Γράφει Μαρία Θερμού
Τα σπίτια ζουν μαζί με τους ιδιοκτήτες τους αλλά και χωρίς αυτούς. Αποκτούν την ανεξαρτησία τους και διασχίζουν το χρόνο φέροντας μνήμες από ανθρώπους και γεγονότα, που σωρεύονται φτιάχνοντας ένα παλίμψηστο της ιστορίας τους, γραμμένο ανεξίτηλα πάνω τους. Γεμάτη η Αθήνα κάποτε από τέτοια σπίτια ηλικίας ενός – ενάμιση αιώνα, ελάχιστα σήμερα. Μερικά κατοικήθηκαν από προσωπικότητες που σφράγισαν την πολιτική, κοινωνική πολιτιστική ζωή, θετικά ή και αρνητικά. Όλα ωστόσο απαιτούν το ενδιαφέρον της πολιτείας για τη διάσωσή τους.
Μαρία Κάλλας. Πολυκατοικία Παπαλεονάρδου, Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά
Μπορεί να γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και από την Ελλάδα να έφυγε νωρίς, όμως εκείνα τα χρόνια που είναι καθοριστικά για τη ζωή κάθε ανθρώπου η Μαρία Κάλλας τα έζησε σ΄ αυτό το κτίριο επί της Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά. Από το 1937 ως το 1945 ένα από τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας Παπαλεονάρδου ήταν η στέγη για εκείνη, την μητέρα της Λίτσα και την αδερφή της Τζάκυ (Υακίνθη). Ένα κτίριο σε κακή κατάσταση σήμερα, με ευτυχές μέλλον όμως, όπως φαίνεται, αφού πριν από μερικούς μήνες έγινε γνωστό ότι το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων το ενέταξε στο ΕΣΠΑ ενώ το υπουργείο Πολιτισμού έχει εγκρίνει τις εργασίες αποκατάστασης και επισκευής, καθώς και την αλλαγή χρήσης από κατοικία σε Μουσική Ακαδημία.
«Μπαίνοντας κανείς, βρισκόταν κατευθείαν σε έναν αρκετά μεγάλο χώρο, με μια μπαλκονόπορτα στο βάθος δεξιά κι ένα μικρό μπαλκόνι που έβλεπε στην ταράτσα του γειτονικού σπιτιού», όπως περιγράφει ο Νίκος-Πετσάλης Διομήδης στο βιβλίο του «Η άγνωστη Κάλλας» το διαμέρισμα της οικογένειας, η ακριβής θέση του οποίου στο κτίριο δεν έχει ακόμη εντοπισθεί. Ο ίδιος πάντως, προσθέτει ότι « Όλα σ’ αυτό το χολ-σαλόνι-τραπεζαρία με τη μεγάλη διαχωριστή τζαμαρία –τοίχοι, καναπέδες, ακόμα και χαλιά– ήταν μπλε σύμφωνα με το γούστο της Λίτσας. Το απαραίτητο πιάνο τοποθετήθηκε σχεδόν απέναντι και λίγο αριστερά από την είσοδο, στο πιο σκοτεινό μέρος του μεγάλου δωματίου όπου και θα παρέμενε σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί… Η Λίτσα έγραψε πως τα δύο κορίτσια είχαν ξεχωριστά δωμάτια, αλλά κατά την Τζάκυ τις κρεβατοκάμαρες που έβλεπαν στην οδό Σκαραμαγκά τις είχαν “τη μία η μαμά και μια εμείς οι δύο μαζί”, ενώ τη γωνιακή θα την υπενοικίαζαν για ένα μικρό αλλά χρήσιμο εισόδημα…». Εκεί ωστόσο, παράλληλα με τον αγώνα της για τις σπουδές της στη μουσική και το τραγούδι που λάτρευε, η Μαρία Κάλλας είχε να αντιμετωπίσει και τα προσωπικά της προβλήματα νιώθοντας μόνη και παραμελημένη από τη μητέρα της, που αγαπούσε περισσότερο την αδερφή της. «Η αδερφή μου ήταν λεπτή και όμορφη και φιλική και η μητέρα μου πάντοτε την προτιμούσε. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο, παχουλή και άχαρη και καθόλου δημοφιλής. Είναι άκαρδο να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο», όπως είχε πει η ίδια αργότερα.
