«Φαινόμενο Bleve»: Το τρομακτικό τροχαίο στην Εθνική που θέρισε όσους βρίσκονταν σε ακτίνα 200m – Μια εθνική τραγωδία
Η 1η Μαΐου του 1999 ήταν μια από τις ημέρες εκείνες που έχουν τοποθετηθεί στη σύγχρονη πορεία της χώρας στα μαύρα κατάστιχα. Όπως η ημέρα της τραγωδίας στα Τέμπη ή οι πυρκαγιές στο Μάτι.
Και μπορεί αυτό που συνέβη το 1999 να μην είχε ευτυχώς τέτοιο αριθμό νεκρών, αλλά ήταν τόσο σοκαριστικό και αναπάντεχο αυτό που αποτέλεσε την τελική καταμέτρηση αίματος, που δεν θα μπορούσε να μη χαραχτεί βαθιά στη μνήμη όσων ήταν μάρτυρες, έστω και διά της τηλεόρασης και των εφημερίδων.
Ήταν στο 178ο χλμ. Αθηνών-Λαμίας όταν άνδρες της τροχαίας σταμάτησαν ένα βυτιοφόρο που μετέφερε προπάνιο, στο πλαίσιο του ελέγχου της εφαρμογής του μέτρου απαγόρευσης κυκλοφορίας φορτηγών στα δύο εθνικά οδικά δίκτυα.
Στο ύψος της παράκαμψης για Καμμένα Βούρλα ο 39χρονος Ανδρέας Παπακωνσταντίνου σταματάει το βυτιοφόρο και κατεβαίνει από το όχημα για να ελεγχθεί από τους αστυνομικούς. Όσο όμως εκείνος δέχεται τον έλεγχο, το βυτιοφόρο είναι σταματημένο σε ένα σημείο που οι πιθανότητες για τροχαίο είναι επικίνδυνα πολλές.
Ένα μικρό φορτηγό που μετέφερε κρέατα καταλήγει με φόρα πάνω στο βυτιοφόρο και εκεί γράφεται η αρχή μιας ανείπωτης τραγωδίας. Γιατί όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο και περιλαμβάνει ένα βυτιοφόρο που μεταφέρει προπάνιο, δύσκολα αποφεύγεται η τραγωδία.
Σε περιπτώσεις όπως του προπανίου, όταν υπάρξει έντονη πίεση, σαν κι αυτή που προκάλεσε η σύγκρουση, έχουμε το φαινόμενο BLEVE, τα αρχικά για το Boiled Liquid Expanding Vapour Explosion.
Πρακτικά μιλάμε για υπερπίεση του αερίου που μεταφέρεται σε υγροποιημένη μορφή, η οποία πίεση οδηγεί σε έκρηξη μεγάλης κλίμακας. Στην περίπτωση του βυτιοφόρου στα Καμμένα Βούρλα, για να μην υπάρξει νεκρός, θα έπρεπε να έχει εκκενωθεί η περιοχή γύρω από το όχημα σε ακτίνα ως και ένα χιλιόμετρο.
Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν εφικτό, αφού ο χρόνος είχε φτάσει σε σημείο μη επιστροφής. Παρόλο που ήρθαν οι πυροσβεστικές δυνάμεις, παρόλο που οι οδηγοί των δύο οχημάτων της σύγκρουσης είχαν απομακρυνθεί, αυτό που ακολούθησε είναι σοκαριστικά απερίγραπτο.
Οι τρεις πυροσβέστες, ο πυρονόμος Σωτήρης Σταμέλος και οι αρχιπυροσβέστες Στάθης Ριζόπουλος 41 και Νίκος Νικολάου 39 χρόνων, κάνουν ό,τι μπορούν με τις μάνικες για να σβήσουν τη φωτιά, αλλά είναι πια αργά.
Η έκρηξη που ακολουθεί τους εκτινάσσει 150 μέτρα μακριά και βρίσκουν ακαριαίο θάνατο. Ο οδηγός του βυτιοφόρου που έχει απομακρυνθεί 200 μέτρα, δέχεται μια λαμαρίνα που είχε εκτοξευτεί από την έκρηξη και πεθαίνει. Ο 35χρονος Κώστας Μανανάς, ο οδηγός του φορτηγού που μετέφερε τα κρέατα, εξαϋλώνεται και το σώμα του δεν βρίσκεται ποτέ. Η δική του μάλιστα ιστορία επιτείνει το μέγεθος της τραγωδίας, αφού είχε χάσει τον μικρότερο αδερφό του σε τροχαίο και την ίδια κατάληξη είχε και ο γιος του Γιώργος σε ηλικία 27 ετών!
Εκτός από τους νεκρούς, 14 άτομα τραυματίζονται σοβαρά από το ωστικό κύμα, ενώ από τύχη δεν υπήρξαν άλλες απώλειες, μιας και η καμπίνα του βυτιοφόρου που εκσφενδονίστηκε στα 700 μέτρα, έσκασε πάνω σε προαύλιο καφετέριας που ήταν κλειστή λόγω Πρωτομαγιάς.
Θραύσματα των δύο οχημάτων (λέγεται ότι) βρέθηκαν σε απόσταση ως και 1.000 μέτρων, ενώ ενδεικτικό της τραγωδίας είναι πως ο τροχονόμος Αθανάσιος Τζουβάρας που είχε σταματήσει το βυτιοφόρο, έπαθε νευρικό κλονισμό και διεκομίσθη στο νοσοκομείο. Λίγο αργότερα θα περιέγραφε ότι «το βυτιοφόρο είχε σταματήσει μετά την άσπρη γραμμή στη δεξιά λωρίδα και ο οδηγός του φορτηγού έτρεχε ιλιγγιωδώς και δεν πρόλαβε καν να φρενάρει».
21 χρόνια μετά το Πυροσβεστικό Σώμα δεν λησμονεί να αποτίσει φόρο τιμής κάθε 30η Απριλίου στη μνήμη των τριών αδικοχαμένων πυροσβεστών.
Αξίζει να αναφερθεί πως το πιο αιματηρό περιστατικό έκρηξης BLEVE, σημειώθηκε στις 19 Νοεμβρίου του 1984 στο Σαν Χουάνικο, στο Μέχικο Σίτι, εκεί όπου πέθαναν 600 άνθρωποι και άλλοι περίπου 7.000 υπέστησαν σοβαρά εγκαύματα.