Από Άννα Μαλλιαρού
Ήταν Σάββατο, 29 Ιουνίου 2002 όταν μια έκρηξη στο λιμάνι του Πειραιά θα άνοιγε τον δρόμο για την εξάρθρωση της οργάνωσης «17 Νοέμβρη».
Ο «Μιχάλης» και ο «Λουκάς» ετοιμάζονταν να τοποθετήσουν δύο εκρηκτικούς μηχανισμούς στα γραφεία της Hellas Flying Dolphins. Ωστόσο, η μία βόμβα θα εκραγεί στα χέρια του Σάββα Ξηρού, σηματοδοτώντας και το τέλος της δράσης της οργάνωσης, μετά από 27 χρόνια.
Το κινέζικο ρολόι και η αρχή του τέλους
Οι δύο τους ξεκινούν µε ταξί από τη γιάφκα της οδού ∆αµάρεως 73 στο Παγκράτι µε κατεύθυνση την προβλήτα του µεγαλύτερου λιµανιού της χώρας. Για λόγους ασφαλείας στην Καλλιθέα αλλάζουν ταξί.
Λίγο μετά τις 22.00 βρίσκονται µπροστά στα εκδοτήρια της ακτοπλοϊκής εταιρείας. Ο Σάββας Ξηρός είναι έτοιµος να τοποθετήσει την ωρολογιακή βόµβα στο κιόσκι της εταιρείας. Εκείνη όμως θα πυροδοτηθεί στα χέρια του.
Ο Σάββας Ξηρός θα τραυματιστεί σοβαρά και θα μεταφερθεί αρχικά µε ασθενοφόρο στο Τζάνειο Νοσοκοµείο. Οι Αρχές εντοπίζουν πίσω από τα εκδοτήρια του λιµανιού και δεύτερο εκρηκτικό µηχανισµό. ∆ίπλα του υπάρχει ένας σάκος µε δύο χειροβοµβίδες και ένα 38άρι περίστροφο.
Το κουβάρι έχει ήδη αρχίσει να ξετυλίγεται…
Την ευθύνη για την «πρόωρη» έκρηξη θα αναλάβει αργότερα ο Σάββας Ξηρός που θα πει σε μία από τις καταθέσεις του: «Εκείνη την ημέρα είχαμε φτιάξει πολλές βόμβες και σε μία από αυτές είχαμε χρησιμοποιήσει ένα φτηνό κινέζικο ρολόι το οποίο είχε πλαστικό και όχι μεταλλικό περίβλημα. H έκρηξη είναι δικό μου λάθος και έγινε γιατί πίεσα το ρολόι…».
«Φύγε εσύ…»
Τη στιγμή της έκρηξης θα περιγράψει χρόνια αργότερα και ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη»:
«Τελευταία φορά που τον είδα σωματικά ακέραιο έστριβε ανάμεσα στους θάμνους, εκείνο το βράδυ στον Πειραιά. Τα τελευταία σίγουρα, σταθερά βήματα του Σάββα. Δεν μπορούσαμε τότε να φανταστούμε ότι το τέλος μιας ολόκληρης εποχής ήταν μπροστά μας, ότι θα το πλησιάζαμε βήμα το βήμα, θα το φτάναμε. Έξι βήματα δικά μου. Ένα ασθενοφόρο μανουβράριζε στο χώρο της προβλήτας, λίγο πιο πέρα. Σταμάτησε. Από εκεί που στάθηκε δεν μας έβλεπε. Άλλα τρία βήματα. Απέναντι, στην άλλη πλευρά της λεωφόρου. κάποιοι διαβάτες περίμεναν να ανάψει το πράσινο για τους πεζούς. Δεν μας έβλεπαν… Άλλα έξι.
Τώρα έπρεπε να είχε βγει. Τίποτα. Τα πόδια βάρυναν, η καρδιά σφίχτηκε. Συνέχισα να περπατώ, ολοένα και πιο αργά, σαν να μπορούσα έτσι να επιβραδύνω τη ροή του χρόνου, να μπλοκάρω το χέρι της μοίρας.
