Oι φράσεις «θρίλερ» και «ελληνικός κινηματογράφος» δεν τέμνονταν φαινομενικά πουθενά έως και την προβολή του «Έτερος Εγώ». Η μήπως… όχι; Για να χαρακτηρίσουμε «αβάσιμη» αυτή την πρόταση θα πρέπει να ανατρέξουμε πολύ πίσω, στο 1961, για χάρη ενός ιδιαίτερα καλοφτιαγμένου φιλμ, που περιελάμβανε όλα τα γνώρισμα συστατικά του είδους. Αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα ψυχολογικού θρίλερ στον ελληνικό κινηματογράφο με εμφανείς επιρροές από ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ όπως το «Ψυχώ» (που είχε γυριστεί ένα χρόνο πριν), και τις θεωρίες ψυχανάλυσης του Σίγκμουντ Φρόιντ.
Αν και την ίδια περίοδο είχαν γίνει φιλότιμες προσπάθειες με τα αστυνομικά θρίλερ του Γιάννη Μαρή, ο «Εφιάλτης» του μόλις 23χρονου τότε σκηνοθέτη Ερρίκου Ανδρέου, ξέφυγε πολύ μπροστά, πετυχαίνοντας να κοντράρει στα ίσια ακόμα και καλοφτιαγμένα θρίλερ του εξωτερικού.
Η ποιότητα της ταινίας αδιαμφισβήτητη σε κάθε επίπεδο. Κυρίως όμως σε αυτό της ατμόσφαιρας. Ο «Εφιάλτης» είναι μια ταινία που καλλιεργεί μαεστρικά την αγωνία και τον τρόμο στο θεατή, βήμα-βήμα, αποκάλυψη-αποκάλυψη. Καθώς ξετυλίγεται το πέπλο του μυστηρίου, η πλοκή γίνεται όλο και πιο καθηλωτική. Τα «χιτσκοκικά» στοιχεία αυτού που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως ελληνικό «Ψυχώ» είναι ορατά από την αρχή μέχρι τέλος. Ωστόσο το φιλμ αποτελεί μια μεταφορά ιδεών του μετρ του τρόμου στην ελληνική πραγματικότητα και όχι μια αμερικάνικη «χιτσκοκική» καρικατούρα. Ο εμπλουτισμός του σεναρίου με κάποιες άλλες παραμέτρους, τα εξωτερικά γυρίσματα στα στενά της πλάκας και η προσεκτική επιλογή όλων των εσωτερικών χώρων, ώστε να θυμίζουν και αυτοί Ελλάδα, δίνουν στην ταινία αέρα ελληνικό.
Κεντρικός χαρακτήρας στην ταινία είναι η φοβερή και τρομερή Άννα Μαργκό, την οποία υποδύεται η εξαιρετική Βούλα Χαριλάου, στο σημαντικότερο ρόλο μιας καριέρας που για αδιευκρίνιστους λόγους δεν απλώθηκε ποτέ στο εύρος που θα άρμοζε στο ταλέντο της.
Δίπλα της ο ζεν πρεμιέ της εποχής, Μιχάλης Νικολινάκος, που υποδύεται τον δικηγόρο Τώνη Καρζή. Σε δεύτερους ρόλους ο Σταύρος Ξενίδης, ο Ζαννίνο, η Κατερίνα Γώγου και η εντυπωσιακή Ντέπη Μαρτίνη, Β’ Σταρ Ελλάς του 1955, που ενσαρκώνει το alter ego της Άννας Μαργκό, την Εύη Λινάρδου.
Το σενάριο έχει ως εξής: η Μαργκό είναι μια πλούσια κληρονόμος, η οποία έχει ψυχρανθεί με την οικογένεια της για τα κληρονομικά και όταν δέχεται ένα παράξενο τηλεφώνημα, καλεί αμέσως τον δικηγόρο της για να του πει ότι απειλείται από την παλιά της φίλη Εύη Λινάρδου.
Όσο ο δικηγόρος ψάχνει την υπόθεση και συγκεντρώνει στοιχεία ο αδελφός της Άννας και πρώην σύζυγος της Εύης, δολοφονείται και τότε δίπλα στο μυστήριο μπαίνει για τα καλά το στοιχείο του τρόμου. Ακολουθεί μια σειρά από φόνους, όπου εμφανίζεται μόνο η σκιά του δολοφόνου και χρησιμοποιεί ως φονικό όπλο ένα ψαλίδι.
Εξαιρετικά πρωτότυπο στην όλη υπόθεση ότι τις εντολές για τα εγκλήματα τις παίρνει η δολοφόνος από τον καθρέφτη του δωματίου της – τον μαγικό της καθρέφτη όπως τον έλεγε – μέσα στον οποίο παρουσιάζονταν τα υποψήφια θύματα της.
