Πρώτον, ήταν δυνατόν να αποφεύγαμε τον πόλεμο;
Για να αποφευχθεί έπρεπε να λειτουργήσει η ουκρανική ή η δυτική αποτρεπτική στρατηγική -είτε συνδυαστικά- έναντι της Μόσχας. Αμφότερες απέτυχαν και η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.
Αναμφίβολα τα κράτη του ΝΑΤΟ δεν μπορέσαν να αποτρέψουν την ρωσική εισβολή, ενώ υπήρξαν ξεκάθαρες ενδείξεις για τις επερχόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Μόσχας. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι πραγματοποιήθηκε στρατηγικός αιφνιδιασμός από την πλευρά της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όταν τα δυτικά κράτη υποστήριζαν πως επίκειται ρωσική επέμβαση.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ μπορέσαν να αποτρέψουν τη Σοβιετική Ένωση, ώστε να μην να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα ως προς την επίτευξη των πολιτικών της στόχων στον ευρωπαϊκό χώρο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της δυτικής αποφασιστικότητας ήταν αυτό του Δυτικού Βερολίνου.
Επομένως, στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον δεν υπήρξε επαρκής βούληση, εκ μέρους των δυτικών κρατών, ώστε να υπάρξουν αντίστοιχες δεσμεύσεις έναντι του ρωσικού αναθεωρητισμού.
Δεύτερον, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν εναντίον της Ρωσίας μπορούν να επιφέρουν κατάπαυση τους πυρός και να αποκαταστήσουν την κυριαρχία της Ουκρανίας;
Αφού σε πρώτη φάση η απειλή κυρώσεων δεν λειτούργησε ως μέσο αποτροπής, χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο τιμωρίας της Μόσχας και μέσο αποχώρησες των ρωσικών δυνάμεων εισβολής, με απώτερο στόχο το status quo ante. Αν ο μοναδικός σκοπός των κυρώσεων είναι η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, δια μέσου του δυσβάσταχτου κόστους που θα επιφέρουν στη Μόσχα οι κυρώσεις, έως σήμερα δε φαίνεται να επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αντιθέτως, η Ρωσία προέβη σε κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, δημιουργώντας συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Η διεθνής εμπειρία έχει καταδείξει ότι οι οικονομικές κυρώσεις αφ΄εαυτές δεν αρκούν για να ανατρέψουν τα τετελεσμένα της ισχύος ή να επιφέρουν καθεστωτικές αλλαγές. (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράν, Συρία, Β. Κορέα)
Τρίτον, μπορούν οι διαπραγματεύσεις να τερματίσουν τον πόλεμο και να αποκαταστήσουν τη διεθνή νομιμότητα;
Σε κάθε περίπτωση διαπραγματεύσεων, κατά τη διάρκεια ή μετά από μία πολεμική σύγκρουση, οι τυχόν συμφωνίες αποτυπώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα τετελεσμένα της ισχύος στο πεδίο των μαχών. Επομένως, με ποιόν τρόπο θα πεισθεί η Ρωσία να αποχωρήσει από τα εδάφη που θα έχει καταλάβει, αν δεν ικανοποιηθούν οι πολιτικές της στοχεύσεις;
Πώς και ποιός θα «βγάλει» την Ρωσία από την Ουκρανία; Μεταψυχροπολεμικά και στους δύο πολέμους της πρώην Γιουγκοσλαβία υπήρξε στρατιωτική επέμβαση των δυτικών κρατών για να ανατραπούν τα τετελεσμένα της ισχύος επί του πεδίου. Πόσο πιθανοί είναι να υπάρξει αντίστοιχη δυτική δράση στον πόλεμο στην Ουκρανία, ώστε να επέλθη η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής της ανεξαρτησίας;
Τέταρτον, πόσο βέβαιο είναι πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα δρομολογήσει τη διαδικασία στρατηγικής χειραφέτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ατλαντικό πλαίσιο στους τομείς της Ασφάλειας και της Άμυνας;
Η δήλωση του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, ότι η Γερμανία θα δαπανήσει 100 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια για να ενισχύσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες μάλλον πρόωρα -ίσως και αυθαίρετα- συνδέθηκε ευθύγραμμα με την αυτονόμηση της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας της ΕΕ από την Ατλαντική Συμμαχία˙ η δήλωση του Γερμανού αξιωματούχου ήταν ξεκάθαρη: «Ας μην υποτιμά ο Πούτιν την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ».
