Γράφει ο Σταύρος Γριμάνης
Η Μαρία Δαμανάκη, ωστόσο, που πλέον κινείται μεταξύ Λονδίνου, Μονακό και Αθήνας, έχει φροντίσει εδώ και χρόνια να απενοχοποιήσει την προσωπική της εξέλιξη, δηλώνοντας ήδη από το 2009 ότι «δεν είμαι λιγότερο αριστερή απ’ ό,τι ήμουν στα 20 μου, απλώς θεωρώ ότι έχει ανοίξει η οπτική μου γωνία». Υπό αυτή την έννοια δεν την απασχόλησε ποτέ να μείνει προσκολλημένη στο παρελθόν, όσο ένδοξο κι αν ήταν. «Με ενδιέφερε να μείνω ζωντανή μετά. Οχι να φανώ αντάξια του παρελθόντος μου, αλλά να κρατήσω την ισορροπία μου, να μην αγκιστρωθώ σε ένα εικόνισμα, σε μια φωνή», έχει πει.
Ισως γιατί δεν όφειλε -και δεν οφείλει βέβαια- να αποδείξει κάτι παραπάνω σε κανέναν. Αλλωστε, όταν χρειάστηκε, στα μακρινά πλέον χρόνια της τυραννίας στη χώρα, όταν «όλα τα σκιαζε η φοβέρα», εκείνη δεν φοβήθηκε. Μόλις στα 21 της, στάθηκε όρθια και ταυτίστηκε μέσω της αντιδικτατορικής δράσης της και της φωνής της με το «Εδώ Πολυτεχνείο» και τον αγώνα «των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Οταν η εξέγερση έληξε με την αιματηρή εισβολή του τανκ και των δυνάμεων καταστολής, η Δαμανάκη ήταν και πάλι «παρούσα» καθώς συνελήφθη από τη χούντα, βασανίστηκε και φυλακίστηκε στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 1973 μέχρι τον Ιούλιο του 1974. Θα μπορούσε, λοιπόν, να επαναπαυθεί στο αγωνιστικό διαβατήριο, εξασφαλίζοντας απλά μια πολιτική καριέρα, όπως έπραξαν αρκετοί άλλοι.
Η ίδια ωστόσο, όπως φάνηκε από τη διαδρομή της, δεν ανήκε ποτέ σε αυτούς που… κάθονται ήσυχα. Η Μαρία Δαμανάκη είχε πάντα τον τρόπο να ξεχωρίζει, όπως παραδέχονται εχθροί και φίλοι. Με τη γοητεία της νιότης που σε συνδυασμό με τις δάφνες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου καθιστούσαν την παρουσία της θελκτική, αλλά και επιβλητική, ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητη. Είτε στη Βουλή, όταν εκλέχτηκε το 1977 με το ΚΚΕ στα 25 της, ως το νεαρότερο σε ηλικία μέλος στην Ιστορία του Ελληνικού Κοινοβουλίου, είτε στις διάφορες φορτισμένες πολιτικά εκδηλώσεις της Μεταπολίτευσης.
Ξεχωριστή παρουσία
Η συμπάθεια και η εκτίμηση του Χαρίλαου Φλωράκη στο πρόσωπό της ήταν αρκετή για να ανοίξει τη δική της περπατησιά στα δύσβατα κομματικά «μονοπάτια» του Περισσού. Παράγοντες της εποχής θυμούνται ακόμη με πόση περηφάνεια ο Χαρίλαος τη συνόδευε, για παράδειγμα, στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου κατά τις δεξιώσεις για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ηταν ακόμη η εποχή που στο θυελλώδες πέρασμά της προκαλούσε τον θαυμασμό των συντρόφων της, αλλά και των αντιπάλων… Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα όπως και η ίδια άλλαξαν. Το μόνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι πρόκειται για μια γυναίκα που πέτυχε πολλές πρωτιές. Εκτός από πιο «φρέσκια» βουλευτίνα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν και η πρώτη γυναίκα που διετέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής μεταξύ 1986-1990. Εναν χρόνο μετά, το 1991, έγινε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη πρόεδρος πολιτικού κόμματος στην Ελλάδα, και μάλιστα μόλις στα 39 της χρόνια. Αναδείχθηκε πρόεδρος του κόμματος μετά από πρόταση του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου, αλλά μετά την αποχώρηση και τη διάσπαση του ΚΚΕ ακολούθησε την ανανεωτική πτέρυγα παραμένοντας στον ΣΥΝ. Στις εκλογές του 1993 χρεώνεται την πρώτη βαριά ήττα καθώς ο Συνασπισμός δεν κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσοστό 3% και έμεινε εκτός Βουλής. Ακολούθησε η παραίτησή της από την αρχηγία.
