Η οδός Λουίζης Ριανκούν είναι συνυφασμένη με την Ελληνική Αστυνομία, χωρίς να βρίσκεται εκεί κάποιο αστυνομικό τμήμα ή μια κεντρική υπηρεσία. Δυστυχώς για την ΕΛ.ΑΣ, πρόκειται για μια ονομασία που συνειρμικά φέρνει στο μυαλό το μεγαλύτερο φιάσκο της ιστορίας της.
Πρόκειται για μία από εκείνες τις περιπτώσεις που ο μύθος και η πραγματικότητα συγχέονται και πέρα από τους άμεσα εμπλεκόμενους, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει με ακράδαντα επιχειρήματα πως γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του μακρινού πια 1992.
Το μόνο που είναι βέβαιο είναι πως στις 27 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς οι ελληνικές διωκτικές αρχές βρέθηκαν κοντά, όσο ποτέ στο παρελθόν, στους πλέον καταζητούμενους παράνομους μετά την Μεταπολίτευση. Στη σύλληψη μελών της 17 Νοέμβρη, της πολυθρύλητης τρομοκρατικής οργάνωσης, η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν άπιαστη.
Την προηγούμενη μέρα ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα και από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε μια γυναικεία φωνή. Ήταν αυτή της περίφημης «Μαρίας», που στην πορεία της υπόθεσης αποδείχτηκε ένα «φάντασμα», παρά τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν (ακόμα και μέσα στις δικαστικές αίθουσες) σχετικά με την πραγματική ταυτότητά της.
Η ιστορία πάντως έγραψε ότι το τηλεφώνημα κρίθηκε αξιόπιστο και εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε τέτοιο. Σύμφωνα με την πληροφορία που έφτασε μέχρι τον αρχηγό, Στέφανο Μακρή, οι τρομοκράτες ετοίμαζαν το επόμενο χτύπημά τους και πραγματοποιούσαν πρόβες στην Λουίζης Ριανκούρ. Όπως υποστήριξε η «Μαρία», την επόμενη ημέρα θα έκαναν ξανά το ίδιο…
Για πρώτη φορά, λοιπόν, φάνηκε ότι η αστυνομία μπορούσε να βρεθεί ένα βήμα πιο μπροστά από τους κακοποιούς. Για μοναδική φορά φάνηκε να έχει εκείνη τον έλεγχο της υπόθεσης και να μην ακολουθεί στοιχεία μετά από κάποια δράση της 17 Νοέμβρη, αλλά τους ίδιους τους τρομοκράτες.
Φαίνεται ότι όντως στην Λουίζης Ριανκούρ νόμος και παρανομία βρέθηκαν μία ανάσα ο ένας από την άλλη. Αστυνομικοί και μέλη της οργάνωσης βρέθηκαν στον ίδιο χώρο σε απόσταση αναπνοής και όπως φάνηκε στη συνέχεια, δεν ήταν μόνο οι πρώτοι που γνώριζαν για την παρουσία των δεύτερων. Και οι άνθρωποι της 17 Νοέμβρη ήξεραν πως πολλοί από εκείνους που κάθονταν –υποτίθεται αμέριμνοι- στα παγκάκια και σε παρακείμενα μαγαζιά ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από φιλήσυχοι πολίτες.
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο η αστυνομία μέχρι ενός σημείου θεωρούσε ότι είχε το ¨πάνω χέρι» στην επιχείρηση. Είχε «λοκάρει» τους στόχους, έχοντας σφίξει τον κλοιό γύρω τους, με ένα πλάνο που δεν θα τους άφηνε καμία διέξοδο διαφυγής. Η σύλληψή τους έμοιαζε με θέμα χρόνου. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάποιος να δώσει το σύνθημα, αφού πρώτα βεβαιωνόταν πως δεν θα ακολουθούσε αιματοχυσία, με θύματα αθώους.
Κάτω από συνθήκες που ποτέ δεν διευκρινίστηκαν επαρκώς ποτέ, το σκηνικό άλλαξε άρδην. Οι τρομοκράτες έχοντας πλήρη αντίληψη και εικόνα των κινήσεων των Αρχών, ανακάτεψαν την «τράπουλα» και βρέθηκαν για άλλη μία φορά (όπως τόσες στο παρελθόν) με τον απόλυτο έλεγχο.
Εάν πιστέψουμε μάλιστα την εξιστόρηση που επιχείρησε ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του, ένας από τους άντρες της ασφάλειας είχε πλησιάσει το βανάκι στο οποίο βρισκόταν ο ίδιος και συνεργάτες του και προσπάθησε να δει μέσα από τα φιμέ τζάμια, αγνοώντας πως στην άλλη μεριά τον σημάδευε η κάνη ενός αυτόματου όπλου…
Μετά από λίγη ώρα το βαν αναχωρούσε και οι ασφαλίτες προσπάθησαν να το ακολουθήσουν με το δικό τους «φιατάκι». Όμως στη διασταύρωση της Κηφισίας με την οδό Λάμψα, το αυτοκίνητο εκμεταλλευόμενο την κίνηση, χάθηκε παίρνοντας μαζί του και μια μοναδική ευκαιρία να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα η δράση της 17 Νοέμβρη.
Ένα από τα πιο βασανιστικά ερωτήματα που μένουν αναπάντητα είναι η ταυτότητα της «Μαρίας», η οποία σύμφωνα με την επικήρυξη που βρισκόταν σε ισχύ, έγινε πλουσιότερη κατά 11 εκατομμύρια δραχμές για τις πληροφορίες που έδωσε.
Κατά την διάρκεια της δίκης της οργάνωσης που έγινε χρόνια αργότερα όταν μια βόμβα που εξερράγη στου Σάββα Ξηρού οδήγησε σε συλλήψεις, υψηλόβαθμο στέλεχος της αστυνομίας κατέθεσε το πραγματικό ονοματεπώνυμο της «Μαρίας». Ωστόσο η γυναίκα που υποδείχθηκε ως το «βαθύ λαρύγγι» (και ήταν σύζυγος αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ…) αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση.
Από τις αμέτρητες θεωρίες συνομωσίας που ακολούθησαν μετά το πρωτοφανές φιάσκο, εκείνη που εξάπτει την φαντασία πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη είναι αυτή που θέλει την «Μαρία» να είναι μέλος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Σύμφωνα με αυτό, ήταν η ΕΥΠ εκείνη που είχε (σε κάποιο επίπεδο) την πληροφορία και την μετέφερε στην ΕΛ.ΑΣ, με σκοπό να καρπωθεί ο εμπνευστής του σχεδίου το ποσό της επικήρυξης και παράλληλα να παραμείνει ως φιγούρα κρυμμένος στο σκοτάδι…
Το μόνο σίγουρο πάντως είναι το γεγονός ότι –όπως και πολλές άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τη δράση της 17 Νοέμβρη- η αλήθεια (ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της) ίσως δεν φτάσει ποτέ στο σημείο να δει το φως της δημοσιότητας και θα παραμείνει ένας «λεκές» στην ιστορία της ελληνικής αστυνομίας που θα είναι για πάντα συνδεδεμένη με το «φιάσκο της οδού Λουίζης Ριανκούρ».