Ποιος πολιτικός δεν λαχταρά να συνδέσει το όνομά του με την κατασκευή δημόσιων έργων επιβλητικής κλίμακας; Μέσω αυτών ελπίζει να αφήσει το στίγμα του στον χώρο και στον χρόνο. Η διαχρονική αυτή ανάγκη των κάθε είδους κυβερνώντων καθιστά τον Μεγάλο Περίπατο, με τον οποίο καταπιάστηκε ο Κώστας Μπακογιάννης -εμπνευσμένος από σχέδια προκατόχων του-, θεμιτό.
Στην πραγματικότητα, ακολούθησε ένα παράδειγμα τόσο παλιό όσο και ο πολιτισμός. Πόσοι και πόσοι δεν επεδίωξαν με μεγαλοπρεπή έργα να νικήσουν τη λησμονιά. Από την εποχή των Φαραώ στον Περικλή, από τον Καίσαρα μέχρι πολλούς νεότερους, η φιλοδοξία αυτή υπαγόρευσε επιλογές. Τα μνημειώδη δημόσια έργα ήταν πάντα και ένας τρόπος για να υποδηλωθεί το μεγαλείο του κράτους σε εχθρούς και φίλους.
Τα δημόσια έργα, ωστόσο, δεν είναι φιλοδοξία μόνο των εκάστοτε κυβερνώντων. Παρεμφερές κίνητρο είχαν ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Εδουάρδος Σάουμπερτ που συνέταξαν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, ο Κώστας Μπίρης και ο Ιωάννης Τραυλός που μελέτησαν την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης.
Είτε ως σύλληψη είτε ως προσδοκία ενός μετρήσιμου έργου στο τέλος της θητείας του δημάρχου, ο Μεγάλος Περίπατος θα μπορούσε να είναι και ευφυής επιλογή. Η πεζοδρόμηση, που είχε εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ενοποιεί κατά κάποιον τρόπο το Ολυμπιείο με το Ζάππειο και τον Εθνικό Κήπο, αλλά, κυρίως, ολοκληρώνει τη μεγάλη αρχαιολογική διαδρομή από τον Κεραμεικό μέχρι τον λόφο του Αρδηττού και το Παναθηναϊκό Στάδιο. Ετσι, κάνει πράξη το διαχρονικό όραμα για ένα ενιαίο «αρχαιολογικό πάρκο» στην Αθήνα.
Αλλο, όμως, η θεωρία και άλλο η πράξη. Εξάλλου, η ζωή στην πόλη δεν είναι καθόλου ένας μεγάλος περίπατος. Τουναντίον. Παραπέμπει περισσότερο σε σλάλομ μετ’ εμποδίων, μια και η ελληνική πρωτεύουσα είναι έτσι κι αλλιώς μια ιδιαίτερα δυσλειτουργική πόλη. Και εν μέσω αυτής της χαοτικής κατάστασης, η Πανεπιστημίου έπαψε να είναι λεωφόρος. Κοκοφοίνικες αλά Μαϊάμι εμφανίστηκαν από τη μια μέρα στην άλλη, πελώριες γλάστρες προστέθηκαν, άσπροι πάγκοι, ακατάλληλοι ακόμα και για τα πιο σκληραγωγημένα οπίσθια και λωρίδες κίτρινες και πράσινες ήρθαν και έδεσαν.
Το σχέδιο του δήμου συνεχίζει να δέχεται σφοδρές κριτικές, κάποιες φορές καλοπροαίρετες και συχνά κακοπροαίρετες. Ο ίδιος ο δήμαρχος παραδέχθηκε ότι «κάθε αρχή και δύσκολη», προσθέτοντας ότι όπου χρειαστεί θα γίνουν διορθωτικές και άλλες παρεμβάσεις. Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να ανταπαντήσει, επικαλούμενος τον Πλάτωνα ότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Αν χάσεις την αρχή, έχασες το μισό.
Ακόμα, λοιπόν, και αν κάποιος ψύχραιμος αναγνωρίσει τις ομολογουμένως καλές προθέσεις του δημάρχου, τα ερωτήματα που προκύπτουν από το έργο και κυρίως από τον τρόπο εκτέλεσής του εγείρονται βασανιστικά, επικεκράμενα σαν δαμόκλειος σπάθη. Ερωτήματα για την αναγκαιότητα, τη λειτουργικότητα, την αισθητική διάσταση του έργου και εντέλει για τον αν επιτελεί ή όχι τον σκοπό του.