Στη συνέχεια στράφηκε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση διεκδικώντας, χωρίς επιτυχία, τον δημαρχιακό θώκο της Αθήνας, το 1994, με τον Συνασπισμό και το 1998 με την υποστήριξη τόσο του ΣΥΝ όσο και του ΠΑΣΟΚ, με το οποίο μετά την επικράτηση του Κώστα Σημίτη ανέπτυξε έντονο φλερτ. Το παρασκήνιο ήταν πλούσιο και σε αυτή την περίπτωση, αφού πρώτα αποδέχτηκε την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, με τον ΣΥΝ σχεδόν να «σύρεται» στην υποστήριξή της. Παρ’ όλα αυτά, το 2000 επανεξελέγη βουλευτής με τον Συνασπισμό. Ο εσωκομματικός «κλεφτοπόλεμος» με την τότε ηγεσία του κόμματος υπό τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, με επίκεντρο τις απόψεις της περί του μονόδρομου για τη σύμπλευση με το ΠΑΣΟΚ και τη «συμφιλίωση της Αριστεράς με τη διαχείριση της εξουσίας», όταν ο Συνασπισμός βρισκόταν στο 3,2% και αναζητούσε ερείσματα σε πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις, την κατέστησαν κόκκινο πανί. Σταθερά και με πολλές αφορμές φάνηκε ότι η γραμμή της ηγεσίας και η δική της ήταν παράλληλες χωρίς να συναντώνται πουθενά.
Ετσι, τον Οκτώβριο του 2003 πήρε «διαζύγιο» από το κόμμα του οποίου ηγείτο λίγα χρόνια πριν, παραιτούμενη από βουλευτής, «αλλά όχι και από την πολιτική ζωή». Πράγματι, λίγο αργότερα ακολούθησε η μεταπήδηση στο ΠΑΣΟΚ, μετά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου. Με αυτή τη «σημαία» επέστρεψε στη Βουλή από το 2004 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2010. Στον εξαετή «πράσινο» κύκλο της διετέλεσε μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος, αλλά και επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του στις Επιτροπές Κοινωνικών Υποθέσεων, Παιδείας, Πολιτισμού και Περιβάλλοντος. Τον Νοέμβριο του 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου τής έδωσε το «κλειδί» για να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, καθώς ανακοίνωσε από τις Βρυξέλλες όπου βρισκόταν για τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. ότι την ορίζει στη θέση της κοινοτικής επιτρόπου που δικαιούται η χώρα μας. Η θητεία της στην Κομισιόν, ως Επιτρόπου αρμόδιας για θέματα Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας, ήταν, κατά κοινή ομολογία, ιδιαίτερα επιτυχημένη.
