσημα τάγμα ανεπιθυμήτων, αλλά πολλοί από εκείνο το λόχο ακούστηκαν σε αντιεξουσιαστικές δράσεις της εποχής. “Στη Μυτιλήνη παίζαμε μπάλα ΚΚΕ εναντίον ΚΚΕ εσωτερικού. Ακόμα και το ΕΚΚΕ είχε ενδεκάδα. Δεξιούς δεν είχαμε και έτσι ντύναμε κάποιους που το έπαιζαν τρελοί, τους βαφτίζαμε δεξιούς, τους βάζαμε είκοσι γκολ και θεωρούσαμε ότι νικήσαμε τη δεξιά”.
Στον ένα χρόνο που υπηρέτησε ως προστάτης της πολύτεκνης, τυπικής πατριαρχικής οικογένειάς του -έχει τρεις μικρότερες αδερφές- προστέθηκαν κανονικότατα και οι πέντε μήνες που μάζεψε σε φυλακές. Εξηγώντας μου λίγο πιο διεξοδικά την ιστορία του γένους του, μαθαίνω ότι οι Αραβαντινοί είναι μέτοικοι από την Κεφαλλονιά, ότι ο ίδιος γεννήθηκε στην Πύλο και ότι στη δευτέρα δημοτικού, μια επιτροπή που έψαχνε μαθητές-φυντάνια έφτασε στο χωριό του στα Κρέσταινα και τον επέλεξε για να συνεχίσει το σχολείο στην Αθήνα, στο Βαρβάκειο. Στην Αθήνα έβγαλε την τρίτη και την τετάρτη δημοτικού, την πέμπτη την έβγαλε στην Ανδρίτσαινα που είχε μια δουλειά ο πατέρας του, την έκτη και την πρώτη γυμνασίου στα Κρέσταινα και έκτοτε η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα. Τελείωσε το σχολείο στους Αμπελόκηπους. Ήταν καλός στα γράμματα. Μέχρι την τρίτη γυμνασίου αγαπούσε τα μαθηματικά και τις φυσικοχημείες, μετά, τα αρχαία και την ιστορία. Εν τω μεταξύ, ο Ωνάσης είχε μεσολαβήσει για να βγει ο πατέρας του από τη φυλακή. “Τον έβγαλε απ’ τη φυλακή και τον έβαλε εργολάβο στο Σκορπιό. Όλο τον Σκορπιό τον έχει φτιάξει ο πατέρας μου. Ήταν αυθεντία στις εκρήξεις και ίσως γι’ αυτό τον κυνηγούσαν. Αριστερός και αυθεντία στα εκρηκτικά ήταν κακός συνδυασμός. Μεγάλωσα στο Σκορπιό με την Χριστίνα και τον Αλέξανδρο”.
Δεξί χαφ, αριστερός νους
Παρότι φόλα (όπως συστήνεται) Ολυμπιακός, ο Αραβαντινός έλαμψε στα τσικό του Παναθηναϊκού και μετά από ένα μικρό πέρασμα απ’ την Αθηναΐδα, έφυγε το ‘77 (αρκετά πριν το στρατιωτικό του δηλαδή) μαζί με τον Πουλόπουλο και τον Βάγκνερ για την Αμερική. Φήμες λένε ότι ο λόγος που ξενιτεύτηκε ήταν η τεράστια σημαία του Ολυμπιακού που κυμάτιζε στη Λουκάρεως και προκαλούσε τη μήνη των Παναθηναϊκών, οι οποίοι τη χαιρέτιζαν καθημερινά με νεράντζια. Οι φήμες δεν ευσταθούν. Ο λόγος που έφυγε ο Αντώνης ήταν η μανία του να το ζήσει. Όποιο κι αν ήταν αυτό το ‘το’. Η ποδοσφαιρική καριέρα στην Αμερική έληξε υπερβολικά άδοξα. Ο Αραβαντινός χτύπησε το αριστερό του πόδι, η ομάδα ομογενών, που τον είχε υπογράψει και είχε για έδρα το Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια, του διέκοψε το συμβόλαιο, κι εκείνος άρχισε να πλένει πιάτα για να ζήσει.
“Η Αμερική ήταν μεγάλο σχολείο. Έμεινα έναν χρόνο και τρεις μήνες. Ευτυχώς, είχα πάρει άμυνες από εδώ. Μόλις μου πήραν την πράσινη κάρτα, βρήκα έναν φίλο στη Γαλλία και έκατσα ένα μήνα εκεί. Μετά πήγα στη Γερμανία, έκατσα τέσσερις μήνες και κατά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, με έπιασαν στη Γευγελή, γιατί δεν είχα περάσει περιοδεύων. Πήγα στο Σταθμό Λαρίσης που είχαν τους ανυπότακτους, υπέγραψε ο πατέρας μου και μετά από δύο μέρες, 8 Αυγούστου του ‘80, με πήρανε φαντάρο. Είχα μαλλί και μούσια αλά Φρανκ Ζάπα που ήταν της μοδός. Με κούρεψαν γουλί”.
Δεν ξέρω αν του ξύρισαν το κεφάλι για να του κόψουν το βήχα, όντας ενήμεροι για την παρουσία του στο μαθητικό κίνημα ή τις αριστερές, ελληνοκεντρικές του πεποιθήσεις. Ο Αραβαντινός μού περιγράφει μια ακολουθία ιστορικών γεγονότων που τον έβρισκαν πάντα εκεί, στο στρατόπεδο των μάχιμων διαδηλωτών. “Από μικρός ήμουν ελληνοκεντρικός στη σκέψη χωρίς καμία ρατσιστική διάθεση ή τίποτα τέτοιο. Απλά ήμουν περήφανος που είμαι Έλληνας. Όταν το ‘76 ένα περιπολικό χτύπησε τον πατέρα μου και χρειαζόταν να δουλέψει κάποιος για την οικογένεια, το έπαιξα ενήλικας και έπιασα δουλειά στην ΕΤΜΑ, όντας παράλληλα αντιπρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων Μαθητών Ελλάδας. Ήμουν στη νεολαία του ΕΚΕ, του ελληνοκεντρικού αριστερού κινήματος με συνθήματα ‘Ούτε ΗΠΑ ούτε Ρωσία, Εθνική Ανεξαρτησία’ και ‘12 μίλια στο Αιγαίο’.
Ήμουν στην ΕΤΜΑ όταν σκοτώθηκε η Σωτηρία Βασιλακοπούλου, ήμουν στο Πολυτεχνείο, ήμουν στην πρώτη μεταπολιτευτική πορεία προς την αμερικάνικη πρεσβεία, όπου με έπιασαν και με έβαλαν σε επιτήρηση κοινωνικής λειτουργού. ΕΚΕ εγώ, ΚΚΕ αυτή, ‘Κράτος κι Επανάσταση’ εγώ,’Διαλεχτά Έργα’του Μαρξ αυτή, είχαμε τις αντιδικίες μας. Πουλούσα και την εφημερίδα της ΕΚΕ τότε, τους ‘Λαϊκούς Αγώνες’. Ίσως αυτή τη δράση βρήκα μπροστά μου στο στρατό”.
Με παράπονο θα μονολογήσει αργότερα και ενώ μιλάμε για τους Πυρήνες της Φωτιάς, ότι τα μέλη της οργάνωσης δυστυχώς έχουν την εικόνα του Αραβαντινού από την τηλεόραση και ότι ταυτίζουν ιδεολογικά το φύλακα με τις φυλακές. “Δεν ξέρουν ότι έχω παλέψει κι εγώ για να κάνω πραγματικότητα τις αλλαγές που ονειρευόμουν σε αυτήν την κοινωνία”.
Το ΠΑΣΟΚ και η γνωριμία με τον Ανδρέα
“Τελειώνοντας το φανταρικό και βλέποντας πως όσο προοδευτικά κι αν ήταν αυτά που έλεγε το ΕΚΕ, δεν έπαυε να μιλάει για μια ιδεώδη στιγμή που σταματάει την εξέλιξη, θυμήθηκα την προσδοκία του παραδείσου. Αυτά για τα οποία μαχόμουν ταίριαζαν πιο πολύ με μεταφυσικές αγωνίες παρά με μια πραγματική πορεία προς τη ζωή. Αυτή η σκέψη ήταν ο προθάλαμος του να αστικοδημοκρατικοποιηθώ με ό,τι κουβαλούσα από την αριστερά. Ε, δεν έλεγε κάτι διαφορετικό τότε ο Παπανδρέου με το ‘η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες’. Ο Ανδρέας, τον οποίο θεωρώ αξεπέραστο, με ‘εκπόρνευσε’ στην πορεία για την αστική δημοκρατία. Στη διαμάχη μου με τον υπουργό Δικαιοσύνης Κουβελάκη το ‘95, πήρε θέση ο ίδιος και τον εξανάγκασε να παραιτηθεί”.
Ο τρόπος που ο Αραβαντινός έφτασε να θεωρείται πιο χρήσιμη περιουσία του ΠΑΣΟΚ απ’ ό,τι ένας αναλώσιμος υπουργός Δικαιοσύνης είναι μια ιστορία με μεταβλητές που σηκώνουν ολόκληρη διατριβή. Η ιστορία του ξεκίνησε απλά, όπως ξεκινούν άλλωστε και οι περισσότερες ιστορίες. Μια ξαδέρφη της μάνας του δούλευε στο κυλικείο των γραφείων στην Τρικούπη και τα καλοκαίρια πήγαινε για να βοηθήσει. Εκεί γνώρισε τον Αντρέα.
“Κάποια στιγμή, εν αναμονή μιας παραγγελίας, καθόμουν με τον Αντρίκο στο γραφείο του Ανδρέα. Μπαίνει λοιπόν ο πρόεδρος και του λέει, ‘Αντρίκο σου έχω αναθέσει να βγάλεις τον προϋπολογισμό του σπιτιού και το έχεις ξεχάσει’. Εκείνος του απαντά, ‘πατέρα δεν το έχω ξεχάσει, απλά περιμένω να μου πεις αν πρέπει να βάλω στον προϋπολογισμό και το κεφάλαιο Κατσιφάρας’. Ήμουν μπροστά όταν γεννήθηκε αυτό το κάτι σαν ανέκδοτο”.
Πειράζοντάς τον ότι ήταν μπροστά όταν γραφόταν η σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία, παίρνει απότομα το σοβαρό του και μου λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα για να μιλήσει για την πολιτική του δράση στο γραφείο ‘ενός τεράστιου ανδρός’. Δεν μου λέει το όνομά του ανδρός ούτε off the record. “Ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε ποτέ βλέψεις να γίνει το νούμερο ένα, αλλά στην ουσία ήταν το νούμερο ένα στο ΠΑΣΟΚ μετά τον Αντρέα. Πολλές φορές, ο ρόλος του ήταν πολύ πιο σοβαρός από εκείνον του προέδρου. Δίπλα σε έναν τέτοιο άνθρωπο ήμουν οκτώ χρόνια και ίσως από εκεί ξεκίνησε το άχτι του Κουβελάκη εναντίον μου”.
