Αντικρίζοντας μια από τις ελάχιστες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Γιώργου Κάλαρη, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι ο κύριος με τα λευκά μαλλιά και τα γυαλιά ηλίου που ποζάρει με ένα ελαφρύ μειδίαμα, ήταν ο επικεφαλής αντικατασκοπείας της CIA. Η ιστορία της μυθιστορηματικής ζωής του που τελείωσε μια ημέρα του Σεπτέμβρη πριν από είκοσι τρία χρόνια, παραπέμπει άνετα στην εξαιρετική ταινία «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάϊλι». Εκεί ένας έμπειρος πράκτορας των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών προσπαθεί να ανακαλύψει έναν προδότη ανάμεσα σε τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της MI6.
Στην πραγματική ζωή των αληθινών κατασκόπων ο Κάλαρης κλήθηκε το 1974 να δώσει ένα τέλος στο παρανοϊκό κυνήγι πρακτόρων που είχε εξαπολύσει γι χρόνια ο προκάτοχός του στο τμήμα αντικατασκοπείας, Τζέιμς Άνγκλετον. Η εμμονή του τελευταίου ότι η KGB είχε καταφέρει να «φυτέψει» πράκτορες της ακόμη και μέσα στα κεντρικά της CIA, είχε σαν αποτέλεσμα ένα κυνήγι που κόστισε πολλά και προκάλεσε ένα χάος στην υπηρεσία. Άνθρωποι κατηγορήθηκαν, άδικα, ενώ στρατολογημένοι πράκτορες και πληροφοριοδότες της υπηρεσίας σε διάφορες χώρες διασύρθηκαν ως προδότες και φυλακίστηκαν χωρίς να περάσουν από δίκη. Ο Γιώργος η George όπως τον φώναζαν στην Αμερική ανέλαβε μετά από εντολή του νεοδιορισμένου τότε διευθυντή της CIA Ουίλλιαμ Κόλμπι να συμμαζέψει την κατάσταση και αποδείχτηκε ο κατάλληλος άνθρωπος. Είχε αποδείξει άλλωστε με την μέχρι τότε πορεία του, ότι ήταν εξαιρετικός επιχειρησιακός πράκτορας και ένας ικανότατος σταθμάρχης, με θητεία σε «καυτές» ενίοτε χώρες.
Ο γιος του εστιάτορα από την Μοντάνα
Ο Κάλαρης γεννήθηκε στην Αμερική, για την ακρίβεια στο Μπίλινγκς της Μοντάνα το 1922 και μέχρι τα δώδεκα χρόνια του έπαιξε και πήγε σχολείο σε αυτή την επαρχιακή πόλη, όπου σπάνια συνέβαινε κάτι. Τότε η μητέρα του αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, και ο Κάλαρης ανδρώνεται στην Αθήνα, όπου ξεκινάει και σπουδές στην Νομική Αθηνών, κατά την διάρκεια της Κατοχής. Θα τις τελειώσει στο πανεπιστήμιο της Μοντάνα, όταν επιστρέψει στην Αμερική, αφού πρώτα υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία, προκειμένου να πολιτογραφηθεί πολίτης των ΗΠΑ.
Στην CIA θα ενταχθεί το 1952, όταν θα τον στρατολογήσει ο δαιμόνιος Τομ Καραμεσίνης, υπεύθυνος εν πολλοίς για την «συμμορία των Ελλήνων» πρακτόρων που έδρασαν στην υπηρεσία για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Η πρώτη του μετάθεση ήταν-που αλλού;-στην Αθήνα, όπου έμεινε για κάποια χρόνια, κάνοντας πολύ καλή δουλειά ως επιχειρησιακός πράκτορας του σταθμού της CIA στην ελληνική πρωτεύουσα.
Ακολούθησαν την δεκαετία του ’60 μεταθέσεις σε χώρες όπως η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες και το Λάος, μέσα στην κόλαση του πολέμου στο Βιετνάμ αλλά και η προαγωγή του σε σταθμάρχη.
