Γράφει η Μαρία Θερμού
Μία μικρή αλλά προνομιούχα ξενοδοχειακή μονάδα με εννέα δίκλινα δωμάτια και δύο τετράκλινα, συμπεριλαμβανομένου ενός δίκλινου για ΑΜΕΑ πρόκειται να γίνει το πρώην Κτίριο Προσωπικού στο Τατόι.
Το ξενοδοχείο, συνολικής χωρητικότητας 26 κλινών θα διαθέτει επίσης χώρο υποδοχής, αίθουσα πρωινού και παρασκευαστήριο, ένα εντευκτήριο – βιβλιοθήκη και φυσικά άλλους βοηθητικούς χώρους. Όσο για το πρώην Βουστάσιο προβλέπεται να λειτουργήσει ως πυρήνας πολιτισμού με στόχο την ανάδειξη της αγροτικής παραγωγής του κτήματος Τατοΐου με την οργάνωσή του σε εκθεσιακό χώρο.
Παράλληλα ένα τμήμα του θα φιλοξενήσει την έκθεση αυτοκινήτων του κτήματος. Αυτά είναι εν περιλήψει τα δεδομένα για τα δύο αυτά κτίρια, των οποίων οι μελέτες αποκατάστασης συζητήθηκαν χθες στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού. Πρόκειται για ταχεία εξέλιξη, που προδιαθέτει και την γρήγορη έναρξη των εργασιών. Ήδη μάλιστα τα έργα αποκατάστασης του ανακτόρου προγραμματίζεται να ξεκινήσουν μέσα στο καλοκαίρι, πιθανότατα από τον Ιούλιο.
Τόσο το Κτίριο Προσωπικού όσο και το Βουστάσιο αλλά και όλα τα υπόλοιπα κτίρια του πρώην βασιλικού κτήματος έχουν χαρακτηρισθεί ως μνημεία από το 2003. Και τα δύο ωστόσο παρουσιάζουν φθορές –διαφορετικές το καθένα– η αποκατάσταση των οποίων, ταυτόχρονα με την μετατροπή τους έτσι ώστε να εξυπηρετούν τις νέες χρήσεις τους προβλέπονται από τις μελέτες.
Κατάσταση και επεμβάσεις
Το Κτίριο Προσωπικού εντάσσεται στη ζώνη «Αναψυχής, πολιτισμού, φιλοξενίας προσωπικοτήτων, διοργάνωσης διεθνών πολιτιστικών συμβουλίων και εκθέσεων ειδικής θεματολογίας» του κτήματος και η μετατροπή του σε ξενώνα φιλοξενίας εγκρίθηκε από το Φεβρουάριο του 2022. Ανήκει στην επονομαζόμενη Διοικητική ενότητα του κτήματος και βρίσκεται στα δυτικά της παλαιάς βασιλικής έπαυλης του Τσίλερ, από την οποία διασώζονται σήμερα μόνον ερείπια.
Κτίσθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα περί το 1913-14 ενώ κατά άλλη άποψη κατασκευάστηκε μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1916, που είχε καταστρέψει και το ανάκτορο του διαδόχου, που βρισκόταν κοντά. Όσο για τον αρχιτέκτονα είναι πιθανόν να πρόκειται για τον Αναστάσιο Μεταξά, που είχε επίσης κτίσει την εκκλησία Αναστάσεων στο κοιμητήριο του Τατοΐου. Πάντως παρέμεινε σε χρήση, με βελτιώσεις βεβαίως, ως το 1967 ενώ στην περίοδο 2010-2012 έγιναν κάποιες σωστικές επεμβάσεις. Η περσινή φωτιά όμως του προκάλεσε σημαντικές βλάβες ενώ καταστράφηκε τελείως η προσωρινή στέγη, που είχε τοποθετηθεί.
Το κτίσμα είναι διώροφο, επίμηκες και λιτό, με κάτοψη 27,82 χ 10,67 μέτρα και είχε τετράρριχτη στέγη. Οι καιρικές συνθήκες, η έλλειψη συστηματικής συντήρησης για πολλές δεκαετίες και η κατάρρευση της στέγης με επακόλουθο την εισροή της βροχής είναι οι αιτίες των φθορών που εμφανίζει σήμερα. Οι εργασίες έτσι, που θα γίνουν, αφορούν τον φέροντα οργανισμό, τα μεταλλικά του στοιχεία, τις ξύλινες κατασκευές, τις εσωτερικές επενδύσεις κλπ. Εξάλλου προβλέπεται κλιματισμός, αερισμός, πυροπροστασία και οι άλλες εγκαταστάσεις που απαιτούνται (ύδρευση, αποχέτευση).