Με τις εκπλήξεις και τις ανατροπές να διαδέχονται η μία την άλλη, κορυφώνεται το εντυπωσιακό φινάλε, όπου αποκαλύπτεται ότι η Άννα Μαργκό είναι μια ψυχασθενής, διχασμένη προσωπικότητα, που οικειοποιήθηκε την ταυτότητα της αντίζηλου της, Εύης Λινάρδου, και σκότωνε για να τιμωρήσει όλους τους ανθρώπους που την έκαναν από μικρή να υποφέρει.
Στις σκηνές όπου η φωνή της Βούλας Χαριλάου ντουμπλάρεται από την φωνή της Κίας Μπόζου (είτε στο τηλέφωνο είτε αλλού), προκειμένου να υποδηλωθεί το «άλλο εγώ», ο τρόμος που προκαλείται στον θεατή έχει εκείνο το στοιχείο του ανεπιτήδευτου που τον καθιστά αμετάκλητο. Και είναι βέβαια ένα μεγάλο επίτευγμα του σκηνοθέτη ότι η πιο τρομακτική σκηνή δεν είναι μία από τις φονικές με το ψαλίδι, αλλά όταν ακούγεται η φωνή της διχασμένης Μαργκό στο τηλέφωνο να λέει «Με λένε Εύη Λινάρδου» και να γελάει, ενώ πέφτουν αστραπές.
Παράλληλα το βλέμμα της σε στιγμές της ταινίας είναι αληθινά αποτρόπαιο, ενώ ο εγκλωβισμός της σε μιαν άλλη ταυτότητα έχει κινηματογραφηθεί με ακραίο συμβολισμό και αποφασιστικότητα.
Εν τέλει, με βάση τα μέσα και τις δυνατότητες του τότε ελληνικού κινηματογράφου, το εγχείρημα θα πρέπει να χαρακτηριστεί εκτός από αξιέπαινο και πολύ μπροστά από την εποχή του. Διαθέτει υπέροχη εφιαλτική ατμόσφαιρα, εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία, κλιμακούμενο αγχώδη ρυθμό, υποβλητική jazz μουσική υπόκρουση από την Μίμη Πλέσσα, ένα προχωρημένο, τολμηρό σενάριο που υπαινίσσεται μέχρι και σεξουαλικά ομοφυλοφιλικά όργια (!) και έναν… θηλυκό Νόρμαν Μπέιτς που σκοτώνει με ψαλίδι. Μάλιστα στη μοναδική εντός κάδρου σκηνή φόνου υπάρχει αίμα, στοιχείο αρκετά τολμηρό για την κινηματογραφική πραγματικότητα της εποχής.
Σε πείσμα όλων αυτών, ο «Εφιάλτης» πέρασε στα ψιλά στη 2η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, στη Θεσσαλονίκη, το 1961, παίρνοντας μόνο το βραβείο «Β Γυναικείου Ρόλου», για τη «μητέρα» Αθηνά Μιχαηλίδου. Το ίδιο συνέβη και στα ταμεία, καθώς ήταν 25η σε εισπράξεις, στις αίθουσες πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων, με μόλις 26.526 εισιτήρια. Στο εξωτερικό όμως προκάλεσε μεγαλύτερο ντόρο, λαμβάνοντας το «Ειδικό βραβείο τιμητικής διακρίσεως», στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Νέου Δελχί, ένα μήνα αργότερα.
Προφανώς, το ταλέντο του Ερρίκου Ανδρέου αναγνωρίστηκε απ’ όλους στο χώρο, με πιο χαρακτηριστική την αναφορά του σπουδαίου Μάριου Πλωρίτη, στην εφημερίδα «Ελευθερία», το Μάιο του ’62: «Δε μπορεί παρά να μας χαροποιεί η επιτυχία ενός νεαρώτατου Έλληνα σκηνοθέτη που, στην πρώτη κιόλας ταινία του, κατάφερε να δημιουργήση αυτή την τόσο ολισθηρή για πολλούς “ατμόσφαιρα” – το Α και το Ω δηλαδή του αστυνομικού φιλμ».
Βεβαίως το μεγαλύτερο παράσημο για τον «Εφιάλτη» είναι ότι επί δεκαετίες τρομάζει το ελληνικό (και όχι μόνο) κοινό όσο κανένα άλλο εγχώριο φιλμ και ότι στις συνειδήσεις όσων το έχουν δει παραμένει μισό αιώνα και πλέον μετά η κορυφαία ελληνική ταινία τρόμου.
Με πληροφορίες από το www.horrorant.com