Ισχυρισμός 1:
Πριν το 2019, δεν υπήρχε παράγραφος 8 στο άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που να υποχρεώνει το δικαστήριο να δώσει ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεση επί πρωτόδικης απόφασης επιβολής κάθειρξης, παρά μόνο αν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια.
Συμπέρασμα 1:
Υπήρχαν αυτά τα κριτήρια στον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για την ακρίβεια, προβλέπονταν ήδη από το 2010, όταν τροποποιήθηκε το άρθρο 497 του ΚΠΔ με το Ν. 3904/2010. Από τότε υπήρχε παράγραφος 8 με το ίδιο περιεχόμενο, και δεν προστέθηκε ως καινοφανής ρύθμιση το 2019.
Ισχυρισμός 2:
Όπως είπε ο Αλέξης Κούγιας, ο Λιγνάδης θα αφεθεί ελεύθερος με βάση το νόμο Παρασκευόπουλου.
Συμπέρασμα 2:
Δεν υποστήριξε κάτι τέτοιο ο Αλέξης Κούγιας. Ο ν. Παρασκευόπουλου δεν έχει σχέση με την ανασταλτική δύναμη της έφεσης.
Σε ανακοινώσεις του συνηγόρου του Δημήτρη Λιγνάδη, δικηγόρου Αλέξη Κούγια, κατά τις 13 και 14 Ιουλίου 2022, με αφορμή την πρωτοβάθμια ποινική δίκη για πράξεις του πρώτου, διατυπώθηκαν διάφοροι ανακριβείς ισχυρισμοί γύρω από το άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που αφορά την ανασταλτική δύναμη της έφεσης.
Συγκεκριμένα, αναρτήθηκαν δύο Δελτία Τύπου στην ιστοσελίδα του δικηγορικού γραφείου του κ. Κούγια, alexiskougias-law.gr, στις 13/07/2022 και στις 14/07/2022.
Στην πρώτη περίπτωση, ο κ. Κούγιας ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
[…] τόλμησαν, πάλι για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους, να αμφισβητήσουν τη σημερινή απόφαση της ανεξάρτητης ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία αποφάσισε, εφαρμόζοντας ένα νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 497 παράγραφος 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον οποίο μόνο το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε, δεν υπήρχε στον προηγούμενο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και το οποίο άρθρο διατάσσει τους Δικαστές και τα Δικαστήρια να αποφασίζουν υποχρεωτικά την αναστολή εκτελέσεως της ποινής όταν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε:
– έχει μόνιμη και γνωστή κατοικία στην Ελλάδα,
– δεν είναι ύποπτος φυγής,
– δεν έχει προετοιμάσει τη φυγή του στο εξωτερικό,
– δεν είναι φυγόποινος,
– δεν είναι φυγόδικος,
– δεν έχει καταδικαστεί για κακούργημα και
– δεν υπάρχει φόβος να διαπράξει, εάν μείνει ελεύθερος, εγκλήματα.
Στην επόμενη ανακοίνωση, ανέφερε τα εξής:
Πριν από λίγο, ευρισκόμενος στο Εφετείο Αθηνών, υπερασπιζόμενος υπόθεση οικονομικού εγκλήματος εις βάρος τραπέζης, πληροφορήθηκα ότι εξεδόθη επίσημη ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, όπου αφενός ψευδώς αναφέρεται ότι δήθεν η παράγραφος 8, που προστέθηκε για πρώτη φορά στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, βάσει της οποίας αποφυλακίζεται ο Δημήτρης Λιγνάδης, που ψηφίστηκε την 1/7/2019 επί υπουργίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του πρώην ασκουμένου μου Μιχάλη Καλογήρου, δήθεν προϋπήρχε στο συγκεκριμένο άρθρο και με τον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφετέρου δε διερωτάται ποιά πολιτική παράταξη θέλω να ευνοήσω με προηγούμενες ανακοινώσεις μου επί αυτού του θέματος.