Από το 2010 έως το 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε νέα πολιτική για την αλιεία, εισήγαγε την Ατζέντα για τη Γαλάζια Ανάπτυξη στην Ευρώπη, που δημιούργησε 1,6 εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας και 750 δισ. δολάρια εισόδημα, σε τομείς όπως ο παράκτιος τουρισμός, η ενέργεια των ωκεανών και η θαλάσσια βιοτεχνολογία, θέσπισε τη νομοθεσία για τη δημιουργία του κοινού πλαισίου για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης κ.ά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ήταν ευδιάκριτη η τομή στην πορεία της από την ώρα που ξέφυγε από τα εθνικά σύνορα για να θητεύσει στις Βρυξέλλες.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει, για παράδειγμα, τη δήλωσή της, τον Μάιο του 2011, ως Επιτρόπου, με την οποία έθετε το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» για τη χώρα, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων. «Το σενάριο της απομάκρυνσης της Ελλάδας από το ευρώ βρίσκεται πλέον στο τραπέζι καθώς και η μεθόδευσή του. Εχουμε ιστορική ευθύνη να δούμε το δίλημμα καθαρά: Ή συμφωνούμε με τους δανειστές μας σε ένα πρόγραμμα σκληρών θυσιών με αποτελέσματα, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες για το παρελθόν μας, ή επιστρέφουμε πίσω στη δραχμή», είχε πει τότε, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να κρατήσει σαφείς αποστάσεις, τον εκπρόσωπο της Κομισιόν να διαψεύσει κατηγορηματικά ότι έχει τεθεί θέμα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, αλλά και τον, κατά κάποιο τρόπο, διάδοχό της στην ηγεσία του ΣΥΝ (και πλέον ΣΥΡΙΖΑ) Αλέξη Τσίπρα να αξιώνει από το βήμα της Βουλής την παραίτησή της…
Αυτή η πρωτόγνωρη τοποθέτηση, μεταξύ άλλων, έδειχνε, κατά τους παλαιούς της συντρόφους, πόσο καλά είχε ντυθεί με το ευρωπαϊκό της «κοστούμι», παίρνοντας οριστικό διαζύγιο από τις ρίζες της. Η προσωπική ζωή Στο φόντο αυτής της διαχρονικά απαιτητικής πολιτικής δράσης, η Μαρία Δαμανάκη έκανε τρεις γάμους που κατέληξαν σε ισάριθμα διαζύγια. Ο πρώτος με το παλαιό στέλεχος του ΚΚΕ, μετέπειτα της Ανανεωτικής Αριστεράς και νυν επιχειρηματία του χώρου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Δημήτρη Καραγκουλέ, ο δεύτερος με τον δημοσιογράφο Δημήτρη Δανίκα, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά, τον Θοδωρή και την Ελένη, και ο τρίτος -και αρκετά επεισοδιακός- με τον ηθοποιό Γιώργο Κιμούλη, με τον οποίο επίσης απέκτησε μία κόρη, τη Μαριάννα.
Παράλληλα με την πολιτική σταδιοδρομία της, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, άρχισε να δραστηριοποιείται και επαγγελματικά. Εχοντας σπουδάσει χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, έπιασε την πρώτη της δουλειά, το 1974, στο εργοστάσιο αλουμινίου της Pechiney, ενώ την περίοδο 1975-76 εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος στο Τμήμα Σχεδιασμού Εισαγωγών-Εξαγωγών του υπουργείου Συντονισμού.
Η ευκαιρία να έρθει πάλι σε επαφή με το αντικείμενό της δόθηκε στο σύντομο διάστημα 2003-2004 που έμεινε εκτός Βουλής, όταν δούλεψε ως μηχανικός στο Τμήμα Ενέργειας και Διαχείρισης Απορριμμάτων της Ηλέκτωρ, θυγατρικής του ομίλου Ελλάκτωρ, που τότε βρισκόταν στον έλεγχο της οικογένειας Μπόμπολα. Το καλοκαίρι του 2014, στην Πάρο, τον αγαπημένο τόπο των διακοπών της, ήδη κατέστρωνε τα επόμενα βήματά της, έχοντας βάλει πλώρη για το Λονδίνο, όπου εκείνη την περίοδο ζούσαν και τα παιδιά της.