Η έκρηξη ήταν μικρή, υπόκωφη. Μια φευγαλέα λάμψη, ένα σύννεφο καπνού και σκόνης σηκωνόταν στον αέρα. […]
Τώρα τον είχε σωριάσει στο πλακόστρωτο. Το πρόσωπο κατάστικτο, μαύρα και κόκκινα σημάδια, τα μαλλιά μες στο αίμα, η μπλούζα μπροστά είχε εξαερωθεί, έλειπε, όλο το δέρμα ήταν κόκκινο, αλλά δεν αιμορραγούσε, δεν είχε ορατή πληγή. Εκτός από το χέρι, που τα δάχτυλα δεν διακρίνονταν.
Είχε περασμένη διαγώνια μια μικρή τσάντα. Τώρα είχε χαθεί. Έμενε μόνο το λουρί της. Σε μια παράλογη κίνηση, του το έβγαλα απαλά – να μην τον σφίγγει, σκέφτηκα.
“Μπορείς να περπατήσεις;” φώναξα. “Φύγε εσύ. Εσύ φύγε”. Εκείνη την ώρα. τόσο κοντά στον παντοτινό μας συνοδοιπόρο, σκεφτόταν μόνο το σύντροφό του. Ήθελε να φύγω, να μη μείνω δίπλα του.
Έψαξα γύρω, μέσα στον καπνό, τη σκόνη, τα σπασμένα κλαδιά, τα πεσμένα φύλλα. Έψαχνα το όπλο, τις χειροβομβίδες, τη μικρή τσάντα. Πουθενά. Αργότερα θα τα βρει η αστυνομία κάτω από το κοντέινερ των γραφείων ή γαντζωμένα στα κλαδιά των δέντρων.
Γύρισα ξανά στον πεσμένο σύντροφο. Τον αγκάλιασα, το αίμα πότισε τα ρούχα μου. “Πώς είσαι; Μπορείς να περπατήσεις;”. Ξανά η σιγανή φωνή, τα ήρεμα λόγια που έσπαγαν λίγο, μου τόνιζε: “Φύγε εσύ.
Φύγε, φύγε…”.
Πήγα γρήγορα στο ασθενοφόρο. “Εκεί στους θάμνους είναι ένας τραυματίας, πηγαίνετε γρήγορα”. Ο οδηγός απρόθυμος κάτι μουρμούρισε, ότι κάτι περίμεναν, κάτι τέτοιο. “Γρήγορα, βοηθήστε τον”. Μιλούσα ήρεμα και εγώ, μόνο το χέρι έσφιγγε, μέσα από την τσέπη του μπουφάν, μανιασμένα το σαρανταπεντάρι.
Ξεκίνησαν αργά. Περίμενα να φτάσουν στον Σάββα. Από μακριά ακούγονταν οι πρώτες σειρήνες των περιπολικών. Απομακρύνθηκα στη σκοτεινιά της προβλήτας. Σκοτείνιαζε ήδη για το μεταπολιτευτικό αντάρτικο πόλης…».
Οι γιάφκες
Ο «Μιχάλης» της 17 Νοέμβρη μεταφέρεται από το Τζάνειο στον Ευαγγελισμό με σοβαρά τραύματα στα μάτια, στον θώρακα και με ακρωτηριασμένα τα τρία δάχτυλα στο δεξί του χέρι.
To περίστροφο που θα βρεθεί δίπλα στον Σάββα Ξηρό θα διαπιστωθεί απο τον σειριακό αριθμό ότι ανήκε στον αστυνομικό Χρήστο Μάτη, ο οποίος είχε δολοφονηθεί το 1984 κατά τη διάρκεια ληστείας στην Εθνική Τράπεζα στα Πετράλωνα και είχε χρησιμοποιηθεί σε δράσεις της 17 Νοέμβρη.