Τα δωμάτια
Κεντρική είσοδος στο κτίριο θα είναι η υπάρχουσα ενώ θα διατηρηθεί μία ακόμη για την εξυπηρέτηση των εμποδιζομένων ατόμων. Στο ισόγειο τοποθετούνται όλοι σχεδόν οι κοινόχρηστοι χώροι, καθώς και τέσσερα δίκλινα δωμάτια συν ένα για ΑΜΕΑ. Στον όροφο θα βρίσκονται τα άλλα τέσσερα δίκλινα και τα δύο τετράκλινα που μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ως σουίτες. Η θέα άλλωστε από τον όροφο του κτίσματος είναι εξαιρετική προς τα νότα του κτήματος.
Εξάλλου ο περιβάλλων χώρος πρόκειται να ανασχεδιαστεί ώστε να εξυπηρετεί τη νέα χρήση του ξενοδοχείου, παράλληλα βεβαίως με χώρο περιπάτου και αναψυχής. Για το σκοπό αυτό θα διατηρηθούν και θα συντηρηθούν τα υπάρχοντα μονοπάτια.
Σε γενικές γραμμές το Κτίριο Προσωπικού προβλέπεται να καλύπτει όλες τις απαιτούμενες τεχνικές προδιαγραφές, όπως θέρμανση και κλιματισμό σε όλους τους χώρους του, θερμομονωτικά κουφώματα με διπλά τζάμια, φυσικό φωτισμό και αερισμό σε όλα τα δωμάτια. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά έτσι, αλλά επιπλέον τον εξοπλισμό του καλύπτει τις προϋποθέσεις ώστε να καταταχθεί ως κατάλυμα στην κατηγορία των τριών αστέρων.
Εκθεσιακοί χώροι
Το κτίριο του Βουστασίου, συνολικής επιφάνειας περί τα 500 τ.μ. βρίσκεται στη λεγόμενη Αγροτική Ενότητα του κτήματος Τατοΐου. Κατασκευάστηκε το 1952 πιθανότατα από τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Γκίνη, αντικαθιστώντας ένα παλαιότερο που υπήρχε βορειότερα και δεν επαρκούσε όμως, για τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αγροτικής παραγωγής.
Το σχήμα του μοιάζει με «Π» με το κεντρικό τμήμα να είναι διώροφο ενώ τα δύο σκέλη ισόγεια. Το κάτω επίπεδο φιλοξενούσε τα βοοειδή με τις ταΐστρες τους και τον υπόλοιπο εξοπλισμό που διασώζεται ως σήμερα. Στο άνω γινόταν η παρασκευή των τροφών. Είχε χωρητικότητα για 90 ζώα που μπορεί να έφθαναν και τα 100 ενώ απασχολούσε τέσσερις σταυλίτες. Χαρακτηριστικό στοιχείο του κτιρίου είναι οι μεταλλικοί ανεμοδείκτες στις απολήξεις των αεραγωγών της στέγης, που έχουν το σχήμα αγελάδας.
Σήμερα η τοιχοποιία του παρουσιάζει σε πολλά σημεία έντονα σημάδια φθοράς που οφείλονται σε ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Κυρίως παρατηρείται αποσάθρωση κονιαμάτων λόγω οριζόντιας και ανερχόμενης υγρασίας, αποτέλεσμα της έλλειψης συντήρησης και του ανεπαρκούς αερισμού, καθώς πολλά ανοίγματα είναι σφραγισμένα.
Τα αυτοκίνητα
Η αρχιτεκτονική πρόταση προβλέπει μικρής κλίμακας επεμβάσεις, προκειμένου να διατηρηθούν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του. Στο ισόγειο το Βουστάσιο θα φιλοξενήσει τεκμήρια της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής του κτήματος, με ξεχωριστά τμήματα για τα γαλακτοκομικά, το λάδι και το κρασί.
Παράλληλα στη δυτική πτέρυγα θα λειτουργήσει ως άλλη ενότητα η έκθεση των αυτοκινήτων που βρέθηκαν στο κτήμα και συντηρούνται με σκοπό την παρουσίασή τους. Ανάμεσά τους, Rolls-Royce της εποχής, MG TD Midget, ηλεκτροκίνητα Fiat 500 Boano Spider Elegance και οχήματα του γκολφ. Υποστηρικτικά εξάλλου, θα αναπτυχθούν χώροι για την πληροφόρηση του κοινού, φύλαξης αντικειμένων, μικρό πωλητήριο, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων κλπ.
Στόχος των επεμβάσεων στο Βουστάσιο, σε συνδυασμό με τα γύρω του κτίρια, είναι να αποτελέσει μία ενότητα μουσειακού χαρακτήρα και εκδηλώσεων που θα μπορούσαν να λειτουργούν και αυτόνομα. Στο πλαίσιο αυτό η αυλή του κτιρίου αντιμετωπίζεται ως οργανική ενότητα και διαμορφώνεται με τρόπο, που να λειτουργεί ως συνέχεια των εκθέσεων με χώρο για καθήμενους αλλά και έναν επιπλέον χώρο για εκθέσεις. Περιμετρικά του κτιρίου μάλιστα θα δημιουργηθεί ένας περίπατος στρωμένος με σκληρό υλικό.