Το 1925 είχε κτιστεί η πολυκατοικία, ένα εξαίρετο δείγμα της αρ νουβό, από τα λίγα που έχουν απομείνει στην Αθήνα, σχεδιασμένη από τον γερμανοσπουδαγμένο αρχιτέκτονα και καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Κώστα Κιτσίκη (1893 – 1969). Ήταν μάλιστα από τις πρώτες που έφτιαξε ο ίδιος. Το κτίριο των 1.442 τ. μ. έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων, ήδη από το 1989 από την Μελίνα Μερκούρη. Κάτι που το έσωσε από την κατεδάφιση όχι όμως και από την εγκατάλειψη. Από το 1950 είχε περιέλθει στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο ενώ οι ζημιές που υπέστη το 1999 από τον σεισμό ήταν πολύ μεγάλες και δεν αποκαταστάθηκα. Επιπλέον το 2003 μια πυρκαγιά πρόσθεσε κι άλλες. Παρέμεινε έτσι ακατοίκητο, ώσπου άρχισε να χρησιμοποιείται από εξαρτημένα άτομα για να γίνει κατάληψη στη συνέχεια από ομάδα αντιεξουσιαστών. Εν τέλει από το 2017 έχει περιέλθει στον ΕΦΚΑ. Ο προϋπολογισμός αποκατάστασης του κτιρίου ανέρχεται στα 6.869.600 ευρώ.
Οικία Κωστή Παλαμά. Αμαλίας και Περιάνδρου
Σε μια διώροφη κατοικία του Μεσοπολέμου στην Πλάκα έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1935 ως το 1943 ο Κωστής Παλαμάς. Είχε αναγκαστεί να μετακομίσει εκεί με την οικογένειά του, αφήνοντας ύστερα από έξωση το σπίτι της οδού Ασκληπιού 3 _κατεδαφισμένο στη συνέχεια_ όπου είχε περάσει πάνω από σαράντα χρόνια της ζωής του, από το 1894. Σ΄ένα από τα δύο διαμερίσματα του δευτέρου ορόφου έμενε ο ποιητής με τη σύζυγό του Μαρία Βάλβη και την κόρη τους Ναυσικά, εκεί έγραψε αρκετά από τα έργα του και από εκεί έφυγε, όταν έφτασε η ώρα για το μεγάλο ταξίδι, με την πάνδημη κηδεία του να μετατρέπεται μέσα στην Κατοχή σε εκδήλωση αντίστασης και πατριωτισμού.
Κέντρο μελέτης και σπουδής της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, προτίθεται να κάνει το υπουργείο Πολιτισμού το σπίτι, κηρυγμένο διατηρητέο ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» από το 1999. Σήμερα όμως βρίσκεται σε τραγική κατάσταση, κλειστό, εγκαταλελειμμένο και με βανδαλισμένη την πρόσοψή του, εικόνα που δεν τιμά κανένα. Το κτίριο είναι επίμηκες με νεοκλασικίζοντα στοιχεία, κυρίως στον όροφο ενώ οδοντωτή ταινία και ακροκέραμα αποτελούν τη στέψη του. Η πρόσοψή του ωστόσο, κυρίως στο τμήμα του ισογείου έχει υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις που αλλοίωσαν το χαρακτήρα του. Σε γενικές γραμμές πάντως έχει τα χαρακτηριστικά ενός αστικού σπιτιού της εποχής του, δηλαδή της δεκαετίας 1920 – 1930. Σήμερα μια πινακίδα στην είσοδό δηλώνει ότι στο κτίριο αυτό έζησε για κάποια χρόνια ο ποιητής.
«Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός», είχε γράψει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου, μόλις το νέο του θανάτου, του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του είχε κυκλοφορήσει στην κατοχική Αθήνα. Δραματική και η περιγραφή της επόμενης μέρα από την Τατιάνα Μιλλιέξ:
«Περιάνδρου 5. Στενό ελικοειδές. Ξεφτίζει ο χειμώνας, ανθισμένη δίκαρπη νεραντζιά σκορπίζει τη μοσχοβολιά της ξεχειλίζοντας από τον κιτρινωπό μαντρότοιχο, σχεδόν αγγίζει ένα κλωνάρι το μαύρο κρέπι της ορθάνοιχτης διπλανής πόρτας. «Κωστής Παλαμάς». Σκληρά μαύρα γράμματα πάνω σε κρύο λευκό, πλαίσιο μαύρο. Η λέξη «ποιητής» πουθενά. Σκιές οι άνθρωποι, εισέρχονται ελάχιστοι οι άλλοι σιωπούν ορθοί, χώνουν τα χέρια κάτω από τις μασχάλες, 29 Φεβρουαρίου 1943, το κρύο διαπεραστικό, όσο πιο πολλοί οι παρόντες τόσο ο δρομάκος στενεύει, γίνεται το αδιαχώρητο, βγαίνει ίσαμε έξω η μυρωδιά του λιβανιού. Στο κέντρο του γραφείου λάμπει κάτω από τις αναμμένες λαμπάδες το κάτασπρο κεφάλι και γενάκι του ποιητή, ρουφηγμένα τα μάγουλα, λίγο ξεφτισμένο το μέτωπο, πρόσωπο γλυπτό. Στέγαστρό του η βιβλιοθήκη, γαλλικά κυρίως βιβλία, παρατηρεί ο Ζακ. Σαν να μη πατάει το σανιδένιο πάτωμα που τρίζει κάτω από τα βήματα των άλλων, άηχα τελείως της αναβιωμένης Αντιγόνης. Η Ναυσικά ακουμπάει την τρυφερότητά της με μια κίνηση καθημερινή διορθώνοντας λίγο το πουκάμισο του πατέρα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του δίχως δάκρυα, παρών ακόμα ο ποιητής στο δωμάτιο της αέναης εργασίας του. («Από την άλλη όχθη του Χρόνου»)
Οικία Κωλέττη. Πολυγνώτου 13 Πλάκα
Ήταν ένα από τα ωραιότερα σπίτια της Πλάκας αλλά σήμερα από τα πιο ταλαιπωρημένα. Μετράει άλλωστε κάτι λιγότερο από δύο αιώνες ζωής αλλά κυρίως πολλά χρόνια εγκατάλειψης. Διατηρεί όμως ακόμη το πήλινο άγαλμα γυναίκας σε γαλάζια κόγχη στην πρόσοψή του, που το κάνει άλλωστε να ξεχωρίζει, καθώς και ίχνη από τα παλιά του χρώματα. Ζηλευτός και ο κήπος του με τις νεραντζιές, το κυπαρίσσι και τον φοίνικα. Σ΄αυτό έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ιωάννης Κωλέττης (1773-1847), πρωθυπουργός της Ελλάδας δύο φορές, μετά την απελευθέρωση και ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους πολιτικούς, συνδεδεμένος με δωροδοκίες και παράνομες συναλλαγές, κατάχρηση δημόσιας περιουσίας, ένα άτομο που υπήρξε επικίνδυνο για τη χώρα, σύμφωνα με την σημερινή αποτίμηση των πράξεών του.
Το κτίριο αποτελείται από ισόγειο, έναν όροφο και δώμα, είναι αρκετά μεγάλο, καθώς εκτείνεται σε 550 τ.μ. ενώ η σημερινή μορφή του χρονολογείται στα 1860, όταν ανοικοδομήθηκε. Έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο ήδη από το 1960, επί Μελίνας μάλιστα αγοράσθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού αλλά όλες οι προσπάθειες αποκατάστασής του έμειναν στη μέση. Αντίθετα οι δύο μεγάλοι σεισμοί της Αθήνας το 1981 και το 1999 του προκάλεσαν σοβαρά στατικά προβλήματα. Φως στον ορίζοντα διεφάνη όταν έγινε γνωστό ότι επρόκειτο να στεγάσει το Αρχείο Καβάφη, τα σχέδια ωστόσο, γενικότερα άλλαξαν ενώ πλέον το υπουργείο Πολιτισμού προτίθεται να φιλοκενήσει στο κτίριο το Κέντρο Τεκμηρίωσης Έργων Ακροπόλεως «Χαράλαμπος Μπούρας» που φέρει το όνομα του σπουδαίου αρχιτέκτονα και το έργο του στα μνημεία της Ακρόπολης.
Πώς ήταν όμως μια καθημερινή μέρα σ΄αυτό το σπίτι, την εποχή του Κωλέττη; «Στην οικία του από βαθέως όρθρου συνωστίζονταν φουστανελοφόροι από την εξώπορτα μέχρι τα σκαλιά. Όταν έμπαινες στο γραφείο του, τον έβλεπες να καπνίζει το τσιμπούκι του και να ακούει μετά μεγάλης υπομονής κάποιον ψηφοφόρο του που του ζητούσε ρουσφέτι: μια θέση, μια σύνταξη, ένα παράσημο ή κάτι παρόμοιο», όπως γράφει ο πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) στο έργο του «Ιστορικαί αναμνήσεις». Χαρακτηριστικά και στα σχόλια των εφημερίδων, μετά τον θάνατό του: «Αν ως άνθρωποι ελυπήθημεν τον θανάτον του ανθρώπου, ως πολίται της Ελλάδος εχάρημεν, ως θέλει χαρή όλο το Κοινόν της Ελλάδος, διότι κατήχθη εις τον τάφον εκείνος, που τα μέγιστα αδικούσε την Ελλάδα», έγραφε η «Ελπίς». Κάποιες από τις κατηγορίες που τον βάρυναν άλλωστε, τις οποίες αναφέρει και ο Μακρυγιάννης ήταν, ότι είχε οργανώσει τις δολοφονίες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Παλάσκα, του Νούτσου και άλλων, ενώ επίσης ήταν αυτός που αντιτάχθηκε σθεναρά στον αρραβώνα της Μαντούς Μαυρογέννους με τον Υψηλάντη, γιατί έβλεπε ως απειλή την ένωση των δύο ισχυρών οικογενειών τους. Με εντολή του άλλωστε η Μαντώ Μαυρογένους εξορίστηκε από το Ναύπλιο και επέστρεψε στη Μύκονο και μετά στην Πάρο, όπου πέθανε πάμφτωχη.
