Γράφει η Μαρία Θερμού
Ζωγράφιζε σπίτια με μικρές όμορφες προσόψεις, με χρώματα που αντλούσαν έμπνευση κατ΄ευθείαν από την αρχαιοελληνική παράδοση και με όγκους στο μέτρο της ανθρώπινης κλίμακας.
Όπως το δικό του στην οδό Γουέμπστερ 5 κάτω από την Ακρόπολη, που πάνω από το κεφάλι του όπως έστεκε, ήταν η καθημερινή, οικεία εικόνα του, ως διαρκής υπενθύμιση για αρμονία και τέχνη.
Για 30 περίπου χρόνια έζησε στο σπίτι αυτό ο Σπύρος Βασιλείου, δουλεύοντας ασταμάτητα αλλά και απολαμβάνοντάς το με την οικογένεια και τους φίλους του, ειδικά στις γιορτές της Καθαράς Δευτέρας, όταν όλος ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος της Αθήνας έδινε το παρών.
Γιατί για περισσότερο από μισό αιώνα η «άλλη» ιστορία της Αθήνας, γραφόταν κάθε χρόνο εκείνη την ημέρα στο σπίτι του Βασιλείου. Αυτό, που παρ΄ολίγον να βγει σε πλειστηριασμό προχθές, αν και η κακοκαιρία ανέκοψε τη διαδικασία.
Ο πλειστηριασμός θα διεξαχθεί εκ νέου σε δύο μήνες, η δυσάρεστη εξέλιξη όμως, φαινόταν αναπόφευκτη, καθώς πεπερασμένη υπήρξε και η προσπάθεια των οικείων και κληρονόμων του να μετατρέψουν το σπίτι σε μουσείο, παράλληλα με την διοργάνωση εκπαιδευτικών καλλιτεχνικών προγραμμάτων.
Το «Ατελιέ Σπύρου Βασιλείου» η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία που είχαν συστήσει οι δύο κόρες του ζωγράφου η Δροσούλα και η Δήμητρα, για να συνεχίσουν οι δικές τους κόρες, Λούση Έλλιοτ και Αντώνια Φωτοπούλου κατόρθωσε να λειτουργήσει ως το 2016.
Η οικονομική κρίση όμως, που έπληξε όλες τις πολιτιστικές δραστηριότητες δεν άφησε πολλά περιθώρια για την συνέχειά του, καθώς μάλιστα τα έσοδα, που προέρχονταν αποκλειστικά από τα εκπαιδευτικά προγράμματα σχεδόν μηδενίστηκαν.
Όταν εγκαινιάστηκε εξάλλου το μουσείο, το 2004, είχε χρηματοδοτηθεί από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης στο πρόγραμμα «Πολιτισμός» του 2003 -2006, κάτι που δεν είχε συνέχεια. Προσημειώσεις και υποθήκες σε Τράπεζες αλλά και χρέη προς το Δημόσιο οδήγησαν τελικώς στον πλειστηριασμό του ακινήτου.
Η ιστορία
Το 1957 είχε κτισθεί το σπίτι, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού που ήταν φίλος του ζωγράφου ενώ σήμερα ανήκει εξ ολοκλήρου στην κυρία Δροσούλα Έλλιοτ (Βασιλείου), που το κληρονόμησε από την μητέρα της, την αγαπημένη σύντροφο του ζωγράφου, Κική. Πρόκειται για μία τριώροφη μονοκατοικία σε μοντερνιστικό στυλ και με διαχωρισμένες τις λειτουργίες, σε ατελιέ και ιδιωτικούς χώρους.
Σε οικόπεδο μόλις 190 τ.μ. και με συνολική επιφάνεια 229,54 το σπίτι της οδού Γουέμπστερ βρίσκεται όμως σε μία από τις ωραιότερες γειτονιές της Αθήνας, καθώς απέχει ελάχιστα από την Διονυσίου Αρεοπαγίτου και φυσικά από την Ακρόπολη.
Το ποσόν των 533.681 ευρώ που ήταν έτσι, η τιμή εκκίνησης στον πλειστηριασμό, χαρακτηρίζεται ως δελεαστικό, δεδομένης και της καλής κατάστασης στην οποία βρίσκεται καθώς είχε ανακαινισθεί τα τελευταία χρόνια.
Το οίκημα παρά την ιστορία του δεν είναι διατηρητέο, επομένως το υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει ανάμειξη, αν και δεν θα ήταν παράξενο, αν έκανε κάποια παρέμβαση ώστε να διατηρηθεί η μνήμη και η προσφορά του σπουδαίου καλλιτέχνη.
Αλλά και ένα κομμάτι της αθηναϊκής ιστορίας ασφαλώς, καθώς ο ακούραστα παραγωγικός ζωγράφος, αγιογράφος, σκηνογράφος και σχεδιαστής, που τον έθελξαν όλες οι μορφές της τέχνης, της οποίες υπηρέτησε με ενθουσιασμό, άνοιγε διάπλατα το σπίτι του μια φορά το χρόνο στην κατ΄ εξοχήν παραδοσιακή γιορτή της Αθήνας, τα Κούλουμα, υποδεχόμενος όλη την επώνυμη κοινωνία της πρωτεύουσας.
Από τους ομότεχνους Γιάννη Τσαρούχη, Γιάννη Μόραλη και Μποστ ως τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μάριο Πλωρίτη, τον Κ. Θ. Δημαρά, τη Ραλλού Μάνου, την Κατερίνα Ανδρεάδη, τον Μιχάλη Κακκογιάννη, τον Μάνο Κατράκη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Νόνικα Γαληνέα και πολλούς ακόμη. Μη εξαιρουμένων και των έκτακτων «συμμετοχών», όπως του Γιώργου Ζαμπέτα που έκανε εντυπωσιακή είσοδο με την ορχήστρα του αλλά και με αλλαγές στη σύνθεση όσο περνούσαν τα χρόνια.