Οπως λεγόταν, δέχθηκε τρεις προτάσεις από διεθνείς οργανισμούς και επέλεξε, κατ’ αρχάς, το The Nature Conservancy, με το γραφείο της να είναι στα κεντρικά του παγκόσμιου περιβαλλοντικού οργανισμού στη βρετανική πρωτεύουσα. «Η ένταξή μου στο TNC αποτελεί για μένα μια πρόκληση. Οι ωκεανοί και οι θάλασσες ήταν πάντα το υπόβαθρο της ζωής μου, από τη γέννησή μου σε ένα νησί της Μεσογείου, την Κρήτη, μέχρι τον διορισμό μου ως Ευρωπαίας Επιτρόπου για τις θάλασσες», δήλωσε αναλαμβάνοντας τα νέα της καθήκοντα.
Πλώρη για τα Δ.Σ.
Στο TNC η Μαρία Δαμανάκη διετέλεσε Global Μanaging Director για τους Ωκεανούς από το 2014 έως το 2020. Παράλληλα, όμως, από τότε συμμετέχει στα διοικητικά συμβούλια περισσότερων από 10 πολυεθνικών οργανισμών και πρωτοβουλιών, αλλά και δύο επιχειρηματικών ομίλων. Συγκεκριμένα, συμπροεδρεύει στο UN Sustainability Committee για τη Γαλάζια Ανάπτυξη και στο Συμβουλευτικό Δίκτυο High-Level Panel για τους Ωκεανούς που ιδρύθηκε από την πρωθυπουργό της Νορβηγίας και άλλους δεκατρείς πρωθυπουργούς απ’ όλο τον κόσμο.
Είναι μέλος της πρωτοβουλίας Friends of Ocean Commission του World Economic Forum, αλλά και μέλος των διοικητικών συμβουλίων του Oxford Martin School Ocean Program του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, του Maritime Regions Forum και του Marine Stewardship Council (MSC). Ακόμη, εργάζεται ως ειδικός σύμβουλος στη SYSTEMIQ στο Λονδίνο, έναν όμιλο που ασχολείται με τη χάραξη στρατηγικής για τις επιχειρήσεις συμβατής με τα πρότυπα αειφορίας και βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ συμμετέχει και στα διοικητικά συμβούλια του Paradise International Foundation, που εδρεύει στην Κίνα, του εμβληματικού για τις ΗΠΑ Rockefeller Brothers Foundation που εδρεύει στη Ν. Υόρκη, αλλά και του Prince Albert II of Monaco Foundation, Oceanographic Institute, που βρίσκεται φυσικά στο χλιδάτο Πριγκιπάτο.
Παρότι τα πολλαπλά της καθήκοντα από τις τόσες θέσεις την αναγκάζουν να διαμένει συχνά στο εξωτερικό και να ταξιδεύει ακόμη συχνότερα, η Μαρία Δαμανάκη από το 2020 και το 2021 συμμετέχει ως ανεξάρτητο μη εκτελεστικό μέλος και στα διοικητικά συμβούλια δύο γνωστών, ισχυρών και εισηγμένων επιχειρηματικών ομίλων, της Quest Holdings, συμφερόντων του πρώην προέδρου του ΣΕΒ Θ. Φέσσα και της Λάμψα Α.Ε., συμφερόντων της οικογένειας Λασκαρίδη, που ελέγχει, μεταξύ άλλων τα ξενοδοχεία «Μεγάλη Βρεταννία», «King George», αλλά και το νεοαφιχθέν «Athens Capital Hotel». Οπως προκύπτει μάλιστα από τα στοιχεία, παρά το βαρυφορτωμένο πρόγραμμά της είναι συνεπέστατη στις υποχρεώσεις της, καθώς συμμετέχει σε όλες τις συνεδριάσεις των Δ.Σ. των δύο ομίλων.
