Γράφει Μαρία Θερμού
Στην πρόσοψή του αποτυπώνεται ανάγλυφα το αττικό ημερολόγιο με τους αρχαίους μήνες του έτους σε παράταξη, ενώ η θεά Κυβέλη, σφίγγες και φτερωτά ζώα, ακόμη και τα σύμβολα της λατρείας της Δήμητρας στην Ελευσίνα παριστάνονται ανάμεσα σε βυζαντινούς σταυρούς. Πρόκειται για τον μαρμάρινο διάκοσμο του μικρού ναού της Παναγίας Γοργοεπηκόου και του Αγίου Ελευθερίου που είναι γνωστός και ως Μικρή Μητρόπολη. Είναι άλλωστε το παρεκκλήσι της Μητρόπολης, μια μεσαιωνική εκκλησία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ενώνουν αιώνες ελληνικής ιστορίας, ένας ιερός χώρος, όπου έχει τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου –όπως και άλλων προσώπων στο παρελθόν– πριν από την εξόδιο λειτουργία στη Μητρόπολη.
Δεν είναι λίγα τα κτίρια που διασώζονται ακόμη στην Αθήνα για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκε αρχαίο οικοδομικό υλικό, μαρμάρινο κατά κύριο λόγο, πολύ συχνά μάλιστα με παραστάσεις. Όμως το κομψό αυτό κτίριο, που έχει φθάσει ως σήμερα στην αρχική του μορφή, συνιστά ένα ιδιαίτερο δείγμα αυτής τάσης για την επανάχρηση των υλικών. Τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Κι αυτό γιατί οικοδομήθηκε στο σύνολό του με σπόλια, όπως λέγονται τα αρχαία κομμάτια σε δεύτερη χρήση, ενώ παράλληλα δείχνει ότι υπήρχε εξ αρχής ένα σαφές αισθητικό πρόγραμμα, που είχε στο νου του ο αρχιμάστορας της εποχής.
«Από ψηλά σπεύδουσα και ταχεία βοήθεια» είναι η ερμηνεία της λέξης «γοργοεπήκοος», μια βυζαντινή προσωνυμία της Θεοτόκου, που ακούει κάποιον γρήγορα και σπεύδει στη έκκλησή του. Αν και δεν περιμένει ωστόσο κανείς να είναι γνωστή η ονομασία και η ιστορία αυτού του ναού στους επισήμους, που προσέρχονται για ασπασμό, βέβαιο είναι ότι η εικόνα του θα κάνει το γύρο του κόσμου.
Η θεά του τοκετού
Το κτίριο θεωρείται ότι έχει κτισθεί πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού, που ήταν αφιερωμένος στη θεά του τοκετού, την Ειλειθυία, που επίσης λεγόταν Λυτηρία και Ελευθούσα και σ’ αυτήν προσέτρεχαν οι έγκυες γυναίκες για να προσευχηθούν. Από εκεί βέβαια δημιουργήθηκε και η παραφθορά Ελευθερούσα. Αρχαίοι, ρωμαϊκοί και μεσοβυζαντινοί μαρμάρινοι λίθοι, προερχόμενοι από διάφορα μνημεία, που υπήρχαν κατεστραμμένα, επιλέχθηκαν για την κατασκευή του.
Οι τοίχοι του ναού είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένοι από μεγάλα μάρμαρα, χωρίς κάποιες παραστάσεις πάνω τους, κι αυτό ως το ύψος των παραθύρων. Από εκεί και πάνω όμως, η αισθητική αλλάζει, καθώς ενενήντα συνολικά ανάγλυφα τοποθετήθηκαν στο ανώτερο τμήμα του κτίσματος, δημιουργώντας μία ιδιαίτερη αρχιτεκτονική πρόταση.
Τμήματα από πρωτοχριστιανικά και βυζαντινά τέμπλα, ελληνικές και ρωμαϊκές επιτύμβιες στήλες, επιγραφές και αρχιτεκτονικά μέλη συνθέτουν το σύνολο αυτό. Και το σίγουρο είναι, ότι δεν υπάρχει κάποιος συμβολισμός, που να εξυπηρετούν αυτές οι συνθέσεις, με αποτέλεσμα το σύνολο να είναι μοναδικό, καθώς ξεπερνά τις αντιλήψεις των Βυζαντινών για τις προσόψεις των ναών τους. Πλίνθοι πάντως, δεν χρησιμοποιήθηκαν πουθενά αλλού παρά μόνον στον τρούλο, ο οποίος ακολουθεί το αθηναϊκό τυπικό της εποχής. Άγνωστη ωστόσο είναι η ακριβής εποχή ανέγερσής του.
Η χρονολόγηση της εκκλησίας
Υπάρχουν πολλές θεωρίες χρονολόγησης του ναού ξεκινώντας από τον 9ο αιώνα και φθάνοντας ως και τον 13ο. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη τον έκτισε ο λόγιος και Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης στις αρχές του 13ου αιώνα κι αυτό γιατί περιλαμβάνονται αρχιτεκτονικά μέλη που φθάνουν ως αυτήν την εποχή.