Οικία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Οικονόμου 30 και Κουντουριώτου
«Απ’ τα κεντρικά μας σπίτια να βρεθούμε σε μια ερημιά – γιατί το μέρος ήταν ερημιά, για τη μικρή πρωτεύουσα της εποχής εκείνης – μας στοίχισε παρά πολύ! Μια πρώτη μας επίσκεψη σ’ αυτό μου έδωσε την εντύπωση μεγάλης καταδίκης». Έτσι είχε αντιμετωπίσει την εγκατάσταση της οικογένειάς του στα Εξάρχεια, κάτω από το λόφο του Στρέφη ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 – 1944). Σ΄αυτό το διώροφο, νεοκλασικό κτίριο, αντιπροσωπευτικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής εκείνη την εποχή έζησε πάνω από σαράντα χρόνια, εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του και εκεί έβαλε τέλος στη ζωή του στη διάρκεια της Κατοχής αυτός ο σημαντικός εκπρόσωπος της νεορομαντικής σχολής, της χωρίας των «καταραμένων» της ελληνικής λογοτεχνίας .
Η Οικία Λαπαθιώτη οικοδομήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1870, έχοντας την κλασική τριμερή διάρθρωση της πρόσοψης, με το αέτωμα στη στέψη με επιζωγραφισμένο τύμπανο, τον μεγάλο εξώστη με τα μαρμάρινα φουρούσια του, τα σφυρήλατα κιγκλιδώματα, τις παραστάδες κορινθιακού ρυθμού. Το σπίτι είχε επίσης αυλή, εξωτερική σκάλα και χαγιάτι κι όπως περιγράφει καλύτερα ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου «Είναι σπίτι δίπατο, με ισόγειο από τη μεριά της οδού Οικονόμου. Είναι τεράστιο, έχει στέγη με αέτωμα και από πίσω μεριά κήπο. Στο τζαμικιάνι, όπου καταλήγει η σκάλα, σώζονται ακόμη μικρά χρωματιστά τζάμια, που τόσο συνηθίζονταν τότε στα αρχοντικά. Η είσοδος είναι από την Κουντουριώτου, αλλά η πρόσοψη με το μπαλκόνι από την Οικονόμου. Τα πάντα ξεφτισμένα και ο σοβάς πεσμένος ολότελα και περίεργα. Εν τούτοις, το σπίτι δεν μοιάζει για ετοιμόρροπο. Κάτω από το σοβά υπήρχαν χοντροί τοίχοι φτιαγμένοι με μεγάλες πέτρες, που τώρα προβάλλουν…». (περιοδ. Λέξη, Μαρτ.-Απρ. 1984).
Όσο για το εσωτερικό «Πρώτη φορά έμπαινα σε ένα τόσο αριστοκρατικό σπίτι. Όσα έβλεπα μού ΄καναν εντύπωση. Θαύμαζα τα χαλιά του, τη μεγαλοπρεπή επίπλωση, τις μεγάλες ως το ταβάνι βιβλιοθήκες, με ομοιόμορφο ντύσιμο όλων των βιβλίων, τα δύο δωμάτια- γραφεία: του στρατηγού (Λεωνίδα Λαπαθιώτη) και του Ναπολέοντα το καθένα με ιδιαίτερο στιλ και παντού βιβλία και πάλι βιβλία». Αυτά έγραφε ο Τάσος Μουμτζής προπαιδευτής του Λαπαθιώτη, όταν παρουσιάστηκε στο στρατό στις αρχές του 1914 για να υπηρετήσει τη θητεία του («Τα στρατιωτικά χρόνια του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη»).
Το κτίριο έχει κηρυχθεί διατηρητέο από το 1984 από το υπουργείο Πολιτισμού.
