«Έφυγε», αλλά είναι πάντα εδώ: Η μέρα που ο Παεζάνο έχασε τον 1 απ’ τους 2 κροκόδειλούς του στους δρόμους της Αθήνας.
Η καλτ φιγούρα που έγινε σελέμπριτι της νυχτερινής Αθήνας έφυγε απ’ τη ζωή πλήρης εμπειριών…
Εάν κάποιος αρχίζει να σας μιλά για την νυχτερινή Αθήνα της δεκαετίας του ’80 και του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’90 και δεν αναφερθεί στον «Παεζάνο», να ξέρετε ότι σας πουλάει παραμύθια.
Κι αυτό διότι ο πληθωρικός, ιδιόρρυθμος, ξεχωριστός, εκκεντρικός (και ό,τι άλλο τραβάει η όρεξή σας) Νίκος Χατζηκώστας που έφυγε χθες απ’ τη ζωή κατάφερε το αδιανόητο. Να γίνει χάρις στην… τρέλα του μέλος της «υψηλής κοινωνίας» των Αθηνών, χωρίς να έχει… κληρονομικό δικαίωμα, τις διασυνδέσεις ή τα χρήματα των γόνων παλαιών οικογενειών, με μοναδικό εφόδιο τον χαρακτήρα του και την… άγνοια κινδύνου που τον συντρόφευε σε κάθε βήμα του.
Μετέτρεψε σε στέκι την Φωκίωνος, ξεπερνώντας σε δημοτικότητα ακόμη και το…. «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» και εγκαθιστώντας πρώτα στην πλατεία, στην συνέχεια στην Κυψέλη και αργότερα σε ολόκληρη την Αθήνα, το δικό του προσωπικό βασίλειο.
Κληρονομώντας από τον πατέρα του μια πιτσαρία, αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματά του και να παραμείνει στο χώρο του ιταλικού φαγητού. Το έκανε όμως με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό σε σχέση με την πεπατημένη. Δεν επένδυσε (μόνο) στην ποιότητα και την εξυπηρέτηση, αλλά στην πρόκληση! Αντισυμβατικός και συχνά δίχως όρια, ο «Παεζάνο», όπως λεγόταν και το μαγαζί του, μετέτρεψε τον εαυτό του στην απόλυτη ατραξιόν. Οι πελάτες δεν πήγαιναν εκεί για να… χορτάσουν μόνο, αλλά για να απολαύσουν την αχαλίνωτη προσωπικότητά του.
Ντυμένος συχνά με γούνες «αλά Μαραντόνα» και με μόνιμη τη συνοδεία μιας μαϊμούς (έξι πέρασαν συνολικά από εκεί) στον ώμο του, ο Παεζάνο ήταν ο ορισμός της διαφορετικότητας. Μακριά από τις επιταγές του καθωσπρεπισμού έκανε ό,τι κατέβαζε το κεφάλι του, αδιαφορώντας πολλές φορές για τις συνέπειες ή για τους κανόνες που επέβαλλαν συγκεκριμένοι χώροι. Όπως, για παράδειγμα, το να εμφανίζεται σε δικαστήριο ντυμένος δράκουλας (!) ή να επιδιώκει την προβολή και το σούσουρο στέλνοντας ο ίδιος «πειραγμένες» φωτογραφίες του που τον έδειχναν να αυτοπυρπολείται στις εφημερίδες.
Μέρα με την μέρα ο μύθος του μεγάλωνε. Η πιτσαρία του μετατράπηκε στο απόλυτο αφτεράδικο. Ένα στέκι για ξενύχτηδες που εκτός του φαγητού, μπορούσαν να πάνε εκεί, να δουν την μαϊμού του, τους τεράστιους παπαγάλους του ή ακόμα κι ένα κροκόδειλο που είχε στο μαγαζί και να ακούσουν τις φοβερές και τρομερές ιστορίες του, στις οποίες τα όρια μεταξύ μύθου και αλήθειας μπερδεύονταν, χωρίς όμως συνέπειες. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για το αν όσα έλεγε είχαν οποιαδήποτε βάση, από μόνη της η διαδικασία να τον ακούς να μιλά αποτελούσε μια μυσταγωγία, ένα must που δεν άργησε να προκαλέσει και τους σελέμπριτις της εποχής.