“Ο πατέρας μου πίστεψε ότι με το ΠΑΣΟΚ θα δικαιωθούν όλες οι γενιές που κυνηγήθηκαν και ότι ήρθε η ώρα να βγάλει το αραβαντινέικο τον πρώτο του δημόσιο υπάλληλο. Μου είπε ότι έκανα τα τρία σάλτο μορτάλε που δικαιούμουν και ότι τώρα έπρεπε να τον ακούσω”. Λίγα λεπτά μετά, θα τεντώσει το χέρι για να μου δείξει ότι έχει ανατριχιάσει, καθώς διηγείται τη σκηνή από τον έλεγχο διαβατηρίων πριν πετάξει για Αμερική. Ο πατέρας του, πρώτη φορά δακρυσμένος μπροστά του, του έλεγε να τραβήξει στο καλό. “Το ένα πρόβατο ψοφάει, το άλλο πάει και βόσκει’, μου είπε. Εγώ θα πήγαινα να βοσκήσω, άρα εκείνος θα πέθαινε. Δεν την ξέχασα ποτέ αυτήν την κουβέντα και αυτή είναι που με γύρισε πίσω”. Το σκληρό πρόσωπο του Αντώνη Αραβαντινού τρέμει για λίγες στιγμές.
Μετά από μια κωμική αναπαράσταση των ζυμώσεων που γίνονταν στο πατρικό του για να αποφασιστεί το πόστο που θα φιλοξενήσει τον πρώτο δημόσιο υπάλληλο με το επώνυμο Αραβαντινός (σ.σ. στο τραπέζι είχαν πέσει επιλογές όπως ‘μπάτσος’ ή ‘υπάλληλος της Ολυμπιακής), το κλίμα της κουβέντας αποφορτίστηκε. Τέσσερις μήνες μετά το ‘συμβούλιο των Αραβαντινών’, ένα συστημένο γράμμα έφτασε έξω από την πόρτα τους και έγραφε επί λέξη: ‘Επιλεχθήκατε για να καλύψετε κενή οργανική θέση ως φύλακας φυλακών στη δικαστική φυλακή Κορυδαλλού’.
Η πρώτη βάρδια στον Κορυδαλλό (ή πώς ο ‘μαλλιάς’ έγινε επώνυμος)
Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα την τρομακτική ικανότητα του αρχιφύλακα να ανακαλεί στη μνήμη του πλήρεις ημερομηνίες και σοφά αποφθέγματα μεγάλων ανδρών. Στον ελεύθερο χρόνο του γράφει ποίηση και ανεβάζει δικά του βίντεο με ποιήματα και αποφθέγματα στο προσωπικό του κανάλι στο Youtube. Ένα από τα βίντεο είναι ντυμένο με το ‘Μα Εγώ Είμαι Έλληνας’ του Νότη Σφακιανάκη, το τραγούδι που ακούς ενώ περιμένεις να σηκώσει το τηλέφωνό του. Συνεπής στο να αλλοιώνει την εικόνα που είχα γι’ αυτόν πριν τον γνωρίσω, ο γεννημένος τα Χριστούγεννα του ‘59 αρχιφύλακας, μου διηγείται την πρώτη του μέρα στη δουλειά. Ήταν 29 Δεκεμβρίου του ‘82. Τη μέρα που παρουσιάστηκε, οι παλιότεροι φύλακες που τον καλωσόρισαν είπαν μεταξύ τους -πιστεύοντας ότι δεν ακούγονται- “Να τα μας, πλακώσανε κι οι Βελουχιώτηδες”. Όπως φαντάζεσαι, ο Αραβαντινός είχε πάλι μούσια και μακρύ μαλλί.
“Πηγαίνω πρώτη μέρα στη δουλειά. Είμαι βάρδια 13.00 το μεσημέρι με 19.00 το απόγευμα. Μπαίνω, κλειστά τα κελιά, βρίσκω μια συμπαθητική φάτσα, το Σπύρο το Λαζαρή καλή του ώρα, καθόμαστε, μιλάμε. Στις 14.15, μου λέει σήκω να ανοίξουμε. Λέω τι να ανοίξουμε ρε Σπύρο, τι λες; Μου λέει, τη φυλακή. ‘Εγώ θα ξεκινήσω από πάνω, εσύ από κάτω και θα συναντηθούμε στη μέση. Θα πας, θα ανοίγεις τα κελιά και θα γράφεις στο χαρτί πόσοι είναι μέσα’. Ξεκινάω κι εγώ δειλά δειλά, ανοίγω τα κελιά και φυλάω την πλάτη μου. Μόλις τελειώνω, ο Σπύρος με στέλνει στο προαύλιο να κοιτάζω μην αποδράσει κανείς. Βγαίνουν που λες οι κρατούμενοι και πηγαίνουν πάνω-κάτω, φτάνουν με φόρα στη μάντρα και ξαναγυρίζουν. Λέω δεν είναι καλό αυτό. Παρατάω το πόστο, πάω τα λέω στο Σπύρο, κι εκείνος με βρίζει επειδή έχω αφήσει το πόστο. ‘Περπατάνε για να ξεμουδιάσουν ρε βλάκα, δεν φεύγουν. Τρέχα τώρα μην αποδράσει κανείς”
Ενώ συμβαίνουν αυτά, ο Αλέξανδρος Μαγκάκης διορίζεται νέος υπουργός Δικαιοσύνης και επισκέπτεται τις φυλακές. Τότε, το 30% των φυλάκων ήταν ΕΠΕΝ, το 40-50% ΝΔ (μαζικοί διορισμοί χούντας και ΝΔ γαρ), και μόλις το 4-5% ήταν ΠΑΣΟΚ. Οι υπόλοιποι ήταν ‘κάτι επιπλοποιοί και σαλαμέμποροι’, όπως τους λέει χαρακτηριστικά. Μη θέλοντας κανείς να προσφωνήσει τον Μαγκάκη, την πρωτοβουλία παίρνει ο ίδιος. “Έρχεται ο Μαγκάκης και τον προσφωνώ στην παλιά αίθουσα της σχολής των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Θυμάμαι ακριβώς τι του είπα. Του λέω, ‘κύριε τέως κρατούμενε, οι πρώην συγκρατούμενοί σας και οι νυν υφιστάμενοί σας προσδοκούν από σας, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, να κάνετε τομή και να τα αλλάξετε όλα στις φυλακές’. Μου βγήκαν τα αριστερά μου, τα ελληνοκεντρικά μου, όλα. Συγκινείται, δακρύζει ο Μαγκάκης και ενώ μιλάω, μου βαράει παλαμάκια. Ανεβαίνει να μιλήσει και λέει, ‘είμαστε περήφανοι που έχουμε τέτοιους φύλακες’. Δεν είχε ιδέα ότι ήμουν καινούργιος. Τελειώνει η διαδικασία, γίνεται ένας ντόρος με τον τρελό που είπε τον υπουργό τέως κρατούμενο, και μέσα σε μια μέρα, από ο ‘μαλλιάς’ ή ο ‘μούσιας’ γίνομαι ο ‘Αραβαντινός’”.
Στις επόμενες εκλογές, όλοι οι συνδυασμοί ήθελαν να κατέβει μαζί τους. Κατέβηκε, βγήκε πρώτος στις ψήφους και έβγαλε πρώτο και τον συνδυασμό τον οποίο στήριξε. “Από τότε όλο φεύγω από τις φυλακές και ποτέ δε φεύγω”. Σύντομα, θα έφτιαχνε σωματείο για κάθε φυλακή ξεχωριστά, θα έστηνε την ομοσπονδία και θα πρωτοστατούσε στην απεργία των σωφρονιστικών υπαλλήλων το ‘86, που είχε ως βασικό αίτημα να σταματήσει η πρόσληψη απόφοιτων του δημοτικού με μοναδικά κριτήρια την περιφέρεια θώρακος και το ύψος. Τα κατάφερε.
Το παραμύθι του σωφρονισμού
Τελειώνοντας την αναδρομή στο πώς ο επαναστατημένος μαθητής Αντώνης εξελίχτηκε στον αρχιφύλακα-μύθο Αραβαντινό (με ό,τι καλό ή κακό κουβαλάει η τυφλή μυθοποίηση), τελειώνουμε με το προσωπικό, αγαπημένο μου κομμάτι. Λατρεύω τις ιστορίες ανθρώπων και σέβομαι την αλήθεια στο μάτι τους την ώρα που μου τη λένε, ακόμη κι αν αυτή η αλήθεια με κάνει να θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Δεν ήρθα εδώ για να γίνω φίλος με τον Αραβαντινό και δεν κρύβω ότι η εικόνα που είχα γι’ αυτόν κινούνταν εντός του φάσματος ‘καλτ μύθος των φυλακών-κακόφημος μύθος των φυλακών’. Το να ταυτίζεται το όνομά σου με τον Κορυδαλλό δεν είναι ό,τι πιο τιμητικό μπορεί να σου συμβεί, αλλά η δεύτερη ανάγνωση λέει ότι έφτιαξες (ή σου έφτιαξαν) έναν μύθο ο οποίος πλέον σε ξεπέρασε. Είναι λογικό, όταν μαθαίνω για τον ποδοσφαιριστή Αραβαντινό ή για το χουνέρι του στην Καβύλη, ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, έχω ακούσει τα πρώτα κρακ στο γυαλί του μύθου του. Επειδή είναι εξόχως πιθανό να μη συμμερίζονται όλοι τη μανία μου με τις ανθρώπινες λεπτομέρειες και τις δεύτερες αναγνώσεις, προειδοποιώ (σχεδόν υπόσχομαι) ότι από εδώ και πέρα, ο μύθος θα δικαιώσει το όνομά του με τον πιο κοινώς αποδεκτό τρόπο. Με ιστορίες για Πάσσαρη και 17Ν, με την ανέφικτη θεωρία του σωφρονισμού και με το άλυτο πρόβλημα των ναρκωτικών στις φυλακές.