Η πραγματικότητα όσον αφορά το νομικό μέρος είναι η εξής:
1) Πριν την 1η/7/2019, το άρθρο 497 του ΚΠΔ, στο οποίο προβλέποντο οι προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως της ποινής, είχε επτά παραγράφους, όπου για να δοθεί αναστολή εκτελέσεως της ποινής μετά από την έφεση που θα ασκούσε ο καταδικασμένος για κακουργήματα, εδίδετο η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ στο δικαστήριο να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής.
2) Με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και έφερε στη Βουλή ο κος Μιχάλης Καλογήρου, στα προηγούμενα επτά άρθρα προσετέθη και όγδοο άρθρο που καθίδρυσε την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ της αναστολής εκτελέσεως της ποινής, αντικαθιστώντας τη νομική λέξη της ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΣ, εκτός εάν όπως αναφέρω σε προηγούμενες ανακοινώσεις μου δεν συνέτρεχε στην προσωπικότητα του καταδικασθέντος μία από τις αναφερόμενες προηγούμενες ανακοινώσεις μου αρνητικές προϋποθέσεις.
Μια απλή αντιπαραβολή του άρθρου 497 ΚΠΔ μέχρι την 1η/7/2019 με το άρθρο 497 ΚΠΔ μετά την 1η/7/2019 αποδεικνύει την αξιοπιστία αυτών τα οποία ισχυρίζομαι.
Δεν ήταν λίγοι οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που υιοθέτησαν και επιδοκίμασαν τους ισχυρισμούς αυτούς:
Τι ισχύει
Στην ποινική δίκη, η πρωτόδικη απόφαση είναι δυνατόν να προσβληθεί (και) από τον κατηγορούμενο με το ένδικο μέσο της έφεσης, ώστε η υπόθεση να εξεταστεί εκ νέου, στον δεύτερο βαθμό, επί της ουσίας. Ο κανόνας, ωστόσο, ότι η άσκηση έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, αρκεί να πληρούνται κάποια κριτήρια όπως αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν είναι κάποια πολύ πρόσφατη, νέα ρύθμιση.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Δημήτρης Λιγνάδης καταδικάστηκε από το ΜΟΔ (Μικρό Ορκωτό Δικαστήριο) σε 12 έτη κάθειρξη (δηλαδή πρόσκαιρη κάθειρξη, ποινή στερητική της ελευθερίας που διαρκεί 5-15 έτη, σύμφωνα με το άρθρο 52 του Ποινικού Κώδικα) για δύο εγκλήματα βιασμού. Όπως έγινε επίσης γνωστό, το ΜΟΔ έκρινε πως θα έχει ανασταλτικό χαρακτήρα η έφεσή του, και αναμενόμενα θα αποφυλακιζόταν.
Το άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (497 ΚΠΔ) είναι το άρθρο που αναφέρεται στην ανασταλτική δύναμη που μπορεί να έχει η έφεση, κάτι που γενικά είχε θεσπιστεί με το ΠΔ 258/1986 («παλαιός ΚΠΔ»). Παρά τα όσα αναφέρθηκαν, είχε, κατά τα κρίσιμα σημεία, την ίδια με τη σημερινή του μορφή ήδη από το 2010, όταν τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010 (ΦΕΚ A΄ 218), και μάλιστα στις ίδιες ακριβώς θέσεις, στις παραγράφους 4 και 8.
Τότε, είχαν οριστεί τα εξής (υπογραμμίζονται οι διατάξεις που αναφέρονται στην κάθειρξη και τα κριτήρια για το αν η έφεση θα μπορεί να έχει ανασταλτική δύναμη):
Άρθρο 497 [2010]
Ανασταλτική δύναμη της έφεσης
1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της.
2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.
3. Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς.
4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση.
5. Το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς όρους.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε.
7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν
συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι. Εάν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη.
8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα, κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτελέσεως, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται,
ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως. (…)
Στο μεταξύ, μεσολάβησε μια μικρή αλλαγή στην παράγραφο 4 του 497 ΚΠΔ, με το άρθρο 36 του Ν. 4356/2015 (ΦΕΚ Α΄ 181) – επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με το οποίο προστέθηκε στην παράγραφο η δυνατότητα ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση που ασκούνταν κατά των αποφάσεων που διέτασσαν περιορισμό ανηλίκων σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Η διάταξη είχε έκτοτε ως εξής (υπογραμμισμένο το κείμενο της ρύθμισης του 2010, που παρέμεινε το ίδιο):
4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση.
