Μια αδικαιολόγητη δαπάνη για ένα γεύμα αξίας μόλις 40 ευρώ, που καταχωρήθηκε στα βιβλία μιας επιχείρησης το 2013, προκάλεσε εξονυχιστικό φορολογικό έλεγχο, ο οποίος επεκτάθηκε σε τέσσερα φορολογικά έτη και φυσικά και στις τραπεζικές καταθέσεις.
Το αποτέλεσμα του ελέγχου ήταν η επιβολή αναδρομικών φόρων και προστίμων ύψους 53.000 ευρώ!
Σύμφωνα με απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, από τον έλεγχο των τηρουμένων βιβλίων της ελεγχόμενης ατομικής επιχείρησης, που διενήργησε το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) καταλόγισε λογιστικές διαφορές ύψους 40,00 ευρώ, ποσό που αφορά σε δαπάνη εστιατορίου, η οποία κρίθηκε μη παραγωγική, κατά τις διατάξεις του άρθρου 31, παρ. 1 Ν. 2238/1994, καθότι δεν συνδέεται με την ασκούμενη δραστηριότητα της επιχείρησης και δεν πραγματοποιήθηκε για το συμφέρον αυτής.
Η συγκεκριμένη δαπάνη αφορούσε σε γεύμα με συνεργάτη της ατομικής επιχείρησης του προσφεύγοντος, το έτος 2013, αλλά δεν αναγνωρίστηκε από τον έλεγχο και καταλογίστηκε ως «λογιστική διαφορά».
Η ΔΕΔ εξηγεί, ότι «η εν λόγω δαπάνη θεωρείται μη παραγωγική, ανεξάρτητα εάν έλαβε χώρα με σκοπό τη συζήτηση επαγγελματικών ζητημάτων. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος, ότι η εν λόγω δαπάνη είναι εκπεστέα από τα ακαθάριστα έσοδα, δεν μπορεί να γίνει δεκτός».
Το κακό για τον ελεγχόμενο θα ήταν ελάχιστο, εάν η υπόθεση έμενε στη δαπάνη των 40 ευρώ. Αντίθετα, αποτέλεσε αφορμή διεξαγωγής εξονυχιστικού φορολογικού ελέγχου, ο οποίος επεκτάθηκε και στα επόμενα τρία χρόνια και κάλυψε συνολικά τα έτη 2013, 2014, 2015 και 2016.
Παράλληλα, ανοίχτηκαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί των προσώπων, στα οποία ανήκει η εταιρεία και τα καταλογιζόμενα ποσά αυξήθηκαν θεαματικά.
Τα στοιχεία που αντλήθηκαν από το Σύστημα Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών, έδειξαν κινήσεις οι οποίες δεν δικαιολογούνταν από τα δηλωθέντα έσοδα της επιχείρησης, με αποτέλεσμα οι διαφορές, να καταλογιστούν ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48, παρ.3 του Ν.2238/1994.
Ο τελικός «λογαριασμός»
Σύμφωνα με την απόφαση της ΔΕΔ (1661/2020), που εκδόθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου, με τα ευρήματα του ελέγχου για τα τέσσερα φορολογικά έτη, 2013-2016 καταλογίστηκαν φόροι και πρόστιμα ύψους 53.000 ευρώ.
Όπως διευκρινίζει η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα.
Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα.
Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.