Στα καλά του χρόνια ο Παεζάνο ήταν ο απόλυτος καλτ ήρωας. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην τον γνώριζε κι ας μιλάμε για μια εποχή που μοναδική πηγή πληροφόρησης ήταν οι εφημερίδες. Ένας θεός ξέρει τι ρεύμα θα μπορούσε να δημιουργήσει σήμερα ένα έθετε προς όφελός του την ιδιωτική τηλεόραση ή το ίντερνετ. Ο Παεζάνο ήταν viral πριν καν ανακαλυφθεί ο όρος…
Εφετζής με την πλήρη έννοια του όρου, ο Νίκος Χατζηκώστας μετέτρεψε το μαγαζί του σε… τσίρκο. Ένα θεματικό πάρκο πολλαπλών χρήσεων όπου μπορούσες να δεις ολόκληρη την κοσμική Αθήνα, πολιτικούς, αθλητές, καλλιτέχνες να τρώνε μέσα στης μαξιμαλιστικής λογικής διακοσμημένη σάλα όπου τα πάντα ήταν πιθανό να συμβούν. Ακόμη και το να σε σερβίρουν και να φας υπό το φως φλεγόμενων μακαρονιών, την περίοδο που για λόγους εξοικονόμησης ενέργειας οι μαγαζάτορες ήταν υποχρεωμένοι να μην καίνε ρεύμα!
Ξεχωριστή θέση στις πάντα πληθωρικές (στα όρια του εξωφρενικού) διηγήσεις του έχει σίγουρα η εξιστόρησή του για το πώς βρέθηκε να έχει στην κατοχή του δύο κροκόδειλους. Μια ιστορία που κάθε… νέος στο κουρμπέτι του ζητούσε να πει για να μυηθεί στον τρόπο σκέψης του θρυλικού Παεζάνο. Σύμφωνα λοιπόν με όσα έλεγε, οι τελωνειακοί ήθελαν να κάνουν έλεγχο στο Ανατολικό Αεροδρόμιο, φοβούμενοι για διακίνηση ηλεκτρονικών συσκευών, αλλά τον άφησαν να περάσει δίχως να τον ψάξουν καν, αφού τον πέρασαν για τρελό όταν τους αποκάλυψε ότι η τεράστια κούτα με τις τρύπες είχε ερπετά! Αργότερα έχοντας χάσει τον έναν εξ αυτών, έκανε ολόκληρη πρες κόνφερανς και άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να είχε καταλήξει σε υπόνομο, προκαλώντας νέα εγκεφαλικά στις Αρχές με την παλαβομάρα του!
Το «ζωντανό» βρέθηκε τελικά νεκρό κάτω από τις ρόδες αυτοκινήτου στην Κυψέλη, αλλά για εκείνον όλα τα… λεφτά ήταν το σούσουρο που προηγήθηκε.
Αυτός ήταν ο Παεζάνο. Ένας άνθρωπος που δεν χωρούσε σε κανένα καλούπι. Μοναδικός και αδύνατο να αντιγραφεί από κανέναν. Αφού διασκέδασε για δεκαετίες την Αθήνα με τα καμώματά του κι ενώ θα μπορούσε να εξαργυρώσει με διάφορους τρόπους την απύθμενη δημοφιλία του, αποφάσισε πριν κάποια χρόνια να δώσει… σύνταξη στον εαυτό του και να μετακομίσει στην Κρήτη με την επί σειρά ετών σύντροφό του. Μπορεί εκείνος να άφησε πίσω του την περσόνα του, αλλά η εικόνα του με την μαϊμού στους ώμους, τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής και τους πλούσιους και διάσημους φίλους του θα μείνει ανεξίτηλη…