“Προφανώς φταίει ο φύλακας που υπάρχουν ναρκωτικά στις φυλακές. Δεν γίνεται να φταίει ο φούρναρης. Από κει και πέρα όμως, πρέπει να δεις κάτω από ποιες συνθήκες λειτουργείς. Μήπως είναι πολύ αυτό που σου ζητάνε; Σε ποιο βαθμό θα ένιωθες εσύ ένοχος αν ένα κοπάδι πεντακοσίων ανθρώπων που οφείλεις να εποπτεύσεις, δε λειτουργεί καλά; Είσαι ένας και είναι πεντακόσιοι. Τι θα κάνεις; Η φυλακή είναι κατάκτηση των κοινωνιών στη λογική του τι αντικατέστησε στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Πριν τις φυλακές, είχαμε εκτελέσεις, ακρωτηριασμούς, χέρια, πόδια, βάλανο. Η φυλακή ήρθε να καταργήσει τις θανατικές ποινές και τους βασανισμούς πιστεύοντας ότι η κοινωνία είναι σε ένα επίπεδο που ο παραβάτης μπορεί να επανορθώσει και επανενταχθεί σε αυτήν. Κάποιοι μέθυσαν με αυτό, ένιωσαν μικροί θεοί και ανακάλυψαν και το σωφρονισμό, λες και είναι μια διαδικασία επιβολής. Όση προσπάθεια κι αν κάνεις να κόψεις, για παράδειγμα, τα ναρκωτικά σε κάποιον, αν αυτός δεν θέλει, δεν γίνεται τίποτα. Ο σωφρονισμός είναι διαδικασία επιλογής, κατά την οποία καλείς τον κρατούμενο να εμπνευστεί από τη δική σου παραδειγματική λειτουργία και, μέσω της απασχόλησης εντός της φυλακής, να σπάσει την τεμπέλικη αντίληψη περί ζωής που έχει. Ο παραδειγματισμός είναι σωφρονισμός.
Όταν λειτουργείς σε ένα υποσύνολο της κοινωνίας που η ίδια, με πολύ καλύτερους όρους, δεν μπόρεσε να κρατήσει στους κόλπους της, πώς εσύ, με πολύ χειρότερους όρους, θα κάνεις αυτό το υποσύνολο να λατρέψει την κοινωνία;
Η φυλακή έχει χρησιμοποιηθεί για να πλυθούν πολλά πολιτικά πιάτα και η ταξικότητα της κοινωνίας καθορίζει εν πολλοίς και ποιο θα είναι το υποσύνολο που αποτελούν οι κρατούμενο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο λαός να ζυμωθεί στη λογική ότι η φυλακή είναι συνώνυμο της αδικίας. Βάλε κι ότι αυτός ο λαός (και μπράβο του που το ‘κανε) έμαθε να τραγουδάει ‘Αλικαρνασσός, Παρθένι, Ωρωπός, Κορυδαλλός, ο λεβέντης περιμένει της λευτεριάς το φως’, ε, αμέσως οι κρατούμενοι είναι λεβέντες, παρότι ενδεχομένως αυτοί που τους λένε λεβέντες είναι οι ίδιοι που ήθελαν νωρίτερα να τους δουν κρεμασμένους στο Σύνταγμα. Κι ενώ συντρέχουν όλα αυτά, βάζουν μπροστά σου αναφορές γελοίες. Εδώ δεν έχουμε κατακτήσει ένα ασφαλές σύστημα κράτησης, αυτοί επιμένουν να λένε ότι είναι σωφρονιστικό. Εδώ δεν έχουμε κατακτήσει έναν σχετικό έλεγχο της φυλακής, και σκεφτόμαστε να βάλουμε δωμάτια συνεύρεσης στις φυλακές. Εδώ δεν μπορούμε να βάλουμε κρατούμενους στα τετραγωνικά που δικαιούνται, και σε μια ακατανόητη κόντρα ο ένας υπουργός με τον άλλον, δημιουργούν δικαιώματα στους κρατουμένους χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την υλοποίηση δικαιωμάτων που προβλέπονται από προγενέστερες ρυθμίσεις. Πρόκειται περί τρέλας. Η πρώτη προτεραιότητα είναι η ασφαλής κράτηση, η επαρκής περίθαλψη και υγιεινή και το ανάλογο προσωπικό σε όλους τους κλάδους και ειδικότητες αυτού που λέμε σωφρονιστική υπηρεσία. Αυτό συνεπάγεται γραμματεία, καλύτερη δικαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων των κρατουμένων, πιο ουσιαστική δυνατότητα κάλυψης των βασικών τους αναγκών. Οι περισσότεροι δεν έχουν ρούχα, το καταλαβαίνεις”;
Ο Ματέι, ο Πάσσαρης, η 17Ν, οι Πυρήνες της Φωτιάς, ο Κοεμτζής, ο Δουρής
Μια ερώτηση που έρχεται αυτόματα στο μυαλό έχοντας ως δεδομένο ότι οι φύλακες δεν οπλοφορούν και ακούγοντας αυτό το ‘ένας φύλακας για πεντακόσιους κρατούμενους’ είναι η εξής: Τι εμποδίζει έναν κρατούμενο απ’ το να σε κλείσει στο κελί του και α) να σε σκοτώσει, β) να σε σαπίσει στο ξύλο, γ) να σε χρησιμοποιήσει ως όμηρο για να αποδράσει; Η απάντηση είναι πως όλα αυτά τα σενάρια είναι πιθανά και ότι πολλοί φύλακες έχουν φάει ξύλο, έχουν σκοτωθεί ή έχουν μείνει ανάπηροι. Αγορεύει ό,τι πιο κοντά σε ‘νόμο των φυλακών’ έχει αγορεύσει ως τώρα:
“Οι κρατούμενοι τα έχουν πρώτα με τους μπάτσους, μετά με τους δικαστές, μετά με τους δικηγόρους ή/και τους δημοσιογράφους, και στο τέλος με τους φύλακες”. Δεν λέω, κάτι είναι κι αυτό, αλλά προσωπικά θα προτιμούσα περισσότερες εγγυήσεις.
“Η δουλειά μας, Ηλία, δεν είναι δύσκολη, είναι σκληρή. Θέλει μόνο πέντε πράγματα. Να μην τα παίρνεις, να μην τάζεις, να μην αδικείς και να μην ξεχνάς. Το πέμπτο είναι όχι απλά να κάνεις αυτά τα τέσσερα, αλλά να τα υποστηρίζεις κιόλας. Ορισμένα απ’ αυτά δεν τα υποστήριξα καλά. Πίστευα ότι το να βγω στα Μέσα και να μιλήσω είναι μια υγιής διαδικασία. Είναι άρρωστη, παιδί μου. Υδροφορούσα το πηγάδι των Δαναΐδων. Κατάφερα να κάνω το όνομά μου συνώνυμο με τον Κορυδαλλό. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχει κάποιος καλή άποψη για τις φυλακές, άρα γιατί να έχει για μένα; Έφτασαν σε σημείο διαστροφικά πολιτικά μυαλά να με κατηγορούν ότι ελέγχω τα πάντα στις φυλακές για να καλύψουν δικές τους ανομίες. Σκατά έλεγχα τα πάντα. Λόγω της αυταπάρνησής μου, έμπαινα στις φωτιές και διατήρησα το μύθο μου από τη μεριά των κρατουμένων. Όλοι οι κρατούμενοι ξέρουν πως όταν λέω ναι σε κάτι, θα το κάνω. Συγκρούστηκα δυναμικά με κρατούμενους που είχαν κάτι μπράτσα να, δεν τα έβαλα ποτέ με έναν αδύναμο ούτε μάλωσα κάποιον επειδή πήγε να αποδράσει. Το θεωρώ την πιο φυσιολογική κίνηση. Είναι είδηση το να θέλει κάποιος να αποδράσει από τις φυλακές; Δεν πυροβολείς το ελικόπτερο που σηκώνεται. Σου ‘φυγε; Σου’ φυγε. Μάθε από αυτήν την ήττα και ξαναπιάσ’ τον. Είναι δυνατόν να πας να τον σκοτώσεις; Έξι μήνες είναι η ποινή για την απόδραση, πώς καταδικάζεις κάποιον εις θάνατον; Κι αν το ελικόπτερο πέσει στο προαύλιο; Θα φέρουμε εβδομήντα νεκροφόρες να πάρουν και τους υπόλοιπους”;
17 Νοέμβρη
“Μπορεί να ετοίμαζαν λευκά κελιά όταν έπιασαν τη 17Ν, αλλά τους ξεκαθαρίσαμε ότι δεν θα βρουν λευκές συνειδήσεις στους εργαζόμενους. Το δολιεύσαμε όλο αυτό και εξαναγκάσαμε να γίνουν πιο ανθρώπινες οι συνθήκες κράτησής των μελών της. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το ‘χουν αναγνωρίσει και οι έγκλειστοι της οργάνωσης. Το κράτος έφαγε δύο δισ. για να φτιάξει τα κελιά τους. Μιλάμε για μεγάλο πλιάτσικο. Έβάζαν λαμαρίνες, σύρμα και σοβάτιζαν πάνω στο σύρμα. Πήγαιναν να ακουμπήσουν οι κρατούμενοι στο νιπτήρα και έπεφτε, αφού δεν είχε βάση. Δεν ήμουν αρχιφύλακας στον Κορυδαλλό όταν ήρθε η 17Ν. Τα τελευταία χρόνια συνάντησα μέλη της σε άλλες φυλακές. Έχω εικόνα. Είναι δύσκολο να υπηρετήσεις αυτό το επαναστατικό-’τρομοκρατικό’ αν δεν έχεις αλλάξει τον εαυτό σου. Μιλάω γι’ αυτούς που αρνήθηκαν οποιαδήποτε σχέση, αυτούς που δεν έδειξαν τη συντροφική αλληλεγγύη στους υπόλοιπους. Αν δεν βρίσκεις την αλληλεγγύη σε τόσο ολιγάριθμες ομάδες με αυτά τα ιδανικά, πού στο διάολο θα τη βρεις; Στον όχλο;
Ο Σάββας Ξηρός είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία για την ιστορία της 17Ν, ένας κρατούμενος που όχι επειδή δεν μπορεί (γιατί όντως δεν μπορεί) αλλά επειδή δε θέλει να κάνει άσχημα πράγματα, είναι υπόδειγμα κρατουμένου. Μίσος έβγαλαν και υστερίες όσοι δεν ήθελαν να αποφυλακιστεί. Πειθαρχημένος άνθρωπος, με πολύ προχωρημένες ιδέες τις οποίες δεν φοβάται να πει. Η δική μου έκπληξη είναι ότι πολλές από αυτές έχουν επιβεβαιωθεί. Μου ‘χει πει και κάτι για τις τελευταίες εξελίξεις, αν γίνει κι αυτό, τι να πω πια.
Με το Χριστόδουλο Ξηρό συζητούσα κυρίως ιστορικά. Λίγοι Έλληνες ξέρουν την ιστορία από το ‘12 μέχρι σήμερα τόσο καλά. Τον γνώρισα στο νοσοκομείο κρατουμένων. Άλλο πράγμα ο Χριστόδουλος άλλο ο Σάββας. Θεωρώ ότι είχαν ασχοληθεί μαζί μου και ότι είχαν βγάλει καλύτερη απόφαση από αυτή που έχουν οι νεότεροι”.