Παρότι στη δύσκολη αναμέτρηση με την καθημερινότητα ο Μεγάλος Περίπατος δείχνει να ηττάται, η δημοτική αρχή υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα πιλοτικό σχέδιο, το οποίο αποτελεί μια «διαβούλευση στην πράξη». Παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα του επανασχεδιασμού και της προσαρμογής. Εξυπνος ομολογουμένως ελιγμός, ο οποίος, όμως, δεν φαίνεται ότι αρκεί για να σώσει την κατάσταση. Πράγματι, έχει συσταθεί μια μεικτή διαπαραταξιακή διεπιστημονική Επιτροπή Διαβούλευσης και σε λίγες, μάλιστα, ημέρες θα πραγματοποιηθεί ένα τριήμερο ανοιχτής ζωντανής συζήτησης με όλους τους φορείς για να συζητηθούν τα προβλήματα και η επίλυσή τους. Παρ’ όλα αυτά, τα όποια λάθη και οι όποιες παραλείψεις έχουν ήδη στιγματίσει στη συνείδηση της κοινής γνώμης το έργο.
Δεν λειτουργεί και πολύ παρηγορητικά στους πολύπαθους Αθηναίους η προοπτική κάποιων συμπληρωματικών παρεμβάσεων. Κατά το κοινώς λεγόμενο, αυτό που μέχρι τώρα έχουν δει και βιώσει οι κάτοικοι αυτής της πόλης δεν συνάδει με τα ομολογουμένως καλαίσθητα σχέδια που είχε παρουσιάσει ο δήμαρχος και οι εμπνευστές αυτής της «ανάπλασης».
Το έργο ελέγχεται και δοκιμάζεται στην πράξη ώστε να λυθούν τα όποια προβλήματα προκύψουν, επαναλαμβάνει η δημοτική αρχή. Αυτό πράγματι συνέβη όταν ελήφθη η ορθή απόφαση να επιστραφεί μία λωρίδα στην Πανεπιστημίου ώστε να αποφορτιστεί η ασφυξία στην κυκλοφορία οχημάτων στο κέντρο της πόλης. Τα προβλήματα στην κίνηση των οχημάτων ήταν εμφανή από την Πύλη του Αδριανού μέχρι την Ομόνοια, όπου το μποτιλιάρισμα επιδεινώθηκε.
Ο Παύλος Γερουλάνος, με επιστολή του, έθεσε δέκα όρους για να συνεχίσει να στηρίζει το έργο. Μεταξύ αυτών, πρότεινε να αποδοθεί μία λωρίδα κυκλοφορίας στην Πανεπιστημίου. Αλλά και ο δήμαρχος αναγνώρισε πρώτος το πρόβλημα: «Εν όψει της αξιολόγησης της πρώτης φάσης κυκλοφοριακών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του Μεγάλου Περιπάτου, προχωράμε στη διατήρηση των λωρίδων κυκλοφορίας για τα Ι.Χ. σε τρεις και στην προσθήκη μιας επιπλέον λωρίδας για τη διέλευση των μέσων μαζικής μεταφοράς, αυστηρά οριοθετημένης. Με αυτόν τον τρόπο δίνουμε μία ακόμα λωρίδα της Πανεπιστημίου για την κυκλοφορία των οχημάτων ώστε να έχουμε εκτίμηση των κυκλοφοριακών επιπτώσεων και να προχωρήσουμε στις αποφάσεις για τη διαμόρφωση του τελικού έργου», δήλωσε.
Επίσης δημιουργήθηκε και μια εσοχή για τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ακόμα, όμως, και με την ορθή αυτή αναδίπλωση δεν λύνεται η απορία γιατί χρησιμοποιήθηκε η Πανεπιστημίου, η μόνη αρτηρία στην Αθήνα που και διευκολύνει τους οδηγούς και ικανοποιεί τους πεζούς με τα σπάνια για την πόλη μεγάλα πεζοδρόμιά της. Οπως και να ’χει, είναι παρήγορο ότι επιβεβαιώθηκε στην πράξη η ύπαρξη συγκοινωνιακής μελέτης και παρέμβασης των ειδικών, όταν αυτή κρίθηκε αναγκαία.
Τι γίνεται, όμως, με τις μπογιές και τις γλάστρες; Το οικονομικό ζήτημα με τις ζαρντινιέρες είναι μόνο το ένα σκέλος του προβλήματος. Οι 570 ζαρντινιέρες κοστίζουν συνολικά 313.500 ευρώ. Ο δήμος είχε αναφερθεί στο κόστος, εξηγώντας ότι πρόκειται «για ειδικές κατασκευές, με ειδικές προδιαγραφές αντοχής στη φθορά, τα γκραφίτι και τους βανδαλισμούς και μεγάλο βάρος ώστε να μη μετατρέπονται σε πολεμοφόδια».