Η επόμενη αλλαγή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συντελέστηκε πράγματι το 2019, όταν ψηφίστηκε από τη Βουλή, με τις ψήφους του ΣΥΡΙΖΑ και του «Ποταμιού», απόντων των λοιπών κομμάτων, τα οποία αποχώρησαν από τη ψηφοφορία, ο λεγόμενος «Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας», και έγινε ο Ν. 4620/2019. Ούτε στη δημόσια διαβούλευση, ούτε στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου εκφράστηκε πρόθεση για μεταβολή του εν λόγω πλαισίου για την ανασταλτική δύναμη της έφεσης και τα δεσμευτικά κριτήρια της παρ. 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ.
Συγκεκριμένα, ο Ν. 4620/2019 έδωσε την εξής μορφή στο άρθρο 497, που, κατά τις κρίσιμες διατάξεις για την κάθειρξη, στις παραγράφους 4 και 8, δεν έφερε αλλαγές σε σχέση με το κείμενο της ρύθμισης του 2010:
Άρθρο 497 [2019].
Ανασταλτική δύναμη της έφεσης.
1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της.
2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.
3. Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς.
4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση.
5. Το δικαστήριο μπορεί στις περιπτώσεις των παρ. 3, 4 και 7 να επιβάλει περιοριστικούς όρους. Αν επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 295.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε.
7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο
και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Η ως άνω δυνατότητα υφίσταται και σε περίπτωση αναβολής της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε η σχετική αίτηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Αν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και τα οριζόμενα στο άρθρο 284, με την εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 285.
8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση
έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης. (…)
Έκτοτε, έχει καταγραφεί μία ουσιώδης αλλαγή στη μορφή του άρθρου 497 ΚΠΔ, και συγκεκριμένα το άρθρο 121 του Ν.4855/2021 (επί κυβέρνησης ΝΔ), με βάση το οποίο επήλθαν αλλαγές στις παραγράφους 2 και 5 και καταργήθηκε η παράγραφος 3 αλλά δεν μεταβλήθηκαν οι παράγραφοι 4 και 8, με αποτέλεσμα να προβλέπονται σήμερα τα εξής:
Στο άρθρο 497 ΚΠΔ: α) τροποποιείται η παρ. 2: αα) με την προσθήκη του μέτρου του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, αβ) τροποποιείται το πλαίσιο ποινής, αγ) τροποποιείται το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης σε περίπτωση αιτιολογημένης απόφασης του δικαστηρίου, β) καταργείται η παρ. 3, γ) αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 και το άρθρο 497 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 497 [σ.σ. 2021-σήμερα]
Ανασταλτική δύναμη της έφεσης
1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της.
2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο αιτιολογώντας, ειδικά την απόφασή του, κρίνει αλλιώς.
3. [Καταργείται].
4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση.
5. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης από την επιβολή περιοριστικών όρων. Αν επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 295.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε.
7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Η ως άνω δυνατότητα υφίσταται και σε περίπτωση αναβολής της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε η σχετική αίτηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Αν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και «τα οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παρ. 1 του τελευταίου άρθρου.
8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης. (…)
Λαμβάνοντας υπόψη την ως άνω ιστορική πορεία του άρθρου 497 ΚΠΔ κατά τα τελευταία έτη, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Ο ισχύων Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν.4620/2019), που και σήμερα εφαρμόζεται, με ελάχιστες αλλαγές, φέρει τις ψήφους του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ορθά σημείωσε ο κ. Κούγιας.
- Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο κ. Κούγιας, ο προϊσχύσας του Ν.4620/2019 Κώδικας, ήδη από το 2010, περιείχε την ίδια κατά περιεχόμενο ρύθμιση – για τις περιπτώσεις επιβληθείσας ποινής κάθειρξης – και τα κριτήρια με βάση τα οποία η έφεση μπορεί να έχει κατά κανόνα ανασταλτική δύναμη.