Την 1η Ιουλίου 2002 ανακοινώνεται από την αστυνομία ότι ο τραυματίας είναι ο Σάββας Ξηρός. Από τις φωτογραφίες που δημοσιοποιούνται ο Ξηρός αναγνωρίζεται και οι αρχές εντοπίζουν τις δύο γιάφκες της οργάνωσης, στην όδο Πάτμου και την όδο Δαμάρεως.
Μέσα στη γιάφκα της Πάτμου οι αστυνομικοί θα βρουν την κόκκινη σηµαία της οργάνωσης µε το κίτρινο αστέρι στη µέση, προκηρύξεις, αντιαρµατικές ρουκέτες που είχαν κλαπεί το 1988 από το στρατόπεδο Συκουρίου της Λάρισας, όπλα και εκρηκτικά…
Η κατάθεση μέσα από τον Ευαγγελισμό
Ενώ ακόμη νοσηλεύεται βαριά τραυματισμένος ο Σάββας Ξηρός θα καταθέσει στον τότε εισαγγελέα Πρωτοδικών, αρμόδιο για θέματα τρομοκρατίας, Ιωάννη Διώτη και θα παραδεχτεί τη συμμετοχή του στη 17 Νοέμβρη. Παράλληλα θα περιγράψει τη δομή και τη δράση της οργάνωσης με λεπτομέρειες.
Αργότερα ο Ξηρός θα καταγγείλει ότι η κατάθεσή του έγινε υπό τη χορήγηση ισχυρών ψυχότροπων φαρμάκων που προκαλούσαν «τρόμο» και «αγαλίαση», ενώ θα κάνει λόγο για βασανιστήρια με εικονικές εκτελέσεις, για απειλές και για χρήση μηχανημάτων «θορύβου».
«Βράδιασε. Η καθιερωμένη ώρα των ανακρίσεων. Χθες που έφθασα στο χείλος του θανάτου πρώτη φορά που δεν έγιναν. Σήμερα δεν έχουν κανέναν λόγο να καθυστερούν. Κάτι τα κοκτέιλ, κάτι αν διαρρεύσει ότι με κρατάνε και με ανακρίνουν, κάτι αν δεν αντέξω και με χάσουν, πρέπει να βιαστούν…» θα γράψει αργότερα μεταξύ άλλων στο βιβλίο του «Η μέρα εκείνη» για τις ανακρίσεις στο νοσοκομείο.
Οι συλλήψεις και η παράδοση Κουφοντίνα
Λίγες ημέρες αργότερα ξεκινούν οι συλλήψεις των υπόλοιπων µελών, µε ταυτόχρονες επιχειρήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ανάµεσά τους είναι και δύο από τα αδέλφια του Σάββα Ξηρού, ο Χριστόδουλος και ο Βασίλης.
Στις 17 Ιουλίου συλλαµβάνεται στους Λειψούς ο αρχηγός της οργάνωσης Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, γιος του ιστορικού ηγέτη των τροτσκιστών ∆ηµήτρη Γιωτόπουλου.
Το μεσημέρι της 5ης Σεπτεμβρίου 2002, ένα ταξί που μεταφέρει τον «Λουκά» σταματά μπροστά από τη ΓΑΔΑ. Αφήνει για την κούρσα 100 ευρώ στον ταξιτζή, πλησιάζει το φυλάκιο στην είσοδο και λέει στον αστυνομικό που έχει υπηρεσία: «Είμαι ο Δημήτρης Κουφοντίνας και θέλω να παραδοθώ…».
Συνολικά δεκατρία άτοµα θα καταδικαστούν τελεσίδικα για συµµετοχή στην οργάνωση. Η ποινή στο Εφετείο για τον Σάββα Ξηρό θα είναι 5 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη για συµµετοχή σε 5 δολοφονίες, σε ληστείες και σε εκρήξεις.
Με πληροφορίες από: sansimera, wikipedia, «Δημήτρης Κουφοντίνας: Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», εφημερίδα Καθημερινή, «Σάββας Ξηρός: Η μέρα εκείνη»
Φωτογραφίες αρχείου: Eurokinissi