Στην Ινδοκίνα στήνει μια παράτολμη μεν, απόλυτα επιτυχημένη δε επιχείρηση όπου κατορθώνει να πάρει στα χέρια του τα πλήρη σχέδια του SA-2 ενός καινούργιου Ρωσικού αντιαεροπορικού πυραύλου καθώς και το εγχειρίδιο λειτουργίας του, κάτι που έσωσε τις ζωές χιλιάδων Αμερικανών πιλότων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θεωρείται μαζί με τον διαβόητο Τζορτζ Ιωαννίδη ένας από τους καλύτερους επιτελικούς αξιωματούχους της CIA και όταν ο Ουίλλιαμ Κόλμπι αναλαμβάνει διευθυντής, έρχεται η ώρα της μεγαλύτερης πρόκλησης στην καριέρα του.
Ο πόλεμος με τον Άνγκλετον και τα χρηματοκιβώτια
Ο ελληνοαμερικανός πράκτορας γνωριζόταν πολύ καλά με τον νέο διευθυντή της υπηρεσίας. Είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του όταν ο Κόλμπι ήταν διευθυντής επιχειρήσεων για τον τομέα της Νοτιοανατολικής Ασίας και η συνεργασία τους ήταν άψογη. Ο νέος διευθυντής έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, που ακούει στο όνομα Τζέιμς Άνγκλετον και είναι ο διευθυντής του κλάδου αντικατασκοπείας στην CIA. Η εμμονή του στο κυνήγι πρακτόρων της KGB έχει εξελιχτεί σε ένα πογκρόμ διώξεων και παρακολουθήσεων, που έχει ανοίξει έναν εσωτερικό πόλεμο στην υπηρεσία.
Η φιλοσοφία του Κόλμπι είναι τελείως διαφορετική από αυτή του Άνγκλετον. Πιστεύει ότι η CIA πρέπει πρωτίστως να συγκεντρώνει πληροφορίες για τον πρόεδρο των ΗΠΑ και την πολιτική ηγεσία και όχι να προσπαθεί να αποδυναμώσει η να διαλύσει την KGB. Όταν στις 17 Δεκεμβρίου του 1974 καλεί τον Άνγκλετον και του ζητάει να παραιτηθεί από την θέση του, αλλά να συνεχίσει να εργάζεται ως ειδικός σύμβουλος στην CIA, ο τελευταίος αρνείται κατηγορηματικά να συναινέσει. Πιστεύει ότι είναι πολύ δυνατός για να τον διώξουν, ότι τίποτε δεν μπορεί να τον αγγίξει.
Την επόμενη ημέρα η μοίρα του Άνγκλετον στην υπηρεσία σφραγίστηκε από ένα τηλεφώνημα του δημοσιογράφου Σέιμουρ Χερς των New York Times στον Κόλμπι.
Σε αυτό τον ενημέρωσε ότι θα έγραφε ένα άρθρο για τις μυστικές παράνομες επιχειρήσεις της CIA που «έτρεχε» ο Άνγκλετον στην Αμερική και παρά τις ικεσίες του τελευταίου να μην το γράψει δεν έκανε πίσω.
Την ημέρα που δημοσιεύθηκε το άρθρο ο Κόλμπι αποκαθήλωσε τον Άνγκλετον και τοποθέτησε τον Γιώργο Κάλαρη επικεφαλή του τμήματος αντικατασκοπείας της CIA.
Του ανέθεσε άμεσα να ξεκαθαρίσει το χάος που άφηνε πίσω του ο προκάτοχός του, ο οποίος την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πήγε να τον επισκεφτεί, όχι πάντως για να του πει τα κάλαντα.
Βρήκε τον Κάλαρη να καπνίζει-ήταν μανιώδης καπνιστής μέχρι το τέλος της ζωής του-και του είπε ξεκάθαρα: «Θα σε συντρίψω. Δεν είναι κάτι προσωπικό, απλά βρέθηκες στην μέση ενός πολέμου μεταξύ του Κόλμπι και εμένα. Σε λυπάμαι γιατί είδα τον φάκελό σου και σου λέω ότι θα σε λιώσω». Ο Γιώργος Κάλαρης χαμογέλασε, του έδειξε ευγενικά την πόρτα της εξόδου και με μια ομάδα άρχισε να ψάχνει τα μυστικά αρχεία του Άνγκλετον. Στον δεύτερο και τον τρίτο όροφο των κεντρικών γραφείων στο Λάνγκλει, βρέθηκαν σφραγισμένα δωμάτια γεμάτα από φακέλους και πάνω από σαράντα χρηματοκιβώτια κλειδωμένα. Όταν ζήτησε τους συνδυασμούς κανείς δεν τους ήξερε οπότε έφερε ειδικούς να τα ανοίξουν και έπεσε από τα σύννεφα όταν οι δικοί του εξέτασαν το περιεχόμενο τους.