Μεταπολεμικά είναι η πρώτη φορά που επανεξοπλίζεται η Γερμανία χωρίς την προτέρα σύμφωνη γνώμη των συμμάχων της. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν εμφανίζεται λιγότερο ενθουσιώδης, ως προς την ευόδωση της αμυντικής αυτονόμησης της ΕΕ.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μάλλον θα ανατροφοδοτήσει τις θέσεις των κρατών τις ανατολικής Ευρώπης όσον αφορά την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ και τη συμπληρωματικότητα της ΕΕ στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, παρά το αντίστροφο. Ούτως ή άλλως τις προθέσεις των κρατών-μελών της ΕΕ επί του θέματος, θα τις πληροφορηθούμε στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Πέμπτον, έπρεπε η Ελλάδα να αποστείλει στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία;
Η Ελλαδα ανήκει στους δυτικούς θεσμούς λόγω πολιτικά προσδιορισμένων σκοπών και συμφερόντων της ελληνικής κοινωνίας. Η συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή όφειλε, πέραν των ανθρωπιστικών πτυχών της, να συνυπολογίσει καλύτερα τις πιθανές επιπτώσεις για τους Έλληνες της Ουκρανίας -και της Ρωσίας- τόσο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, όσο και μετά το τέλος της.
Στην συντριπτική της πλειονότητα, η ελληνική κοινωνία εξαίρει τον ηρωισμό του ουκρανικού λαού, ο οποίος πολεμά για να προστατέψει την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική του ανεξαρτησία˙ πράξη για την οποία είναι άξιος θαυμασμού και απεριόριστου σεβασμού. Από την στιγμή που επαινούμε και συμμεριζόμαστε τον πατριωτικό πόλεμο των Ουκρανών, φαντάζομαι πως για λόγους αρχής και αξιοπιστίας οφείλουμε να το κάνουμε σε αντίστοιχες περιπτώσεις, όταν παραβιάζεται η εδαφική ακεραιότητα και/ή απειλείται η πολιτική ανεξαρτησία κάθε κράτους.
Έκτον, qui bono από τον ουκρανικό πόλεμο;
Αναμφίβολα ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία επανακαθορίζει τους άξονες που θα συγκροτούν την ευρωπαϊκή τάξη, τουλάχιστον στο δεύτερο τέταρτο του 21ου αιώνα. Οι συνισταμένες της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας θα αφορούν πρωτίστως την εξέλιξη των ευρωατλαντικών σχέσεων και φυσικά τον ρόλο και τη θέση της Ρωσίας.
Η εξίσωση είναι δύσκολη, όσον αφορά το πρώτο ο διαφορισμός έγκειται στην επιδίωξη διαιώνισης της πρωτοκαθεδρίας του ατλαντικού πλαισίου έναντι της αξίωσης για ευρωπαϊκή αυθυπαρξία στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Για τους φιλοατλαντιστές το δεύτερο είναι ανεκτό μόνο ως συμπληρωματικό του πρώτου.
Στο δεύτερο σκέλος, ποιός είναι ο κοινά αποδεκτός ρόλος που οι δυτικοί είναι διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν στη Ρωσία στην ανατολική Ευρώπη; Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεσαι να ενισχύει τις λιγότερο ευεπίφορες αντιλήψεις στη δυτική συμμαχία σχετικά με τον ρόλο της Ρωσίας.
Το έκτο ερώτημα δύναται να διατυπωθεί κι ως εξής: Θα επικρατήσουν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία οι αγγλοσαξονικές επιλογές εντός του ευρωατλαντικού χώρου σχετικά με τα δομικά χαρακτηριστικά της αναδυόμενης ευρωπαϊκής τάξης;
Κλείνοντας θα θέσω ένα ακόμη ερώτημα χωρίς απάντηση, όπως όλα τα αντίστοιχα ρητορικά. Τί μας κάνει να πιστευτούμε πως στην απευκταία περίπτωση στην οποία βρεθούμε σε ανάλογη θέση με την Ουκρανία τα δυτικά κράτη στο σύνολό τους θα λειτουργήσουν τοιουτοτρόπως;
Ακόμη και ως υποθετικό το εν λόγω εφιαλτικό ερώτημα προϋποθέτει πως η αποτρεπτική μας στρατηγική -τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική της διάσταση, για την οποία επαίρονται πολλοί- θα έχει αποτύχει παταγωδώς, είτε ότι εν γένει δεν την (πολυ)πιστεύουν, ευελπιστώντας σε ανάλογες δράσεις.