Πυρήνες της Φωτιάς
“Την ανιδιοτέλεια αυτών των παιδιών εγώ την προσκυνώ. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να κρεμάσεις την κάπα σου από τα 19 και να πεις, εγώ πολεμάω για κάτι άλλο; Τεράστια απόφαση. Το ότι δε βολεύτηκαν πρέπει να το αναδείξουμε. Η ένστασή μου είναι στις προτεραιότητες που έβαλαν. Το μεγάλο λάθος είναι ότι πήγαν να μαζικοποιήσουν αυτό το πράγμα. Η 17Ν ήταν μόνο 20-30 άτομα. Από το 2011, είμαστε σε μια φάση που συναντιέται η ‘τρομοκρατία’ με το βαθύ ποινικό. Και δεν εννοώ τους επώνυμους ποινικούς, γιατί ενίοτε κι αυτοί μπορεί να παίξουν έναν ρόλο. Μιλάω για το’καθ’ ημάς’ του ποινικού. Γι’ αυτούς που έχουν προδώσει τη μάνα τους, τον πατέρα τους, τον φίλο τους, αλλά κυρίως τον εαυτό τους γινόμενοι ανυπόληπτοι. Αυτό το θέμα το έχει θίξει ο Λένιν στο ‘Κράτος κι Επανάσταση’: ‘Σε μια επαναστατική διαδικασία θα συνεργαστούμε με το λούμπεν, αλλά στόχος είναι να αφομοιωθεί το λούμπεν με εμάς και όχι εμείς με το λούμπεν’. Έχουν λυθεί αυτά. Εδώ τα έμπλεξαν τόσο πολύ που αν ήξεραν την ιστορία κάποιων απ’ τους συνοδοιπόρους τους, θα τους εκτελούσαν οι ίδιοι. Και δεν εννοώ μεγαλόσχημους που είχαν και μια τάση αριστερή. Στοχοποιήθηκα από τις σύγχρονες οργανώσεις γιατί τους περιόρισα τη δυνατότητα στρατολόγησης, αφοπλίζοντάς τους στη βάση ότι δεν είμαστε όλοι οι φύλακες το ίδιο”.
Παναγιώτης Βλαστός
“Δεν υπάρχει κρατούμενος σαν τον Παναγιώτη, ας λένε ό,τι θέλουν. Έχει γεράσει στις φυλακές. Ως τυχοδιώκτης κυνηγούσε τόσα χρόνια τα λεφτά και τώρα που τα βρήκε είναι μέσα. Δεν είπε ποτέ σε υπάλληλο να κάνει πέρα, δεν το έπαιξε ποτέ βεντέτα, δεν αδικόπραξε ποτέ εναντίον κρατουμένου.
Είναι ένας από τους φίλους που έχω στις φυλακές και λέω αυτόν, για τον οποίο οι περισσότεροι έχουν κακή άποψη, για να δείξω ότι τον τιμώ γι’ αυτό που έχει κάνει μες στη φυλακή. Είναι άνθρωπος. Δεν έχει ψειρίσει κανέναν, δεν έχει βαρέσει, δεν έχει πουλήσει ναρκωτικά. Αν θες την άποψη μου, δεν πιστεύω ότι είναι ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Γούσιου. Ίσως γιατί ξέρω ποιος μπορεί να είναι. Ο Παναγιώτης πάντως δεν είναι”.
Παλαιοκώστας/Ριζάι
“Στο πρώτο ελικόπτερο δεν έπρεπε τιμωρηθεί κανένας υπάλληλος. Στο δεύτερο φταίνε πολλοί, φταίει και η υπηρεσία μας. Δεν έπρεπε να βάλουν μαζί τον Ριζάι και τον Παλαιοκώστα. Αν ήταν αλλού ο ένας και αλλού ο άλλος, δεν θα έκοβε βόλτες το ελικόπτερο για να τους μαζέψει εναλλάξ. Εξάλλου, κανένας από τους δύο δεν θα μπορούσε να φύγει μόνος. Ο ένας έβαζε τη δύναμη πυρός και ο άλλος το χρήμα. Ο Παλαιοκώστας ήθελε απλά να φύγει. Είναι μια παραλλαγή του Βλαστού”.
Σορίν Ματέι
“Έφτασα μέχρι τη Νιόβης για να σώσω μια ζωή. Αν με άφηναν να μπω, η Γκινάκη θα ζούσε, εγώ αυτό ξέρω. Αυτοί είπαν ότι θα τον τελειώσουν οι ίδιοι για την τιμή της αστυνομίας. Με ρωτούσαν αν είναι αληθινή ή ψεύτικη η χειροβομβίδα, ενώ την είχαν δει οι ίδιοι. Εγώ ήξερα το χαρακτήρα του ανδρός. Ωραίος τύπος ήταν ο Ματέι, αλλά ‘έπινε’ ο μαύρος. Ήρθε από τη Ρουμανία, έχασε τον έλεγχο, μπήκε φυλακή, έγινε πρεζάκιας. Είσαι πρεζάκιας στη φυλακή; Είσαι τα πάντα. Δεν είσαι ο εαυτός σου, πίνεις ό,τι πίνεις και νομίζεις ότι είσαι ο Δίας και πετάς κεραυνούς. Είχα κάνει συμφωνία για τον Ματέι, δεν θα τους τον παρέδιδα εκεί. Θα τον πήγαινα στον Κορυδαλλό και θα τον ανέκριναν εκεί, γι’ αυτό και δε με άφησαν να μπω στο σπίτι.
Θα του έλεγα, “Σορίν, έλα βρε μαλάκα, σε ξέρω από μικρό παιδί, σε έλεγα πρόεδρο των κρατουμένων. Έλα να κάνουμε ένα τσιγαράκι και πάμε”. Θα τον έπαιρνα. Ούτως ή άλλως περνούσε η επήρεια των ναρκωτικών και είχα μαζί μου κι έναν κρατούμενο που ήταν δικός του. Θα αφήναμε τη γυναίκα στην άκρη και θα τελείωναν όλα.
Ασχημόνησαν οι αστυνομικοί στον Ματέι και έκανε έγκλημα ο Γιαννόπουλος που τον έφερε στις φυλακές για να κάνει το χατίρι του Ρωμαίου. Του το είπα στο τηλέφωνο. Μας τον έφεραν διασωληνωμένο και τσακισμένο στο ξύλο σε μια νοσηλευτική μονάδα που ακόμη και τα κοψίματα στο χέρι, τα στέλνουμε έξω. Πέθανε από αναρρόφηση. Όπου πήγαινε έτρωγε ξύλο και είχε και τα θραύσματα από τη χειροβομβίδα. Χτυπάς έναν άνθρωπο λιπόθυμο; Θα μου πεις, εδώ συλλαμβάνουν διαδηλωτή και του χρεώνουν αντίσταση κατά της αρχής και χίλια πράματα. Τώρα θα μάθουμε το ιμπέριουμ της εξουσίας”;
Κώστας Πάσσαρης
“Ο Πάσσαρης ήταν οπαδός του πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή της αυτοδικίας. Είχε μια τάση να ιδεολογικοποιήσει την παραβατικότητά του, το είχε ανάγκη ως άλλοθι. Διάβαζε. ‘Πραγματεία περί Βίας’, ‘Αφήγηση ενός Ναυαγού’, Τσόμσκι. Είχα κάνει έρευνα στο κελί του για να δω τι διαβάζει. Ήταν ένας άνθρωπος που πρώτα πυροβολούσε και μετά σημάδευε. Τον έφαγε κι αυτόν η κόκα. Δύσκολο παιδί, πολύ δύσκολο. Από τους Έλληνες κρατούμενους, ο πιο δύσκολος. Κατ’ αυτόν, είχαν σκοτώσει ένα φίλο του και είπε ότι θα σκοτώσει τρεις αστυνομικούς. Και ήταν συνεπής. Σκότωσε δύο και ο ένας, ο Φυσέκης, νεοδιόριστος υπάλληλος ο ανθρωπάκος, ευτυχώς επέζησε. Ξέρεις πόσα έχουν θαφτεί γύρω απ’ αυτό, μόνο και μόνο για την πληρώσουμε εμείς, οι φύλακες; Υπάρχουν τεράστιες ευθύνες της πολιτείας.
Θυμάμαι, του είχα πει άσχημα λόγια και τον είχα αφοπλίσει όταν πήγε να σκοτώσει τον Αϊδινιώτη στα τηλέφωνα, μαζί με άλλους δύο. Είχαν κόντρες δικές τους, το άκουσα από τον ασύρματο και μπήκα, παρότι ο υπάλληλος είχε κλειδώσει. Τυχερός ήμουν”, λέει και ξεφυσάει. Ακολουθεί μικρή παύση, κατά την οποία κουνάει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά σαν να μην πιστεύει τι έκανε. Ανάβει κι άλλο τσιγάρο, ρουφάει μια βαθιά τζούρα και συνεχίζει. Τα μάτια του έχουν μικρύνει. Ξαναπαίζουν τη σκηνή. “Τον αφόπλισα με τα χέρια και μου λέει επί τόπου: ‘παρακολουθώ τις χαμένες δυνατότητες του παρελθόντος να πλέουν δίπλα μου σαν τσακισμένα ναυάγια κι ένα από τα ναυάγια γράφει το όνομά σου. Θα σε σκοτώσω Αραβαντινέ’. Μ’ έβαλε στο μάτι. Έστειλε το Ραντουκάνου σπίτι μου. Μόλις πήγα να παρκάρω στην πυλωτή, τον κατάλαβα γιατί πήγε να κρυφτεί, βγήκα έρποντας από πίσω του και τον σημάδεψα με το πιστόλι. Έχω απέχθεια στα όπλα, αλλά λέω ας ρίξω μία αν χρειαστεί, μην πάω και ατουφέκητος. Ο Ραντουκάνου μου τα είπε όλα και τον άφησα να φύγει. Δεν ήξερα αν έκανα καλά. Την επόμενη μέρα, ο Πάσσαρης ζήταγε ακρόαση στο γραφείο μου. Δεν τον δέχτηκα και πήγα εγώ στο κελί του. Μου είπε, ‘ευτυχώς που έγινες φύλακας και δεν έγινες παράνομος. Έλεγα να σε σκοτώσω, αλλά άφησες το φίλο μου να φύγει, άρα τώρα, θα σκοτώσω όποιον σε πειράξει. Αυτό που έκανες, δεν θα το έκανα εγώ’. Όταν απέδρασε, με έπιασε ένα άγχος μην πιει τίποτα και ξεχάσει τι μου είχε πει”. Κάνω να χασκογελάσω, αλλά παραμένει σοβαρός. “Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, Ηλία”.