Μνήμη και νοσταλγία
Την παλιά αστική Αθήνα απεικόνισε εξάλλου κατά κύριο λόγο, αυτός ο εξαίρετος ζωγράφος στο έργο του. Την Αθήνα, που έζησε από τα νεανικά του χρόνια, το 1921 όταν έφθασε από την πατρίδα του το Γαλαξίδι για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών και να ενταχθεί από την αρχή, μένοντας πιστός ως το τέλος, στο κίνημα της «ελληνικότητας» στην τέχνη.
Γιατί χωρίς να απορρίπτει τα ξένα ρεύματα πίστευε πάντα, πως η πρόσληψή τους οφείλει να περνά από την κρησάρα της ιστορίας της ελληνικής τέχνης, που μετρά χιλιετίες. Και αυτό έπραξε ο ίδιος, καλλιτεχνικά και θεματολογικά, δημιουργώντας έργα ευαισθησίας, μνήμης και νοσταλγίας ενός κόσμου παρελθόντος αλλά ζωντανού συγκινησιακά, με τη σαφή πρόθεση να φέρει τον θεατή σε επικοινωνία με το τότε, ώστε να αναζητήσει τις ρίζες του.
Ένας συνδυασμός της παράδοσης με τον νεωτερισμό, του λόγιου με το λαϊκό στοιχείο, που είχε ως αποτέλεσμα το προσωπικό ιδίωμα του ζωγράφου.
Ο χαρταετός, η ραπτομηχανή, το στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι των υπαίθριων καφενείων, μια παλιά λάμπα, ένας καθρέφτης λειτουργούν ως ενδιάμεσοι φορείς αυτής της ιδέας ενώ η απόδοση απλών καθημερινών στιγμών των ανθρώπων μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ηθογραφία, στοχεύουν όμως στην επισήμανση ενός πιο ήρεμου τρόπου ζωής, από τον οποίο ο κόσμος έχει απομακρυνθεί.
Η Αθήνα πρωταγωνιστής
Η ίδια η Αθήνα ωστόσο είναι ο μέγας πρωταγωνιστής στο έργο του, καθώς παρακολουθεί και καταγράφει τις μεταμορφώσεις της χρόνο με το χρόνο.
«Τώρα που η κατεδάφιση της Αθήνας έσβησε το ευαίσθητο φεστόνι από τον αττικό ουρανό, όλοι τρέχουν όταν αρχίσει άλλο ένα γκρέμισμα ν΄ αγοράσουν κανένα ακροκέραμο, μια σιδεριά, ένα φουρούσι. Το ταπεινό κεραμεικό ανθέμιο πάει να γίνει σύμβολο της χαμένης αθηναϊκής ευαισθησίας», όπως έγραψε ο ίδιος.
Από το σπίτι του άλλωστε, όπου έχει στημένο το καβαλέτο βλέπει τον ιστό να απλώνεται γύρω του και τον κλοιό να σφίγγει, τα νεοκλασικά που δίνονται αντιπαροχή, τις σκαλωσιές που ανεβάζουν ορόφους πολυκατοικιών. Κάποια στιγμή πυκνό πλέγμα από κεραίες εισβάλλουν στο συμμετρικό, αστικό τοπίο των εικόνων του και η γραμμή του ορίζοντα αλλοιώνεται από τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Θέλει λοιπόν κάτι να κρατήσει από αυτά λέγοντας «Μια και η μοίρα μας είναι να ζήσουμε από δω και μπρος ανάμεσα σε όγκους μπετόν, πότε οικείους και πότε απάνθρωπους, ας συντηρήσουμε όπου είναι δυνατόν τις δαντελένιες φρίζες των ακροκέραμων που συμφιλιώνουν τον όγκο του σπιτιού με το φως του ουρανού».
Κρατάει με επιμονή όμως και τα τοπόσημά του, την Ακρόπολη πρώτα- πρώτα, τον Λυκαβηττό στην άλλη άκρη της Αθήνας του, βλέπει το φεγγάρι να ξεπροβάλλει πίσω από τον Υμηττό και τον ήλιο να λάμπει. Κι αν απομακρυνθεί από την πόλη, αυτό θα γίνει για να βρεθεί κοντά στη θάλασσα, που ζωγραφίζει με όλη τη χαρά ενός αενάως νεοφώτιστου: Βαθιά γαλάζια με τα καΐκια της να ταξιδεύουν σε ήρεμα νερά. «Σπύρο, εσύ ζωγραφίζεις τα καράβια και εγώ τους ναύτες», του είχε πει ο φίλος Γιάννης Τσαρούχης.
Δεν ήταν οι καμβάδες όμως τα μόνα έργα του Σπύρου Βασιλείου, του «μπαρμα-Σπύρου» της νεοελληνικής ζωγραφικής, αφού στην μακρά δημιουργική του πορεία φιλοτέχνησε θρησκευτικές εικόνες, ξυλόγλυπτα, σκηνικά για το θέατρο, εκπληκτικές αφίσες του ΕΟΤ, κόσμησε ημερολόγια της ΔΕΗ, έκανε υπέροχες εικονογραφήσεις σε αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου ενώ ακόμη και στον πόλεμο ήταν στρατιωτικός ζωγράφος. ενώ σ΄αυτόν οφείλεται η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Όπως είχε πει σε μία συνέντευξή του το 1983 –δύο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή– στην δημοσιογράφο Φανή Πετραλιά «Το καβαλέτο πάει να γίνει εξάρτημα του κορμιού μου. Το όποιο ταλέντο μου δεν το σκόρπισα άστοχα».