Στην πιο κρίσιμη περίοδο της τρέχουσας κοινοβουλευτικής τετραετίας, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε ό,τι θα έκανε κάθε αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης, μπροστά στην τραγωδία που δοκιμάζει τη χώρα: κάλεσε την κυβέρνηση να απευθυνθεί στο λαό.
Πρωθυπουργός που σέβεται το αξίωμά του τουλάχιστον θα έπαιρνε αμέσως το λόγο για να πει ό,τι νόμιζε.
Αμήχανος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έβγαλε μπροστά τον κακομοίρη, αντικοινοβουλευτικό, Γ. Γεραπετρίτη για την πρώτη αντίδραση και έτρεξε στα αποδυτήρια να τον σκηνοθετήσουν για την απάντηση.
Ο αμφιλεγόμενος καθηγητής έδειξε ευτέλεια τρόπων και ροπή σε νομικισμούς της σειράς. Αδυνατώντας καν να κατανοήσει τι είπε ο Τσίπρας, έδωσε δείγματα … άγνοιας του Συντάγματος με δοκησισοφίες, αρλούμπες με παλιά «τσιτάτα» εμφανίστηκαν ως πολιτικός λόγος…
Ήταν ο χειρότερος που θα μπορούσε να επιλέξει ο Πρωθυπουργός αντ’ αυτού, μέχρι ο ίδιος να συνέλθει από το σφυροκόπημα του Τσίπρα -που ήταν ο κυρίαρχος της συνεδρίασης με συγκροτημένη πολιτική παρουσία και κοινοβουλευτική ευστοχία..
Όταν το ηθικό του Πρωθυπουργού αναστηλώθηκε και επέστρεψε στην αίθουσα για να πάρει το λόγο, ήταν φανερό ότι τον συμβούλεψαν να βγει «επιθετικά» για να δείξει χαρακτήρα και του βγήκε μπούμερανγκ.
Τα πρώτα δέκα λεπτά της ομιλίας του δεν ήταν απάντηση πρωθυπουργού που δέχεται κριτική από την αντιπολίτευση και πρόκληση εκλογές, αλλά αδέξια μεταφορά παλιάς ελληνικής κωμωδίας. Ανάμεσα σε σαρδόνια αφασία και βεβιασμένα γελάκια αυτοπεποίθησης, που έκρυβαν άγχος.
Αντί για αποφασιστικότητα, όπως εμφανώς του συνέστησαν, έβγαζε τις αποχρώσεις φωνής του Γιάννη Γκιωνάκη στα «Κίτρινα γάντια» όταν έλεγε «πορτοκαλάδα από πορτοκάλι θέλετε;» ή «κι εγώ αγαπάω μία 19 χρόνια, αλλά δεν με θέλει…» .
Ή το «άγριο» στυλ Χατζηχρήστου στην ταινία «Της κακομοίρας», όταν… φοβέριζε «μη με κρατάτε» -και αμέσως παρακαλούσε να τον κρατήσουν…
Ύφος εξέδρας, εύκολες κορώνες, τετριμμένες κοινοτοπίες σε εναλλαγή με στημένες ειρωνείες για τις οποίες γελούσε μόνος, παλιά ξεπατικώματα, παιδικοί πανηγυρισμοί, και αδέξιοι καγχασμοί ψυχολογικής αυτό-υποστήριξης.
Μετά από κάθε φράση, ευχαριστημένος από τον εαυτό του, έκανε παύση για το στημένο χειροκρότημα της κλάκας.
Η Ντόρα κάνει ήδη καλή δουλειά στους βουλευτές, που χειροκροτούσαν σαν τρελοί, χωρίς να καταλαβαίνουν τι άκουγαν.
Έλεγε «ότι τον συμφέρει να κάνει εκλογές, αλλά δεν θέλει να διαταράξει τη σταθερότητα». Τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, αρνήθηκε φοβικά την πρόκληση Τσίπρα. Ευλόγως. Του δειλού η μάνα ποτέ δεν έκλαψε…
Όσα είπε για τον προϋπολογισμό στη συνέχεια, ήταν συνονθύλευμα παραπληροφόρησης, αφασίας και άρνησης να απαντήσει στην ουσία.
Για την αποδεδειγμένη ψευδολογία του για τις ΜΕΘ η στάση του ήταν δραματική. Δεν θα άντεχε ούτε λεπτό στον ανιχνευτή ψεύδους, όταν έλεγε «ποτέ δεν πήρα τη μελέτη Τσιόδρα». Η μύτη του βρήκε τον απέναντι τοίχο.
Συνέχισε πάντως να ταπεινώνει τον «Σωτήρη» λέγοντας -ξεπατίκωμα από τον Σκέρτσο- ότι «δεν περίμενε τη μελέτη του καθηγητή και κανενός καθηγητή για να ενισχύσει το ΕΣΥ».
Είχε, λέει, βγάλει από μόνος του εκ των προτέρων τα συμπεράσματα της έρευνας, αλλά προτού αρχίσουν οι εκατόμβες στα «ενισχυμένα » νοσοκομεία με τους 20.000 θανάτους… Ψέμα στο ψέμα σε μια παράσταση απελπισμένης επίδειξης … ισχύος.
Θύμισε τις απαντήσεις του όταν κλήθηκε να απολογηθεί για τον Λιγναδη και την τοποθέτηση του σε δημόσιο αξίωμα.
Κατά τα λοιπά η απάντησή του στην τεκμηριωμένη κριτική Τσίπρα για τον προϋπολογισμό ήταν πλίνθοι και κέραμοι, ατάκτως ερριμένοι. Με στεντόρεια φωνή και διανθίζοντας την ομιλία του με ευτελή επιχειρήματα και χαμηλού επιπέδου επιθέσεις στον αντίπαλό του.
Η πολιτική ουσία όμως δεν αλλάζει. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης άλλαξε τη σελίδα της πολιτικής θέτοντας τον Πρωθυπουργό ενώπιον της ευθύνης του να προκηρύξει εκλογές.
Δεν τόλμησε να σηκώσει το γάντι, αλλά στο εξής κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι ο Μητσοτάκης στέκεται καλά στη θέση του.
Η πλακίτσα «θα ήθελα να κάνω εκλογές για να δω το φόβο στα μάτια του Τσίπρα» ανήκει απλώς στο επιθεωρησιακό μέρος της παρουσίας του.
Τα δικά του τρεμόπαιζαν καθώς το έλεγε, δείχνοντας ότι η ψυχούλα του το ξέρει…