Μανώλης Δουρής
“Ο Δουρής ήταν αθώος, δεν το ‘χε κάνει αυτός. Πλέον, αυτό που λέγεται ‘άγραφος νόμος της φυλακής που τιμωρεί τους παιδεραστές’ έχει γίνει χειριστικό. Άλλο να ‘σαι ο Δουρής και να μην έχεις φράγκο και άλλο να είσαι φραγκάτος. Είμαι σίγουρος ότι ο Δουρής ήταν αθώος, γιατί μίλησα με αυτόν που το έκανε, μπήκε στη φυλακή ένα χρόνο μετά. Αυτήν την ιστορία, εκτός από μένα, την ξέρει και ο παπάς του Ναυπλίου. Το κάνανε έτσι οι ένοχοι, ώστε να καλύψουν την ανωμαλία τους και να μην πάρουν τις ευθύνες. Ο Δουρής και λόγω τραυματικών εμπειριών (συμμετείχε στην Κύπρο ως αλεξιπτωτιστής) και λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων, είχε μια χαλαροτάτης ηθικής οικογένεια, την οποία δεν μπορούσε να ελέγξει. Αλλά δεν έκανε αυτό για το οποίο καταδικάστηκε. Θα σου πω κάτι, κι ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Και σε μια παρόμοια με του Δουρή περίπτωση στα Καλύβια, ο πατέρας πήγε να το πάρει όλο πάνω του, αλλά οι μαρτυρίες ήταν αντίθετες. Ο Δουρής το πήρε πάνω του ίσως γιατί η αλήθεια τον πονούσε περισσότερο. Δύο ήταν εκείνοι που το κάνανε, δεν ήταν ένας. Δεν μπορούσε να γίνει με έναν. Τον υπόδικο ακόμα Δουρή βάραγε μες στην κλούβα ο Μαϊτός, ό,τι πιο ευτελές πέρασε από τις ελληνικές φυλακές, σε ένα άδοξο κυνήγι της χαμένης αθωότητας. Χτυπώντας τον, ο Μαϊτός έπαιρνε διαπιστευτήριο ότι δεν είναι σαν τον Δουρή, παρότι ήταν χειρότερος”.
Ανάμεσα στις ιστορίες των ανθρώπων που μου ‘χουν σηκώσει την τρίχα, τον ρωτάω πώς αντέχει να ξέρει και να κρατάει τέτοια μυστικά. “Ο Περίανδρος ο Κορίνθιος έλεγε ‘λόγων απορρήτων εκφοράν μη ποιού’. Ό,τι σου έχουν εμπιστευτεί ως μυστικό, μην το πεις ποτέ σου. Εκεί φαίνεται ο άντρας. Γι’ αυτό ένα κομμάτι της αστυνομίας με κυνηγούσε πάντα. Γιατί ήξερε ότι μπορώ να τους χαρίσω γαλόνια. Όπως έχω ξαναπεί όμως, ‘ακούστε μπάσταρδοι, τους φυλάω, δεν τους ρουφιανεύω”.
Βαγγέλης Ρωχάμης
“Συμβολική φυσιογνωμία της πάλαι ποτέ ελληνικής παρανομίας. Είμαστε φιλαράκια με το Βαγγέλη, με παίρνει τηλέφωνο από εκεί που είναι, έχει μια καντίνα στο Λευκαντί στην Εύβοια, κι έτσι βιοπορίζεται ο άνθρωπος. Ήταν κολλημένος με τις αποδράσεις, είχε κάνει τέσσερις-πέντε. Τα ΜΜΕ τον είχαν πιάσει κορόιδο, όπως έπιασαν κι εμένα. Είχε καταντήσει με τα ναρκωτικά προς το τέλος, αλλά τον έσωσα τελευταία στιγμή”.
Νίκος Κοεμτζής
“Ο μεγαλύτερός μου δάσκαλος. Αυτός μου έμαθε τη φυλακή. Είχε έναν σπουδαίο ρόλο μέσα, εξισορροπούσε τις κόντρες και τον σέβονταν, αν και οι πιο νέοι που δεν ήξεραν το μύθο του, δεν τον σέβονταν και τόσο. Έκατσε 23,5 χρόνια μέσα. Όταν διορίστηκα, υπήρχε η θεωρία του κάρβουνου για τους κρατουμένους. Η θεωρία έλεγε ότι αν πιάσεις το κάρβουνο αναμμένο, καίγεσαι και ότι αν το πιάσεις σβηστό, μουτζουρώνεσαι. Αυτή η θεωρία πρότεινε να μην έχουν καμία επαφή οι φύλακες με τους κρατουμένους. Ο Κοεμτζής, που ήταν και φίλος του πατέρα μου, με βοήθησε να σπάσω αυτό το πράγμα και να εξελιχθώ. Δεν υπάρχουν ‘από δω’ και ‘από κει’ στη φυλακή”.
Τα ανήλικα και οι 9 μήνες ως φυλακισμένος
Το 2005, με τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία και τους συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ να μην τρέφουν τα πιο ευγενή αισθήματα προς το πρόσωπό του, ο Αραβαντινός παίρνει απόσπαση για τις φυλακές Ανηλίκων στον Αυλώνα. “Σου λένε, αν πάει εκεί και φτιάξει τη φυλακή, θα έχουμε κέρδος. Αν πάει και αποτύχει, τελειώνουμε μια και καλή με τον Αραβαντινό. Με έστειλαν σε μια φυλακή που δε μιλιόμουν με τον διευθυντή και τέσσερις από τους φύλακες”. Παρότι το έργο του στα Ανήλικα δεν ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ο ίδιος έμεινε εκεί μέχρι το 2009.
“Το έβρισκα υποτιμητικό στην αρχή. Έλεγα εδώ τα έχω βάλει με βράχους, τώρα θα επιβλέπω τα πιτσιρίκια; Από την άλλη, αυτή είναι η δουλειά μου, έτσι ζω την οικογένεια, δεν έχω άδηλους πόρους. Ευτυχώς που πήγα, γιατί εκεί έμαθα το 1/3 της δουλειάς που δεν γνώριζα”.
Η βία στα Ανήλικα ήταν χειρότερη. Μπροστά στους ανήλικους κρατούμενους, ωχριούσαν και οι πιο σκληροί ενήλικες. Βιασμοί, καψόνια, ξυλοδαρμοί, βασανισμοί, ναρκωτικά. “Όλοι πιωμένοι ήταν. Ανέβαιναν πάνω, μου ‘λεγαν ‘γεια σου κύριε Παναγιώτη’, κατέβαιναν, μου ‘λεγαν ‘γεια σου κύριε Χρήστ’ο. Που και που πετύχαινε κανείς το όνομά μου. Ήταν πιωμένοι σαν τα κοτόπουλα”. Το πρώτο τρίμηνο εκεί, πέρασε πολύ δύσκολα. Οι ανήλικοι του είχαν πάρει τον αέρα. Σαν να μισοδείχνει έναν κρυφό άσο κάτω από το μανίκι, μου λέει για την ευλογία που είχε όπου κι αν δούλεψε τα τελευταία χρόνια. Την ευλογία του Χριστόδουλου. Προς ένδειξη ευγνωμοσύνης στο πρόσωπο του μακαριστού, ο Αραβαντινός έφτιαξε την Αγιά Σοφιά μες στις φυλακές Κορυδαλλού, πριν δεκατέσσερα χρόνια. “Ήρθε και ο ίδιος ο Χριστόδουλος όταν την τελείωσα. Τεράστια προσωπικότητα, τον γνώρισα όταν ήταν επίσκοπος στην Κασσαβέτεια, μια φορά που πήγα να μιλήσω στους υπαλλήλους. Κατά μία έννοια, είμαι θρήσκος. Δεν πιστεύω στις μεταφυσικές ακρότητες των θρησκειών, αλλά είμαι κοντά στις θρησκείες που αναδεικνύουν την ανθρώπινη ευθύνη ως κυρίαρχη αναφορά. Αν είχα την επιλογή του τι θα βαφτιστώ, πάλι ορθόδοξος θα διάλεγα. Τέλος πάντων. Στους ανήλικους παρήγαγα έργο, δεν ήθελα να φύγω. Έρχονταν οι πατεράδες και μου φιλούσαν το χέρι. Έφτιαξα γήπεδα, έβαλα όλα τα παιδιά σε πρόγραμμα παχύνσεως, σταμάτησα τα ναρκωτικά. Ανέπτυξα πολύ καλή σχέση με τους γονείς και σώσαμε παιδάκια”.
Μπορεί να δικαιώθηκε ομόφωνα το ‘96 σχετικά με το αν χρέωσε περισσότερα μεροκάματα στον μεγαλέμπορο ναρκωτικών Ζεκερίδη ώστε να αποφυλακιστεί νωρίτερα, αλλά ο Αραβαντινός πέρασε προσωρινά στην άλλη άκρη. Ο Χριστόδουλος -και ο χουντικός Δημήτρης Ιωαννίδης- ήταν δύο από τους πολλούς που έγραψαν επιστολή στον Αραβαντινό για να τον πείσουν να διακόψει την απεργία πείνας, την οποία ξεκίνησε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τις εις βάρος του κατηγορίες. Έκανε εννιά μήνες φυλακή στο Ναύπλιο, σε ένα θάλαμο με εικοσιπέντε κρατούμενους. “Πήγαν να με βάλουν στο πειθαρχείο για να μη με χτυπήσουν οι κρατούμενοι, αλλά αρνήθηκα. Τους είπα ότι δεν έχω πρόβλημα, ας έρθει όποιος θέλει να με χτυπήσει. Μου είχαν βάψει και το κελί της απομόνωσης. Τελικά, πλακώθηκα με έναν κρατούμενο γιατί με έβριζε άσχημα χωρίς να με γνωρίζει κι έτσι κατέκτησα την παρουσία μου στο προαύλιο της φυλακής για να παίζω μπάλα. Οι συγκρατούμενοι δεν με είπαν ποτέ Αντώνη. Με έλεγαν ή κυρ-Αντώνη ή αρχιφύλακα. Άσε που στο ποδόσφαιρο δεν με μάρκαραν σκληρά και τσαντιζόμουν”.