Τον περασμένο Ιούνιο τις πρωτοείδαμε με τα φυτά ανάμεσα στις λωρίδες που χωρίζουν τον πεζόδρομο από τον δρόμο όπου περνούν αυτοκίνητα. Πρόκειται για λευκές ζαρντινιέρες, διαστάσεων 1,5×0,5×0,5 μέτρων. Η «αισθητική», με την έννοια του γούστου, είναι κάτι στο οποίο δύσκολα θα συμφωνήσουν μεταξύ τους δύο διαφορετικοί άνθρωποι, οπότε ας αρκεστούμε στο γεγονός ότι παρατηρήθηκε μια σπάνια σύγκλιση όσον αφορά την αρνητική αντίδραση των πολιτών για τις ζαρντινιέρες.
Οφείλει, όμως, κανείς να ομολογήσει ότι παρότι οι γνωστοί άγνωστοι επιχείρησαν όχι μία, αλλά πολλές φορές να καταστρέψουν τις ζαρντινιέρες, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό. Λόγω της κατασκευής τους, ούτε έσπασαν ούτε μετακινήθηκαν (ζυγίζει σχεδόν 600 κιλά η μία). Ακόμα και τα γκραφίτι με ένα απλό πλύσιμο απομακρύνθηκαν, επιβεβαιώνοντας τη λογική απόφαση να διαθέτουν αντι-γκραφίτι επιφάνεια, ακόμα και αν αυτή κόστισε κάτι παραπάνω.
Πολλή συζήτηση έγινε στα social media για κάποιες από τις ζαρντινιέρες που εξαφανίστηκαν. Θεωρίες συνωμοσίας έκαναν λόγο ακόμα και για κλοπή. Καμία σχέση με την πραγματικότητα! Ο δήμος έκανε δεκτό το αίτημα της Ακαδημίας Αθηνών και ενός ξενοδοχείου να μπορούν να εισέρχονται αυτοκίνητα στις εισόδους του. Αυτός είναι ο λόγος που απομακρύνθηκαν οι συγκεκριμένες ζαρντινιέρες.
Μεγάλο θέμα έγινε και για τα καμένα φυτά μέσα σε αυτές. Οι δημοτικές αρχές ξεκαθάρισαν ότι η αρχική εικόνα των φυτών είχε να κάνει με το σοκ που όλα τα φυτά υφίστανται, όταν αυτά μεταφυτεύονται. Υπήρξαν πάντως ειδικοί γεωπόνοι που διαφώνησαν με τις φυτεύσεις που πραγματοποιήθηκαν το κατακαλόκαιρο. Σε κάποιους προκάλεσε εντύπωση και η επιλογή των φοινίκων, αλά Μαλιμπού. Είναι γνωστή η δυσκολία προσαρμογής του συγκεκριμένου εξωτικού φυτού στο ελληνικό κλίμα. Προς το παρόν μας διαβεβαιώνουν ότι όλα βαίνουν καλώς. Εχει σημασία, πάντως, ότι το κόστος συντήρησης ενός φοίνικα δεν είναι ασήμαντο.
Ενα άλλο ακόμα ζήτημα που απασχόλησε τους πολίτες είναι τα έντονα χρώματα στο οδόστρωμα. Χρώμα στο δημόσιο δάπεδο δεν είναι επιτρεπτό, λένε ειδικοί, καθώς σε λίγες ημέρες θα φαίνεται βρώμικο και άσχημο. Αν και τα χρώματα αυτά είναι αντιολισθηρά και θερμοπλαστικά, η όψη τους μοιάζει ήδη ξεθωριασμένη από τις βρωμιές του δρόμου, οι οποίες αναδεικνύονται από τα έντονα χρώματα. Ηδη, μάλιστα, είναι εμφανείς και οι λεκέδες από το πότισμα.
Παρά τις όποιες αστοχίες παρατηρήθηκαν, θα ήταν άδικο να εξαχθεί κάποιο οριστικό συμπέρασμα, ειδικά όταν πρόκειται για μια πρωτοβουλία που εξελίσσεται σταδιακά. Ισως, λοιπόν, αξίζει να ξεπεράσει κανείς τα κατακερματισμένα επιμέρους σχέδια και την έλλειψη συνοχής, αναμένοντας το τελικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, δεν βρισκόμαστε ενώπιον της ολοκληρωμένης εικόνας του Μεγάλου Περιπάτου.
Κάτι, μάλιστα, που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι ο εξοπλισμός που αγοράστηκε φέρει εγγύηση κατασκευής 15ετίας και σχεδιάζεται -αν χρειαστεί- να αξιοποιηθεί και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας.