Διαχρονικοί «αντίπαλοι» του πράσινου στο νεοελληνικό κράτος είναι οι οικοπεδοφάγοι και οι τσοπάνηδες, αφού οι πρώτοι θέλουν να μετατρέψουν δασικές εκτάσεις σε οικοδομήσιμες, και οι δεύτεροι σε βοσκοτόπια.
Σταθερός αρωγός στις «προσπάθειες» και των δύο, το ελληνικό κράτος μέσω της αδιαφορίας, της ανοχής, του ρουσφετιού και, γενικότερα, της κάθε είδους ατιμωρησίας. Τον Ιούλιο του 1836 τεράστια πυρκαγιά καίει ανενόχλητη για δέκα ημέρες την καταπράσινη περιοχή του Δαφνιού.
Συλλαμβάνονται δύο τσοπάνηδες οι οποίοι ομολογούν ότι αυτοί έβαλαν την καταστροφική φωτιά μόνο και μόνο για να μεγαλώσουν τα βοσκοτόπια τους, αλλά καταδικάζονται σε 20 μόλις ημέρες φυλάκιση…Τον επόμενο χρόνο νέα μεγάλη φωτιά κατακαίγει την περιοχή του Ελαιώνα, με τους οικοπεδοφάγους που την προκαλούν να συλλαμβάνονται, αλλά να μην κάθονται ούτε μια ημέρα φυλακή. Αύγουστο του 1843 καίγεται ο πευκώνας του Τατοΐου. Δράστες και εδώ κάποιοι τσοπάνηδες, στόχος του εμπρησμού η επέκταση των βοσκότοπων και ποινή ένας μήνας φυλάκιση…
Ενδεικτική τις κρατικής αδιαφορίας για το ζήτημα είναι η περιγραφή άγγλου περιηγητή των μέσων του 19ου αιώνα, που βρίσκεται μπροστά σε καταστροφική πυρκαγιά που καίει χιλιάδες δέντρα στην περιοχή του Σουνίου : «Οι φλόγες μαίνονταν και το δυνατό αεράκι, που ερχόταν από τη μεριά της θάλασσας, δυνάμωνε ολοένα τη φωτιά. Επειδή φαντάστηκα ότι οι αρχές της περιοχής δεν είχαν πάρει είδηση το κακό που γινόταν, πήδησα στ’ άλογό μου και ακολουθούμενος από τον υπηρέτη μου έτρεξα να ειδοποιήσω τους αρμόδιους. Όταν τους μίλησα για την πυρκαγιά, χαμογέλασαν αδιάφορα και μου είπαν ότι στην Ελλάδα υπάρχουν τόσα πολλά δάση, ώστε αν καούν και μερικά δεν χάθηκε ο κόσμος»…