Σε άλλες, μεταγενέστερες εντεταλμένες υπηρεσίες, ο υπουργός Χατζηγάκης έστειλε τον Αραβαντινό στις φυλακές Δομοκού το 2008, ‘στο μπουρδέλο της Βασίλως’ όπως το βαφτίζει ο ίδιος, για να στρώσει την κατάσταση. Για πέντε μήνες, ήταν ταυτόχρονα αρχιφύλακας σε δύο φυλακές. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη στα Ανήλικα, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στο Δομοκό. “Δούλευα πέντε μήνες χωρίς ρεπό και τις περισσότερες νύχτες κοιμόμουν μες στη φυλακή του Δομοκού. Με τον ίδιο μισθό, ούτε καν τα έξοδα δεν πλήρωναν. Μ’ έριξε στο φιλότιμο ο Χατζηγάκης. Όχι τίποτα άλλο, αλλά να βλέπουν πόσο βολεύονται οι συνδικαλιστές, όπως νομίζουν κάποιοι. Δεν έχω πάρει ούτε μια μέρα συνδικαλιστική άδεια”.
“Δεν τα παίρνω μπάσταρδοι”
Λίγο οι τόνοι παρασκηνίου που εμπλέκουν το όνομά του, λίγο οι στενές σχέσεις του με ‘διάσημους’ κρατούμενους και η τόσο ενεργής παρουσία του στο ΠΑΣΟΚ, κατέστησαν αυτονόητο ότι ο Αραβαντινός θα ταυτιστεί στη συλλογική συνείδηση, όχι απλά με τον Κορυδαλλό, αλλά κυρίως με τη διαπλοκή. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε εξάγει το λυτρωτικό συμπέρασμα ότι δεν μπορεί, από κάποιον/κάποιους πρέπει να τα παίρνει χοντρά. Δεν πιστεύω ότι εκνευρίζεται μ’ αυτό το συμπέρασμα, παρότι τα μάτια του πετάνε φωτιές όταν μιλάει γι’ αυτά. Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ανυπομονεί για κάθε πάσα που θα του επιτρέψει να θυμίσει ‘στους μπάσταρδους’ πάσης προελεύσεως ότι δεν τα παίρνει.
“Με κατασυκοφάντησαν τα κυκλώματα εισαγωγής ναρκωτικών, οι εργολάβοι και οι προμηθευτές. Τους είχα γαμήσει. Ήθελαν 520 εκατομμύρια δραχμές για να φτιάξουν την πέμπτη πτέρυγα και την έφτιαξα με λιγότερα από 18. Έφτασα να πω στο Γιαννόπουλο, που με είχε σαν παιδί του κι εγώ σαν πνευματικό, ότι ‘ή κλέβεις ή σε κλέβουν’. Πήγε να με χαστουκίσει. Του λέω θα φτιάξω εγώ την πέμπτη πτέρυγα με τους κρατούμενους. Μου λέει, πόσα θες; Με έπιασε εξαπίνης, δεν είχα υπολογίσει το κόστος. Για να μην εκτεθώ, του λέω 60 εκατομμύρια. Δίνει εντολή, μου κόβουν επιτόπου το ποσό σε χρηματικό ένταλμα προπληρωμής. Με ρωτάει σε πόσο χρόνο θα την έχω έτοιμη. Οι άλλοι του έλεγαν σε οκτώ μήνες, εγώ λέω στη μέση, σε τέσσερις. Τελείωσα σε τρεις μήνες, χάλασα 17.800.000 δραχμές και όταν του απέδωσα το λογαριασμό και τα λεφτά που περίσσεψαν, τρελάθηκε. Γι’ αυτό είχε αυτήν την άποψη για μένα. Το 2000, έκανα το ίδιο με τον Αυλώνα. Ζητούσαν 290 εκατομμύρια και τον έφτιαξα με 11. Έπαιρνα με το αμάξι μου τους κρατούμενους από δω, τους πήγαινα εκεί, δουλεύανε και τους ξανάφερνα. Επειδή υπήρχε ένα ρίσκο στη μετακίνηση, ζήτησα από το Γιαννόπουλο να φτιάξει ένα χώρο για να κοιμούνται οι κρατούμενοι και να τους δώσω ένα μεροκάματο παραπάνω. Έτσι, για να κόψω τους μπάσταρδους τους εργολάβους. Όταν πήγα στο ψυχιατρείο, χάλαγαν κάθε βδομάδα τα ψυγεία. Έφτιαξα μητρώο μηχανημάτων, έβαλα τους τεχνίτες και υπέγραψαν, έστειλα κάνα δυο κατηγορούμενους και ως δια μαγείας, δεν ξαναχάλασαν τα μηχανήματα.
Μου λέει ένας του υπουργείου, ‘ρε μαλάκα γύρισες πίσω τα λεφτά’; Ναι τα γύρισα. Για να δικαιούμαι να τους λέω ‘δεν τα παίρνω μπάσταρδοι’. Τρεις φορές έχουν ανοίξει τους λογαριασμούς μου. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να μειώσουν τη δανειοληπτική μου ικανότητα, γιατί είδαν πόσα λίγα έχω. Άνοιξαν τα υποθηκοφυλάκια σε όλη τη χώρα! Ούτε για τον Τσοχατζόπουλο ούτε γι’ αυτούς που λιάνισαν το δημόσιο χρήμα, δεν τα άνοιξαν. Το να πεις ότι δεν τα παίρνεις δε σημαίνει τίποτα. Σημασία έχει να στα δώσουν και να μην τα πάρεις. Μια άλλη φορά μου έδιναν δύο εκατομμύρια δολάρια. Πάλι δεν τα πήρα. Μου τα ‘δινε ο Ηλίας Ντάλι, ένας κρατούμενος που είχε μεταξύ άλλων και τα flying dolphin που πήγαιναν στη Μύκονο από τη Ραφήνα. Μου έδινε τα λεφτά με αντάλλαγμα να τον βάλω στα μαγειρεία, ώστε να δραπετεύσει από κει. Είχα βγει τότε στον Χατζηνικολάου και προειδοποίησα ότι σύντομα θα γίνει απόδραση με ελικόπτερο. Είχα μάθει ότι θα φέρει πλαστές αποφάσεις ότι τάχα έχει δικαστήριο στη Σύρο. Θα τον έπαιρνε ελικόπτερο την ώρα που θα ήταν στο καράβι. Έβλεπα ότι έχουν αρχίσει να έρχονται κρατούμενοι παγκοσμίου ενδιαφέροντος στις φυλακές. Με χλεύασαν τότε για το ελικόπτερο. Όταν, επτά χρόνια μετά, έγινε η πρώτη απόδραση με ελικόπτερο, προς τιμήν του ο Χατζηνικολάου έπαιξε το βίντεο εκείνης της εκπομπής. Μη στα πολυλογώ, ο Ηλίας Ντάλι αποδείχτηκε ότι ήταν ταγματάρχης της Μοσάντ. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν ήταν τίποτα μπροστά του”.
Κεφάλαιο Ναρκωτικά
Ο πιο ασφαλής τρόπος να κατηγορήσεις έναν φύλακα ότι είναι διεφθαρμένος είναι το ζήτημα των ναρκωτικών. Το εμπόριο γίνεται κανονικότατα από και προς τις φυλακές, άνθρωποι πλουτίζουν, άνθρωποι πεθαίνουν, κάτι γίνεται πολύ λάθος. Ο Αραβαντινός δεν πετάει την ευθύνη από πάνω του. Συμφωνεί ότι φταίνε και οι φύλακες και υπογραμμίζει ότι η διακίνηση των ναρκωτικών από έξω προς τα μέσα έχει αναχθεί σε επιστήμη. Το να βρεθούν οι φύλακες-βαπόρια και να απολυθούν δε φτάνει. Το θέμα έχει βαθιές, υπόγειες προεκτάσεις που σφίγγουν το στομάχι.
“Ακόμη κι απ’ την κοινωνία του πανελέγχου του Όργουελ, ένα ζευγάρι δραπέτευσε. Αν η πολιτεία είχε επιλογή να μην περνάει τίποτα και να μην αποδρά κανείς, θα έκανε φυλακές κονσέρβες. Ο στόχος δεν είναι αυτός, ο στόχος είναι να είναι οι φυλακές ανθρώπινες. Όσο πιο ανθρώπινη γίνεται μια φυλακή λοιπόν, τόσο πιο ευάλωτη είναι στο να δολιευθεί. Η δολίευση της λειτουργίας γίνεται με αυτοτελείς, ευρηματικές συμπεριφορές και ενέργειες των κρατουμένων, των συγγενών, των λοιπών επισκεπτών, αλλά και από τους δόλιους φύλακες που κατά καιρούς έχουν υπάρξει. Δεν γίνεται να είσαι βρώμικος φύλακας και να κάνεις καριέρα πάνω από δυο-τρεις μήνες χωρίς να σε μάθουν. Μπορεί να αργήσουν να σε πιάσουν, αλλά όλοι ξέρουν ποιος τα παίρνει και ποιος δεν τα παίρνει. Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα. Οι μισοί που έχουν συλληφθεί είναι μετά από υπόδειξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Από εκεί και πέρα, τα ναρκωτικά έμπαιναν, μπαίνουν και θα μπαίνουν στη φυλακή και χωρίς τη βοήθεια των φυλάκων. Είναι απίστευτοι οι τρόποι που βρίσκουν οι κρατούμενοι ή οι επισκέπτες. Τα βάζουν σε φαγητά, σε γράμματα, σε μπολ που βλέπεις κανονικά αλλά είναι δίπατα, τα ράβουν στα ρούχα, στις βάτες, τα χώνουν σε τακούνια, σε παπούτσια, τα βάζουν στον πωπό τους. Δεν έχουμε μηχανήματα να τα ελέγξουμε αυτά.
Υπάρχει μια ειδική κόλλα, η κρυσταλιζέ νούμερο 4, η οποία παίρνει το χρώμα αυτού στο οποίο κολλάει. Είχαν κάνει εγχείρηση σε μια ντομάτα με εργαλεία, είχαν βγάλει το μίσχο με νυστέρι, έβγαλαν τη σάρκα με το εργαλείο για τα γεμιστά, τη γέμισαν με ηρωίνη μέσα σε καπότες, κολλήσανε το μίσχο και το κοτσάνι και έπιανες την ντομάτα και ήταν σφιχτή, δεν καταλάβαινες τη διαφορά.
Άλλο παράδειγμα. Παίρνουν ένα κομμάτι κρέας, το σκίζουν στη μέση, το κουφώνουν, το γεμίζουν ναρκωτικά, το ράβουν, το ψήνουν, το βγάζουν, κόβουν τα ράμματα και το ξαναβάζουν να ψηθεί για να μη φαίνονται οι τρυπούλες. Εσύ πρέπει να το σκίσεις αυτό το κομμάτι το κρέας για να δεις ότι έχει ναρκωτικά. Αν σκίσεις το κρέας όλης της φυλακής, τη γάμησες. Επίσης, δεν βάζουν όλοι μέσα ναρκωτικά. Παίρνουν οι πιο ισχυροί τηλέφωνο τη μάνα ενός αδύναμου και της λένε ‘μωρή καριόλα θα φέρεις μέσα αυτό, αλλιώς θα βιάσουμε το γιο σου’. Ξέρεις πόσες μαύρες μάνες έβαλαν ναρκωτικά για κάποιον άλλο κι έχουν δικαστεί; Για να αποφευχθεί αυτό, εφάρμοσα άλλα, δικά μου. Δεν αδίκησα ανθρώπους, δεν υπήρξα δόλιος φύλακας”.