Είναι ενδεικτικό ότι το Δ.Σ. της Quest συνεδρίασε 51 φορές το 2021, ενώ η κυρία Δαμανάκη είναι ακόμη μέλος της Επιτροπής Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και Βιώσιμης Ανάπτυξης, καθώς και της Επιτροπής Ανάδειξης Υποψηφίων και Εταιρικής Διακυβέρνησης. Σε ό,τι αφορά τις αποδοχές της από αυτά, στην Quest, με βάση την πολιτική αποδοχών τής αναλογούν αμοιβές 36.000 ευρώ ετησίως για τη συμμετοχή της στο Δ.Σ. και από 6.000 ευρώ για τη συμμετοχή της σε κάθε επιτροπή. Δεδομένου, όμως, ότι εξελέγη τον Ιούλιο του 2020, δηλαδή στα μέσα του έτους, οι αμοιβές της (για τη συγκεκριμένη χρονιά) ανήλθαν σε 20.500 ευρώ (18.000 ευρώ από το Δ.Σ. και 2.500 ευρώ από τις επιτροπές).
Στη Λάμψα Α.Ε., η πολιτική αποδοχών ορίζει ότι τα μη εκτελεστικά μέλη συμμετέχουν τιμητικά στο διοικητικό συμβούλιο και δεν λαμβάνουν αποδοχές, σταθερές ή μεταβλητές, ενώ αν συμμετέχουν σε επιτροπές ή αναλαμβάνουν καθήκοντα εκτός του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους (ως απλάν μέλη του Δ.Σ,), «τότε δύνανται να λαμβάνουν πρόσθετη αμοιβή ανάλογα με το εύρος και τη σημασία των επιπρόσθετων αυτών καθηκόντων». Εξυπακούεται ότι η εταιρεία καλύπτει τα όποια έξοδα μετακίνησης και διαμονής. Με όλα αυτά, αρκετοί τής προσάπτουν ότι από ένα σημείο και μετά η στράτευσή της στον πολιτικό στίβο ξέμεινε από «αγνά υλικά» και εξελίχθηκε σε ένα κυνήγι θέσεων και δύναμης, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Οργουελ, ότι «η εξουσία δεν είναι μέσο, είναι σκοπός».
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Η «φωνή του Πολυτεχνείου» βράχνιασε και συμβιβάστηκε; Ή μήπως το γεγονός ότι δεν ακολούθησε την πεπατημένη αρκετών της γενιάς της και προτίμησε να δοκιμαστεί έξω από τον μικρόκοσμο της Ελλάδας την έθεσε στο στόχαστρο, τροφοδοτώντας εν μέρει τα περί μεταπήδησης από την Αριστερά των αγώνων στην «Αριστερά των σαλονιών»; Το βέβαιο είναι ότι επέδειξε σπάνια στοχοπροσήλωση, αλλά και μοναδική προσαρμοστικότητα σε κάθε ρόλο που ανέλαβε. Αυτή η στάση ζωής της τα -πολλά- τελευταία χρόνια, με τις επιλογές, τις ατυχείς δηλώσεις, αλλά και την ηχηρή σιωπή της, μοιάζει ασύμβατη με την εικόνα που οι άλλοι θέλουν να διατηρούν για εκείνη, παραπέμποντας στο μαχητικό κορίτσι της Μεταπολίτευσης.
Οπως είχε αφηγηθεί κάποτε, όταν ήταν παιδί στον Αγιο Νικόλαο της γενέθλιας Κρήτης, της άρεσε να παίζει με τα αγόρια στις αλάνες, γεγονός που επέσυρε την τιμωρία της από την οικογένειά της. Κι όμως, το ξανάκανε, γιατί της άρεσε κι ας γνώριζε ότι θα υπάρξει… αντίτιμο. «Αυτό είναι ένα μάθημα που μου έμεινε. Οτι δεν μπορείς να αγνοήσεις τους άλλους για να κάνεις το δικό σου. Αλλά μπορείς να κάνεις το δικό σου τόσο όσο είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις», είχε πει.