Νομίζετε ότι μόνο οι αρκούδες και μερικά ζώα ακόμα πέφτουν σε χειμερία νάρκη; Έφτασε ο καιρός να αναθεωρήσετε αφού αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο το ζωικό βασίλειο αλλά επεκτείνεται και σε άλλα πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, σε ένα ορεινό χωριό της Ελλάδας του οποίου η ζωή διαρκεί μόλις πέντε μήνες τον χρόνο.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται μάλλον για τον πιο ορεινό οικισμό της Ελλάδας, που βρίσκεται καλά προστατευμένος στις κορυφές του Γράμμου, κρυμμένο πίσω από δάση οξιάς ηλικίας χιλιάδων ετών. Είναι η Αετομηλίτσα, ένα βλαχοχώρι που ξυπνά κάθε Μάιο και κατεβάζει την αυλαία του στις αρχές του Οκτώβρη, λίγο πριν πέσουν τα πρώτα χιόνια από τα οποία διακόπτεται για επτά μήνες η δυνατότητα οποιασδήποτε οικονομικής ή παραγωγικής δραστηριότητας.
Οι κάτοικοί του ασχολούνται αποκλειστικά με την κτηνοτροφία, συνεχίζοντας την παράδοση και την κληρονομιά των πατεράδων και των παππούδων τους. Παράλληλα, ακολουθούν κάθε Μάιο και κάθε Οκτώβριο τις ίδιες διαδρομές με εκείνες των προγόνων τους, μεταφέροντας τα κοπάδια των ζώων τους σε περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους. Κάποιοι φτάνουν μέχρι περιοχές της Μακεδονίας, άλλοι της Λάρισας, στα γνωστά «χειμάδια», όπου μαζί με το βιος τους περιμένουν να περάσει ο χειμώνας και να επιστρέψουν στη γη τους.
Σε ολόκληρο το διάστημα της απουσίας τους το χωριό ερημώνει πλήρως, με δύο εξαιρέσεις, όσα και τα άτομα που παραμένουν στην Αετομηλίτσα. Πρόκειται για ένα αγροφύλακα και ακόμα ένα άτομο το οποίο οι κάτοικοι πληρώνουν, βγάζοντάς του έναν μισθό προκειμένου να φυλάει τα σπίτια τους, την εκκλησία και τα άλλα δημόσια κτήρια του χωριού, σε όλο το διάστημα της δικής τους απουσίας.
Τα βοσκοτόπια της Αετομηλίτσας καλύπτουν μία έκταση 45.000 στρεμμάτων στα οποία εκτρέφονται περίπου 12.000 αιγοπρόβατα και αγελάδες, γεγονός που κάνει την ζωοκλοπή νούμερο ένα πρόβλημα για αυτούς.
Μέχρι το 1929 το χωριό είχε την ονομασία Ντένισκο, που σημαίνει ηλιόλουστο ή προσήλιο στην σλαβική διάλεκτο, ένα όνομα που μαρτυρά και την γεωγραφική θέση αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του. Τα παραδοσιακά πλακόστρωτα καλντερίμια του, οι ασορτί πλατείες και τα πέτρινα κτίσματα, αιχμαλωτίζουν το μάτι του επισκέπτη, ο οποίος μπορεί να περπατήσει στα δρομάκια του χωριού το οποίο απλώνεται σε μια περιοχή της οποίας το υψόμετρο μεταβάλλεται, ξεκινά από τα 1.380 μέτρα και καταλήγει στα σχεδόν 1.500 μέτρα. Την εποχή του εμφυλίου έφτασε στο χείλος της καταστροφής για περίπου 10-15 χρόνια, πριν τελικά ανοικοδομηθεί στην σημερινή του μορφή το 1960.
Είναι το πιο απομακρυσμένο και βορειότερο χωριό του νομού Ιωαννίνων και στην ουσία βρίσκεται μια ανάσα από τα όχι και τόσο αποτελεσματικά φυλασσόμενα ελληνοαλβανικά σύνορα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό αφού πρόκειται για σημεία παράνομης διακίνησης ουσιών μα και ανθρώπων. Μια κατάσταση που γιγαντώνει τους φόβους των κατοίκων, όσων τουλάχιστον επιμένουν σε πείσμα του χειμώνα και της κάθε αντιξοότητας να παραμένουν εκεί ως θεματοφύλακες της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού και των παραδόσεών του.
Συνεχίζοντας, παράλληλα και το ατέρμονο ταξίδι τους που ξεκινά Οκτώβριο όταν και αφήνουν πίσω τους τα πάντα, με την ελπίδα ότι όταν θα επιστρέψουν πίσω τον επόμενο Μάιο, να τα βρουν στη θέση τους