Τρομακτικά οριακές καταστάσεις
Νομίζω πως δεν χρειάζεται καμία εισαγωγή εδώ.
“Έχω κάνει πολύ οριακά πράγματα, αλλά δεν με πρόδωσαν οι κρατούμενοι. Μες στη φυλακή με πρόδωσαν κάποιες φορές, αλλά ποτέ σε οριακές φάσεις, όπως τότε με τον Ματέι. Κάποιοι ζητούσαν απ’ το Γιαννόπουλο 24 εκατομμύρια για να μεταφέρουν το αρχείο του Ειρηνοδικείου από τη Σταδίου στη Νικηφορίδου κι εγώ έπαιρνα κρατούμενους με το αμάξι που μεταφέρουμε ψωμιά και το μετέφερα τσάμπα. Έβγαζα έξω πέντε ισοβίτες, όλοι τους παλαιστικοί. Ποιους να βάλω να κουβαλήσουν; Τους απατεώνες; Συνειδητοποίησα μια φορά ότι είχα βγάλει έξω έντεκα ισόβιες ποινές. Άκου να δεις, πρέπει να ρισκάρεις. Είχε να βγει ο άλλος οχτώ χρόνια απ’ τη φυλακή, τον έστελνα μου πάρει τσιγάρα, τον κοίταγα από το μπαλκόνι και φοβόταν να περάσει απέναντι. Έκανε τρία λεπτά για είκοσι μέτρα. Όταν τελειώσαμε, επειδή έφυγαν τα φορτηγά και στο αμάξι μου δεν χωρούσαν όλοι, έδωσα 20 ευρώ σε έναν να πάρει ταξί και να επιστρέψει”.
(Βεβαιώσου ότι έχεις καταλάβει τι διαβάζεις και συνέχισε).
“Μπαίνω στη Ζήνωνος και περιμένω να δω τι θα κάνει. Παίρνει το ταξί, περνάει από μπροστά, βγαίνουμε κι εμείς από πίσω και τον ακολουθούμε. Φτάνουμε στον Κορυδαλλό, μπαμ, γυρίζω από πάνω και τον περιμένω να εμφανιστεί στην πύλη μέσα σε μισό λεπτό. Περνάει ένα λεπτό, περνάνε δύο, περνάνε τρία, λέω, πάει την πάτησα. Κάποια στιγμή, πάνω στο πεντάλεπτο, τον βλέπω να ανεβαίνει με τα πόδια. Μου λέει, ‘άκου, σε όλο το δρόμο δεν σκέφτηκα τίποτα, αλλά μόλις κατέβηκα από το ταξί, στάθηκα στο φανάρι και για τρία λεπτά ήμουν στο ‘να φύγω ή να μη φύγω’. Αλλά δεν μπορούσα να στο κάνω αυτό κυρ-Αντώνη’. Μιλάμε για απίθανες καταστάσεις. Ναι, θα έβρισκα τον μπελά μου αν έφευγε, αλλά θα αναλάμβανα την ευθύνη”.
Μιλώντας για τις φορές που χρειάστηκε να παραφερθεί, στη συζήτηση μπαίνει (πιο καθυστερημένα απ’ όσο περίμενα) το πραγματικό ξύλο.
“Έχει πέσει ξύλο στις φυλακές. Και στα ανήλικα έπεσε. Το ξύλο είναι η έσχατη λύση. Δεν χτύπησα ποτέ κρατούμενο επειδή τα έβαλε με την υπηρεσία. Χτύπησα γιατί έβαζαν ναρκωτικά, χτύπησα γιατί έκαναν τοκογλυφίες, χτύπησα γιατί αδικούσαν συγκρατούμενούς τους. Όσες φορές κατηγορήθηκα ότι χτύπησα, πήγα στο δικαστήριο και το παραδέχτηκα. Κάθε φορά που χτυπούσα κάποιον, πήγαινα σπίτι μου και ξερνούσα. Μου ‘λεγε η γυναίκα μου, ‘σταμάτα αφού δεν το αντέχεις’. Φοβερό στήριγμα η Μαρία, στάθηκα πολύ τυχερός που έχω αυτή τη γυναίκα. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα για τους υπαλλήλους. Κι εγώ έχω φάει ξύλο. Ποιος σου ‘πε ότι δεν έχω φάει”;
“Αν στις μεγάλες κόντρες, οι κρατούμενοι έπαιρναν χαμπάρι πόσο πήλινα πόδια είχα, θα με είχαν καθαρίσει. Επειδή δεν το πήραν χαμπάρι, δημιουργήθηκε ο μύθος μου στις φυλακές. Αν ψήφιζαν οι κρατούμενοι, θα έπαιρνα το λιγότερο 80%. Αν ψήφιζε η κοινωνία, θα έπαιρνα 20”.
H περιβόητη πισίνα
Αναλύοντας τις ελληνικές φυλακές και λίγο πριν με οδηγήσει με το αυτοκίνητό του στο Ψυχιατρείο, τον ρώτησα τι πιστεύει για παράδειγμα για τις νορβηγικές φυλακές, ειδυλλιακές εικόνες των οποίων είδαμε μετά τη θηριωδία του Μπρέιβικ. Γίνεται έξαλλος, φωνάζει σαν να του πάτησες τον κάλο. “Αυτό είναι διαστροφή”, μου λέει. “Αν αυτό ισχύσει στην Ελλάδα, θα έχουν χιλιάδες άνθρωποι λόγο να σκοτώσουν για να μπουν στη φυλακή. Ποιος σωφρονισμός; Αυτό είναι διανοητική πλαστογραφία των πολιτικών στους υπηκόους τους. Δε γίνεται παιδί μου αυτό, δεν πρέπει να γίνεται. Μπροστά θα πάει το άλογο και πίσω θα πάει το κάρο”; Παρά τα δεδομένα προβλήματα που αναλύουμε τόση ώρα, έχει την όρεξη και την ενέργεια να υποστηρίξει ένθερμα ότι οι ελληνικές φυλακές είναι οι πιο προοδευτικές στον κόσμο.
“Ο χώρος στον οποίο έγινε η πισίνα ήταν ένας χώρος που έζεε, ένας σκουπιδότοπος, για τον οποίο διαμαρτύρονταν οι επισκέπτες. Εγώ ήθελα οι κρατούμενοι να κάνουν επισκεπτήριο σε έναν χώρο που δεν θυμίζει φυλακή, γιατί πολλών τα παιδιά δεν ήξεραν ότι ο μπαμπάς τους είναι φυλακισμένος. Είχα χήνες, πάπιες, γεράκια, ακόμα και κροκόδειλο είχα, αλλά μου ψόφησε. Μετά τα επισκεπτήρια έκανα αυστηρή έρευνα στον κρατούμενο, αλλά το σέβονταν απόλυτα. Την πρώτη μέρα που φτιάξαμε την πισίνα ήρθε ο Καζάκος, δεκατέσσερα χρόνια μέσα, και μου λέει, ‘να βουτήξω; Έχω να κάνω μπάνιο τόσα χρόνια’. Ήταν έξι-επτά κρατούμενοι μαζί του, δούλευαν και τους λέω, μπείτε όπως είστε. Έχω βγάλει και φωτογραφία να την έχω.
Οι ελληνικές φυλακές είναι οι πιο προοδευτικές στον κόσμο. Είναι ανοικτές τουλάχιστον δέκα ώρες τη μέρα. Οι κρατούμενοι μπορούν να παίξουν στα γήπεδα, να πάνε στα εντευκτήρια. Είναι αλήτικη και προβοκατόρικη η αναφορά ότι το σωφρονιστικό σύστημα της χώρας είναι απάνθρωπο. Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί όλοι οι κρατούμενοι της κεντρικής Ευρώπης, που έχουν δικαίωμα με μια αίτηση να εκτίσουν την ποινή στη χώρα τους, προτιμούν να κάτσουν στην Ελλάδα”; Μήπως είναι κι αυτοί σε vip κελιά, όπως ο Τσοχατζόπουλος ή ο Ψωμιάδης; Μήπως γι’ αυτό δεν θέλουν να φύγουν από δω, ρωτάω.
“Δεν υπάρχουν διαφορετικά κελιά. Αυτό είναι ένα ψέμα. Όλα τα κελιά είναι είτε 9,5 τετραγωνικά είτε 11 μαζί με την τουαλέτα. Αυτό που μπορεί να κάνει ο κάθε Τσοχατζόπουλος είναι να βελτιώσει το κελί του. Μπορεί στα επισκεπτήρια να του φέρνουν σατέν σεντόνια. Τα ίδια θα φέρουν στο φραγκάτο σε ένα επισκεπτήριο και τα ίδια σε έναν φτωχό”;
“Ο πλούσιος πάντα θα περνάει καλύτερα από τον φτωχό γιατί μπορεί να ψωνίσει περισσότερο. Όπως και να ‘χει, όλοι οι κρατούμενοι μπορούν να παραγγείλουν ό,τι έχει ο Σκλαβενίτης, εκτός από αλκοόλ”. Μου εξηγεί με μια σιγουριά που σε υπνωτίζει ότι η ΣΤ’ πτέρυγα, στην οποία είναι όλοι οι vip, δεν φτιάχτηκε για να περάσουν ωραία αυτοί, αλλά “γιατί δεν γίνεται να βάλεις τα σκυλιά με το λουκάνικα. Ένα διάστημα είχαμε βάλει κι άλλους στη ΣΤ’ και τους γδάρανε τους vip. Ανεξαρτήτως της ηθικής μας, δεν έχουμε δικαίωμα να ξαναδικάσουμε κανέναν ούτε να αφήσουμε κάποιους να τους ξαναδικάσουν. Κανείς δεν έχει το δικό του, ατομικό κελί. Στου Τσοχατζόπουλου είναι και δύο Αλβανοί, κυνηγημένοι από άλλες ακτίνες, που τώρα το παίζουν μάγκες στη ΣΤ’. Έτσι πάει”.