Οι 40.000 μυστικοί φάκελοι
Υπήρχαν άκρως απόρρητα έγγραφα, σημειώσεις, γράμματα, φωτογραφίες κασέτες με συνομιλίες και όπως είπε ο Κάλαρης στον Κόλμπι «κάποια πολύ αλλόκοτα πράγματα για τα οποία δεν θα μιλήσω ποτέ ξανά σε κανέναν». Υπήρχαν επίσης φάκελοι για δύο ανώτερους αξιωματούχους της MI5 και για δεκάδες δημοσιογράφους, την ύπαρξη των οποίων δεν ήξερε κανείς μέχρι εκείνη την ημέρα. Ο Άνγκλετον δρούσε μόνος του, έχοντας στήσει ουσιαστικά ένα παραμάγαζο μέσα στην CIA, με μια τεράστια συλλογή στοιχείων, που δεν είχαν αρχειοθετηθεί ποτέ και δεν τα είχε δείξει ούτε στους εκάστοτε διευθυντές της υπηρεσίας.
Χρειάστηκαν έξι χρόνια και μια ομάδα τεχνικών που δούλευε με βάρδιες είκοσι τέσσερις ώρες το 24ωρο για να εξεταστούν οι 40.000 μυστικοί φάκελοι του Άνγκλετον. Ο Κάλαρης είχε δώσει εντολή να κρατηθούν οι πιο σημαντικοί για την CIA και το ποσοστό τους να μη ξεπερνάει το μισό του 1% του συνόλου, δηλαδή τους διακόσιους! Όλοι οι υπόλοιποι καταστράφηκαν και ο Ελληνοαμερικανός πράκτορας έλαβε τα εύσημα για το εξαιρετικό έργο που είχε επιτελέσει, ενώ η επόμενη θέση του ήταν διευθυντής του τομέα για την Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη.
Το 1979 πήρε τα εύσημα επειδή κατάφερε να λήξει η εχθρότητα δεκαετιών ανάμεσα στην CIA και το FBI, όταν έστησε μια κοινή επιχείρηση των δύο υπηρεσιών με στόχο Σοβιετικούς πράκτορες που ήθελαν να αυτομολήσουν. Η γυναίκα του Ισμήνη Μικρούτσικος παραπονιόταν μόνο για δύο πράγματα: Ότι δεν τον έβλεπε πολύ και ότι κάπνιζε σαν φουγάρο, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, χωρίς να νοιάζεται για τον καπνό. Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά τον Τόμας, τον Τίμοθι και την Στέισι, που τον χόρτασαν όταν συνταξιοδοτήθηκε το 1980 και αποχώρησε μετά είκοσι οχτώ χρόνια δράσης.
Παρόλο που τον προσέγγισαν πολλοί δημοσιογράφοι, αρνήθηκε να μιλήσει σε όλους για την θητεία του στην CIA, τις νύχτες στην Ινδοκίνα, τις επιχειρήσεις στο Λάος, το χάος του Άνγκλετον και τους χιλιάδες φακέλους που καταστράφηκαν. Έξυπνος, ψύχραιμος και με χιούμορ που τσάκιζε κόκαλα ο Τζορτζ Κάλαρης μπήκε στο νοσοκομείο τον Σεπτέμβριο του 1995, αντιμετωπίζοντας προβλήματα στο συκώτι και στην καρδιά. Όταν οι γιατροί τον «έπιασαν» να καπνίζει κρυφά έσπασαν το κεφάλι τους για να βρουν πως μπόρεσε να βρει τσιγάρα μέσα στο νοσοκομείο και όταν τον ρώτησαν ο Ελληνοαμερικανός πράκτορας απλά χαμογέλασε και τους είπε: «Μυστικό της δουλειάς. Αν σας το πω μετά θα πρέπει να σας σκοτώσω…»