Γράφει Διονύσης Θανάσουλας
Η κυρία που πέρασε την είσοδο της εφημερίδας «Τα Νέα» εκείνο το βράδυ της δεκαετίας του 80, ζήτησε ευγενικά να δει τον Ζάχο Χατζηφωτίου.
Τον άνθρωπο που αναστάτωνε πολύ συχνά την κοσμική Αθήνα μέσα από τις σελίδες του «Ίακχου» με την κοφτερή γραφή του, η οποία έδινε τροφή για σχόλια επί σχολίων.
Την οδήγησαν στο γραφείο του και αφού του συστήθηκε ως μια κυρία από την επαρχία, τον παρακάλεσε να βάλει στην στήλη του, φωτογραφίες από τον γάμο της κόρης της.
Ο Ζάχος που κατάλαβε ότι θα ζούσε άλλη μια χαρωπή στιγμή, της εξήγησε ευγενικά ότι στον «Ίακχο» φιλοξενούνταν άνθρωποι και γεγονότα που σήμαιναν κάτι και άξιζε να γίνει αναφορά.
«Και δεν αξίζει να μπει ο γάμος της κόρης μου κύριε Ζάχο; Δεν θέλω να τον βάλετε δωρεάν. Θα πληρώσω» λέει στον Χατζηφωτίου και εμφανίζει μια σακούλα με μισό εκατομμύριο δραχμές!
Χαμογελώντας ο bon viveur κοσμικογράφος της εξήγησε ότι δεν ετίθετο θέμα χρημάτων και ότι δεν θα δημοσίευε τις φωτογραφίες που κράταγε η κυρία, ξεπροβοδίζοντας την ευγενικά.
Η μυθιστορηματική διαδρομή της ζωής του έκλεισε σήμερα το μεσημέρι, λίγες μέρες μετά τα ενενηκοστά ένατα γενέθλια του, έχοντας γράψει αμέτρητα κεφάλαια που περιελάμβαναν πέντε γάμους, έρωτες, business, την δημοσιογραφία και ένα dress code το οποίο θα θυμόμαστε για πάντα.
Γεννημένος στην Πλάκα, από μια εύπορη οικογένεια βρέθηκε έφηβος ακόμη να ζει την φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, και στις αρχές της Κατοχής, έφυγε για την Αίγυπτο.
Ήταν μόλις δεκαεπτά ετών όταν ρίχτηκε στην μάχη μετά από μια μικρή εκπαίδευση, πολεμώντας στο Τομπρούκ και το Ρίμινι, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα.
Εκεί όπου έμελλε να γράψει μια δική του πολύ ξεχωριστή ιστορία στην δημοσιογραφία, αφού πρώτα δούλεψε στην οικογενειακή επιχείρηση, πριν φύγει για το Παρίσι το 1956, στα τριάντα τρία του χρόνια.
Στην πόλη του φωτός, είδε και έζησε καταστάσεις που στην Αθήνα απλά δεν υφίσταντο εκείνη την περίοδο, έβγαινε πολύ και βίωσε έρωτες με ημερομηνίες λήξης.
Ημερομηνίες λήξης είχαν και οι πέντε γάμοι του Ζάχου Χατζηφωτίου, που αφού εντρύφησε και στην Ναυτιλία, εισήλθε στην δημοσιογραφία ξεκινώντας από την «Καθημερινή» και μεγαλουργώντας τις επόμενες δεκαετίες γράφοντας κάτι σαν αυτό: «Μετά ήρθαν οι νεοέλληνες, οι πολυκατοικίες, η καταστροφή του «μπιντέ» του Κολωνακίου και η αντικατάστασή του από τα παπουτσίδικα και τα «ομορφάδικα» (διάβαζε κομμωτήρια που πιάνουν δουλειά από τις 6.30 το πρωί για να κάνουν «τα αγουροξυπνημένα τέρατα χτενισμένα και σοβατισμένα τέρατα»!)».
Όπως έλεγαν φίλοι του, τα ειδύλλια του Ζάχου είναι αμέτρητα σαν την άμμο της αγαπημένης του Μυκόνου.
Εκεί όπου πήγαινε ανελλιπώς μέχρι την πρώιμη μετάλλαξή της, άνθρωπος που ήταν μετρ στο να φοράει σωστά το μεταξωτό μαντίλι στο τσεπάκι του κουστουμιού του.
Ευφυής, με σαρδόνιο χιούμορ, ευτύχησε να ζήσει μια ζωή με τα δικά του μέτρα και σταθμά, χωρίς να κάνει ποτέ εκπτώσεις στην αισθητική του, μένοντας ώς το τέλος μια έντονη προσωπικότητα, που δεν υπέκυψε σε μόδες και τάσεις.
Αυτά ήταν για άλλους, όχι για τον Ίακχο.