- Και πριν το 2019, το άρθρο 497 περιείχε την παράγραφο 8 με το ίδιο περιεχόμενο, που έθετε κριτήρια στα οποία θα πρέπει να υπακούει η τυχόν μη χορήγηση από το δικαστήριο του ανασταλτικού αποτελέσματος.
- Το άρθρο 497 είχε 10 παραγράφους από το 2010 έως και το 2021, οπότε καταργήθηκε η παράγραφος 3.
Επιπλέον, δεν προέκυψαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι «στις επτά [παραγράφους] προσετέθη [το 2019] και όγδοη που καθίδρυσε την υποχρεωτικότητα της αναστολής εκτελέσεως της ποινής, αντικαθιστώντας τη νομική λέξη της δυνατότητας». Όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία, η φράση «τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα», που υπάρχει ήδη από την τροποποίηση του Ν. 3904/2010 στην παρ. 8, προσδιορίζει τη βούληση του νομοθέτη να καταστήσει την χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος τον κανόνα, και την μη χορήγηση την εξαίρεση, για την κατάφαση της οποίας θα πρέπει καταρχήν να κριθεί αιτιολογημένα από το Δικαστήριο ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και – εφόσον υπάρξει τέτοια κρίση – σωρευτικά θα πρέπει το δικαστήριο να κρίνει ότι συντρέχει επιπλέον σκοπός φυγής και κίνδυνος υποτροπής. Οπωσδήποτε, θα απαιτείται ειδική αιτιολογία από το δικαστήριο για την επιλογή του, ιδιαίτερα για την μη αναγνώριση ανασταλτικής δύναμης της έφεσης.
Τέλος, με αφορμή το πρώτο δελτίο τύπου του κ. Κούγια, ξεκίνησε να διαδίδεται ο ψευδής ισχυρισμός ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος «λόγω του νόμου Παρασκευόπουλου».
Τον ισχυρισμό διαβάσαμε σε άρθρο του ertnews.gr, που ξεκινούσε ως ακολούθως:
«Κούγιας για Λιγνάδη: Θα αφεθεί ελεύθερος χάρη στον νόμο Παρασκευόπουλου
Συνήγορος υπεράσπισης του Δ. Λιγνάδη είναι ο Αλέξης Κούγιας, ο οποίος τόνισε σε δηλώσεις του ότι ο πελάτης του θα αποφυλακιστεί χάρη στο νόμο που θέσπισε ο ΣΥΡΙΖΑ, νόμο Παρασκευόπουλου».
Ανάλογη εύνοια του Δ. Λιγνάδη από το νόμο Παρασκευόπουλου υπονόησε και ο Άρης Πορτοσάλτε στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, την 14 Ιουλίου 2022:Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αληθεύει. Ουδέποτε στο κείμενο των ανακοινωθέντων του κ. Κούγιας αναφέρθηκε στο «νόμο Παρασκευόπουλου». Η αποφυλάκιση του Δ. Λιγνάδη λόγω της έφεσής του δεν σχετίζεται με κανέναν τρόπο με το Νόμο Παρασκευόπουλου (όπως είναι γνωστός ο Ν. 4322/2015), καθώς δεν περιέχει κάποια τροποποίηση του άρθρου 497 ΚΠΔ.
Συμπέρασμα
Δεν αληθεύει ότι τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για να αποφασιστεί η μη χορήγηση αναστέλλουσας δύναμης στη έφεση, κατ’ εξαίρεση του κανόνα για ανασταλτική δύναμή της σε μια ποινική δίκη, δεν υπήρχαν στον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για την ακρίβεια, προβλέπονταν ήδη από το 2010, όταν τροποποιήθηκε το άρθρο 497 του ΚΠΔ με το Ν. 3904/2010. Από τότε υπήρχε παράγραφος 8 με το ίδιο περιεχόμενο και δεν προστέθηκε ως νέα ρύθμιση το 2019, κατά την κύρωση του νέου ΚΠΔ με την ψήφο του ΣΥΡΙΖΑ.