Οικία Prokesch von Osten, Ελληνικό Ωδείο, Φειδίου 3
« Ένα από τα κτίρια στην άκρη της Αθήνας προς την Πάρνηθα είναι μια απλή, γεμάτη αρχοντιά βίλα… νομίζεις, βλέποντας την καλογυαλισμένη σκάλα με το χαλί από πάνω ως κάτω, πως βρίσκεσαι σ’ έναν εξοχικό πύργο κοντά στην αυτοκρατορική πόλη του Δούναβη. Όταν μπεις μέσα στα καλόγουστα δωμάτια, θα δεις σύγχρονες rococo κουνιστές καρέκλες, θαυμάσιους καθρέπτες και ζωγραφιές… Βρισκόμαστε στο σπίτι του Πρόκες – Όστεν και της καλλιεργημένης και πανέξυπνης γυναίκας του. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ πως η Αθήνα γεννιέται τώρα. Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη».
Ενθουσιώδης η περιγραφή του δανού συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν για το σπίτι του Πρόκες φον Όστεν, αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα, που ήταν και ο μόνος εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων που αγαπούσε την Ελλάδα. Πρόκειται για το ίδιο σπίτι όμως, γνωστό πλέον ως κτίριο του Ελληνικού Ωδείου, που πριν από μερικές μέρες και ύστερα από την εγκατάλειψη ετών υπέστη μία ακόμη σοβαρή βλάβη με την κατάρρευση τμήματος της στέγης του. Κάτι αναμενόμενο ωστόσο.
Το σπίτι πάντως βρισκόταν τότε, όταν κτίσθηκε, κυριολεκτικά έξω από την πόλη ενώ το περιέβαλε μεγάλος κήπος, που ξεκινούσε από τη οδό Πανεπιστημίου και έφθανε ως τη Χαριλάου Τρικούπη, την Εμμανουήλ Μπενάκη και την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Όπως το περιέγραφε ο ίδιος ο φον Όστεν το σπίτι είχε τρεις ορόφους και κάλυπτε 540 τ.μ. Είχε 27 δωμάτια, δύο αποθήκες με αψίδα, δύο υπόγεια, δύο κουζίνες, ένα μπάνιο ενώ τα εξωτερικά του κτίρια κάλυπταν άλλα 344 τ.μ με στάβλους για οκτώ άλογα, χώρο για άμαξα, διαμέρισμα για τον κηπουρό, πλυσταριό, θερμοκήπιο και τέσσερις στέρνες. Επίσης περιφραγμένη αυλή με αποθήκη ξύλου και κάρβουνου, χώρο πάγου, κοτέτσι και περιστερεώνα!
Η ανέγερση του σπιτιού έγινε μεταξύ του 1835 και 1837 με λιτή αρχιτεκτονική και αυστηρό κλασικισμό, αποτελεί μάλιστα ένα από τα λίγα σωζόμενα οικοδομήματα που κτίσθηκαν στην εποχή του Όθωνα στην Αθήνα. Έζησε μέρες μεγάλης δόξας, καθώς συγκέντρωνε την πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα της πρωτεύουσας, χάρις και στη σύζυγο του φον Όστεν που καθώς ήταν κόρη μουσικού έπαιζε και η ίδια μουσική κάθε Τρίτη στο σαλόνι της
Μετά την αναχώρηση του ζεύγους από την Ελλάδα κι άλλοι επώνυμοι το κατοίκησαν, αρχικά ο ελληνο- αυστριακός ευεργέτης Νικόλαος Δούμπας και ο αδερφός του Μιχαήλ, ενώ το 1854 το αγόρασε η Ελένη Τοσίτσα η σύζυγος του Μιχαήλ Τοσίτσα. Το 1887 πέρασε στα χέρια της Ανδρομάχης Σλήμαν – Μελά (κόρης του Ερρίκου Σλήμαν και συζύγου του Λέοντα Μελά) και από κάποια στιγμή και μετά άλλαξε χρήση. Από κατοικία έγινε το Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, μετά το Ωδείο Λόπνερ ενώ από το 1919 μέχρι το 1971 στέγασε το Ελληνικό Ωδείο. Εκεί όπου σπούδασαν μουσική τα μεγαλύτερα ελληνικά ονόματα, μεταξύ των οποίων βεβαίως και η Μαρία Κάλλας.
Το κτήριο, που είναι κηρυγμένο ως διατηρητέο ανήκει στην κυριότητα του ΕΦΚΑ αλλά παραχωρήθηκε προς χρήση στο υπουργείο Πολιτισμού. Αναμένονται έτσι οι εργασίες αποκατάστασής του, αφού προηγηθούν οι σχετικές μελέτες.