Τα κομπλιμέντα του αρχιφύλακα για τις ανθρώπινες συνθήκες του Κορυδαλλού με υποχρέωσαν να ζητήσω το σχόλιο του για το Κολαστήριο. Ήταν άμεσος, ήταν σαν να απαντά με κεκτημένη ταχύτητα.“Και λίγα λένε οι κρατούμενοι. Είναι ακόμα χειρότερες οι συνθήκες. Άνθρωποι ακρωτηριασμένοι, ετοιμοθάνατοι. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα Ηλία, απ’ το να πεθάνεις στη φυλακή. Πας σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Οι πολιτικοί φταίνε που έχουν θέσει το ηλίθιο ιδεολογικό δόγμα ‘για να ανοίξει μια φυλακή, πρέπει να κλείσει ένα σχολείο’. Έχουμε 98% κενές οργανικές θέσεις στους γιατρούς! 98%! Πώς θα έρθουν να δουλέψουν εδώ χωρίς κίνητρα”;
Έξω απ’ το κελί του Σεχίδη, τελειώνουν οι ανάσες
-
“Ο Σεχίδης είναι σαλεμένος, είναι η κατάντια της ελληνικής δικαιοσύνης. Τον δίκασαν σαν να είχε σώας τα φρένας. Είναι δυνατόν; Είναι στο Ψυχιατρείο, τον βλέπω κάθε μέρα. Είχαμε και φοβερό διάλογο τις προάλλες:
-Αφού εγώ είμαι ο μόνος κληρονόμος ρε Αντώνη, γιατί δεν μου έδωσαν την περιουσία;
-Αφού τους σκότωσες όλους ρε.
-Όλους; Όχι. Δεν τους σκότωσα όλους.
Ποιος ξέρει ποιον άλλον είχε βάλει στο μάτι. Όταν ανέλαβα το Ψυχιατρείο, τους είχαν κλειδωμένους σαν τα ζώα. Τους έφτιαξα προαύλιο δικό τους. Κοινωνικοποίησα λίγο τον Σεχίδη, αλλά ειδικά οι κρατούμενοι της πτέρυγάς του είναι σταθερά σε φαρμακευτική καταστολή. Αν δεν πάρουν τα φάρμακά τους, άστο. Πιο πάνω, έχουμε κρατούμενους με περισσότερο σώας τας φρένας και στον δεύτερο όροφο είναι και οι τελείως φυσιολογικοί που κάνουν τις δουλειές, μαγειρεία, υδραυλικά, ηλεκτρολογικά”.
Η απόσταση από τα γραφεία της ΟΣΥΕ μέχρι το Ψυχιατρείο είναι τρία λεπτά με το αυτοκίνητο. Οι ζώνες στο αυτοκίνητο του αρχιφύλακα είναι κουμπωμένες για να μην κουδουνίζει αυτό το σπαστικό ‘μπιπ μπιπ μπιπ’ που κουδουνίζει όσο δεν δένεις τη ζώνη σου. Κάθομαι πάνω της. Κάνει έτσι, και μου δείχνει το όπλο του, αυτό με τον οποίο σημάδεψε τον Ραντουκάνου. Είναι μαύρο και μοιάζει με ψεύτικο. Δεν είναι. Στη διαδρομή μου μιλάει για την άρτια μηχανογράφηση των κρατουμένων στο Ψυχιατρείο. “Θα σου δείξουν τα παιδιά. Υπάρχουν τα πάντα περασμένα στο σύστημα. Οι κρατούμενοι, η φαρμακευτική τους αγωγή, τα ραντεβού που ζητούν από τους γιατρούς”.
Φτάνοντας στο Ψυχιατρείο, κάθεται στο γραφείο και φωνάζει έναν φύλακα για να με ξεναγήσει. Είμαι μες στη φυλακή. Αποτελείται από τρεις οροφοδιαδρόμους. Στον κάτω, στο ισόγειο είναι οι πιο βαριά ασθενείς. Οι διάδρομοι μοιάζουν με αυτούς ενός φροντιστηρίου. Στο σχήμα, όχι σε τίποτε άλλο. Οι πόρτες των κελιών είναι βαμμένες στα χρώματα που έχει ζητήσει κάθε κρατούμενος. Μου το ‘χει πει νωρίτερα. Σε άλλες υπάρχει η σημαία της ΑΕΚ, σε άλλες του Ολυμπιακού, σε άλλες το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλες είναι απλά μπλε, πράσινες, κόκκινες ή κίτρινες. Πάνω σε κάθε πόρτα, υπάρχει ένα μεγάλο μάτι για να τσεκάρουν οι φύλακες τι συμβαίνει μες στο κελί.
Τα κελιά από τη δεξιά πλευρά χωράνε δύο κρατούμενους, τα κελιά από την αριστερή πλευρά, οι λεγόμενοι ‘θάλαμοι’, χωράνε μέχρι και πέντε. Κοιτάζω μέσα από ένα μάτι και βλέπω τέσσερα κρεβάτια στη σειρά. Το τρίτο από αριστερά είναι ξεχαρβαλωμένο. Στα υπόλοιπα είναι ξαπλωμένοι κρατούμενοι, και οι τρεις κάτω από 40. Ο ένας διαβάζει, ο άλλος παίζει με κάτι σαν ηλεκτρονικό και ο άλλος κοιμάται. Δεν ξέρω πόσες ανάσες έπαιρνα μέχρι να μπω στη φυλακή, αλλά τώρα παίρνω λιγότερες. Σχεδόν δεν παίρνω. Και να φανταστείς, οι κρατούμενοι είναι στα κελιά τους. Ο Χρήστος, ένας φύλακας σαφώς πιο νέος από μένα και με φάτσα που φωνάζει ‘καλό παιδί’, απαντά σε ό,τι κι αν ρωτήσω. Περπατώντας στον πιο ήσυχο διάδρομο, τον ρωτάω πώς μπορεί να δουλεύει εδώ. Δεν μου απαντάει κάτι σαφές. Απλά συνηθίζεις, λέει. Με πηγαίνει σε έναν μεγάλο χώρο, σε κάτι σαν το ΚΨΜ της φυλακής. Εκεί υπάρχει ένα κυλικείο, άπλετος χώρος για να καθίσουν οι κρατούμενοι και ένας προτζέκτορας που εγκατέστησε ο Αραβαντινός για να βλέπουν ταινίες. Ο Χρήστος μού λέει πως το σινεμά δεν έχει μεγάλο σουξέ σ’ αυτήν την ακτίνα και σιγά σιγά ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο. Οι όροφοι χωρίζονται μεταξύ τους με ένα σωρό κάγκελα. Φυλακή.
Στον πρώτο, υπάρχουν τρεις-τέσσερις κρατούμενοι έξω από τα κελιά τους. Σφίγγομαι. Και φαίνεται. Νιώθω έναν να μας πλησιάζει αργά, χωρίς βιασύνη. Σταματάει ακριβώς από πίσω μου και ενημερώνει τον Χρήστο ότι κατεβαίνει μέχρι το φαρμακείο, σαν παιδί που ενημερώνει τον μπαμπά για κάθε του κίνηση, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις και τιμωρίες. Από τη στιγμή που περνάω τα κάγκελα του δεύτερου, του ορόφου των εργατών, δηλαδή των κρατουμένων που έχουν σώας τας φρένας, ακούω συνέχεια ένα ‘γκνταπ, γκνταπ, γκνταπ’. Κάνω ότι δεν το ακούω. Στο βάθος της ακτίνας υπάρχουν απλωμένα ρούχα και ένα ζευγάρι παπούτσια που στεγνώνουν. Το ‘γκνταπ’ απομακρύνεται προσωρινά, αλλά όσο πλησιάζουμε την άλλη άκρη της ακτίνας δυναμώνει και δυναμώνει και δυναμώνει. Έξω από μια κόκκινη πόρτα, είναι πιο δυνατό από ποτέ. Ποιος χτυπάει τι; Ο Χρήστος ανοίγει την πόρτα και μου δείχνει την αίθουσα του μποξ. Διακόπτουμε έναν τύπο, Έλληνας μου φαίνεται, με τρεις φορές τα μπράτσα μου, που έκανε προπόνηση με έναν σάκο, φορώντας μια αμάνικη μπλούζα του Ολυμπιακού. Βγάζει το δεξί γάντι (κόκκινα και τα γάντια, φυσικά), του δίνω το χέρι, κάνει ένα νεύμα τύπου ‘γεια σου φίλε’ και συνεχίζει επιτόπια άλματα για να μείνει ζεστός. Για παρέα, έχει ένα μικρό στερεοφωνικό που εκείνη τη στιγμή παίζει το Chandelier της Sia. Ξαναβάζει το γάντι και φεύγουμε. Είναι ο αρχικαθαριστής του Ψυχιατρείου. Δεν υπάρχει υπονοούμενο στον τίτλο του. Είναι ο υπεύθυνος καθαριότητας της φυλακής.
“Τα γκράφιτι τα είδες; Εγώ έβαλα παιδιά μέσα και τα έφτιαξαν. Το ‘Απάτη τα Ναρκωτικά, η Ζωή είναι Μαγκιά’ είναι δικό μου. Κοιτώντας πίσω στα χρόνια μου στη φυλακή, συνειδητοποιώ ότι μόνο στα ανήλικα και στους αναξιοπαθούντες μπορείς να προσφέρεις. Στο ψυχιατρείο είναι παρκαρισμένοι άνθρωποι, εγκαταλελειμμένοι από τις οικογένειές τους. Όταν ήρθα, ήταν κέντρο εξαγωγής ναρκωτικών. Το ξαναέκανα φυλακή. Με προσφορές από δικηγόρους και οικονομικούς παράγοντες του Πειραιά, χωρίς φράγκο δηλαδή, άλλαξα τα πάντα. Γι’ αυτό βλέπεις διαφορετικά πλακάκια σε μερικά σημεία, γιατί είναι από διαφορετικές προσφορές. Οι κρατούμενοι ζουν απόλυτα ειρηνικά. Από τις 5-6 αυτοκτονίες το χρόνο, έχουμε πάει στη μία. Και από ναρκωτικά τίποτα. Δεν θα βρεις ούτε κόκκο. Όπου κι αν πήγα, ανέπτυξα μια πατερική σχέση με το χώρο, η οποία επεκτάθηκε σε μεγάλη μερίδα κρατουμένων. Γι’ αυτούς είμαι ο κυρ Αντώνης, το καταλαβαίνεις”;
Έγνεψα το κεφάλι μου σαν να τον καταλαβαίνω. Στην πραγματικότητα δεν τον άκουγα. Εδώ και ώρα δεν τον άκουγα. Το μυαλό μου είχε σταματήσει έξω από το κελί του Σεχίδη. Κατεβαίνοντας μετά την ξενάγηση, στάθηκα στην πόρτα και κοίταξα δειλά μέσα από το μάτι. Τον είδα ξαπλωμένο, φαρδύ πλατύ και εμφανώς πιο εύσωμο απ’ ό,τι τον γνωρίσαμε είκοσι χρόνια πριν. Τα μούσια του είναι πλέον λευκά.