Ωστόσο ένα από αυτά, μία επιγραφή συγκεκριμένα, θεωρείται ότι την είχε δει ο αρχαιοδίφης Κυριακός Αγκωνίτης στην Αρχαία Αγορά το 1436 που επισκέφτηκε την Αθήνα. Κατ΄άλλους εξάλλου, η αισθητική του ναού είναι περισσότερο φράγκικη παρά βυζαντινή. Και να σημειωθεί εδώ ότι από τα μέσα του 14ου ως τα μέσα του 15ου αιώνα όντως η Αθήνα βρισκόταν ως δουκάτο υπό την κυριαρχία των Φράγκων, συγκεκριμένα της οικογένειας Ατσαγιόλι από την Φλωρεντία.
Αρχιτεκτονικά ο ναός ορίζεται ως τετρακιόνιος, σταυροειδής εγγεγραμμένος, με τριμερή νάρθηκα, με διαστάσεις 12,20 x 7,60 μέτρα. Περισσότερο διακοσμημένη με ανάγλυφα είναι η δυτική πλευρά του πάνω από την είσοδο και κάτω ακριβώς από τα γείσα. Πρόκειται αρχικά για μία ζωφόρο από πεντελικό μάρμαρο, που παρουσιάζει ανάγλυφα το αρχαίο αττικό ημερολόγιο με τις μορφές και τους αστερισμούς που εκπροσωπούν κάθε μήνα, καθώς και τις πέντε για τους αρχαίους, εποχές.
Θεωρείται ότι είναι το μοναδικό σωζόμενο εικονογραφημένο ημερολόγιο της αρχαιότητας, αν και ο τεχνίτης που τοποθετούσε τις ανάγλυφες πλάκες –άγνωστο από πού είχαν αφαιρεθεί – δεν υπολόγισε σωστά το μήκος του τοίχου, έτσι έκανε περικοπές. Φρόντισε όμως στα ενδιάμεσα να σμιλεύσει σταυρούς για τον καθαγιασμό της παράστασης.
Ο γλυπτός διάκοσμος
Στην ίδια πλευρά έχουν τοποθετηθεί επίσης μαρμάρινα πρωτοβυζαντινά θωράκια, φατνώματα, επίκρανα της Ελληνιστικής εποχής, οι σφίγγες και τα φτερωτά ζώα που καταπατούν φίδια και τρώνε καρπούς δέντρων. Η θεά Κυβέλη της γονιμότητας ξεχωρίζει εξάλλου στo υψηλότερο σημείο της ανατολικής πλευράς σε μια μικρή παράσταση της Ρωμαϊκής εποχής, κάτω από το αέτωμα.
Κοντά της βρίσκονται δύο μορφές του 5ου π.Χ. αιώνα που κρατούν τρίποδα, ένα θωράκιο απεικονίζει λέοντα που κατασπαράσσει έλαφο (χριστιανικός συμβολισμός) ενώ μία ενεπίγραφη πλάκα έχει τοποθετηθεί πλάγια, διότι έτσι εξυπηρετούσε τον διάκοσμο. Η πομπή των Ελευσίνιων μυστηρίων με τα σύμβολα της λατρείας της θεάς Δήμητρας είναι ένα ακόμη ανάγλυφο, προερχόμενο από δωρική ζωφόρο, πιθανώς από το πρόπυλο ελευσίνιου ναού. Ενδιαφέρον όμως έχουν και τα θωράκια σε ένα από τα οποία εικονίζεται αετός να αρπάζει έναν λαό (επίσης χριστιανικός συμβολισμός).
Εσωτερικά ωστόσο, μόνον ελάχιστα σπαράγματα σώζονται από τις τοιχογραφίες ενώ το τέμπλο είναι σύγχρονο. Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι, ότι στον περίβολό του, όπως συνηθιζόταν στη Βυζαντινή εποχή είχαν γίνει ταφές διαφόρων μελών αθηναϊκών οικογενειών, όπως αυτής των Μπενιζέλων από την οποία προερχόταν η Αγία Φιλοθέη. Ήδη από τον 19ο αιώνα όμως, έχουν απομακρυνθεί.
Μέσα στο χρόνο
Στη συνέχεια της Ιστορίας η εκκλησία ήταν ενοριακός ναός κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ενώ μετά την απελευθέρωση, το 1833, οι κίονες που στήριζαν τον τρούλο αντικαταστάθηκαν από πεσσούς γιατί είχαν καταστραφεί και επίσης κατεδαφίστηκε το 1836 το κωδωνοστάσιο που είχε προστεθεί στο μεταξύ.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια εξάλλου, που η Αθήνα ήταν τελείως κατεστραμμένη, η έλλειψη κτιρίων ήταν τεράστια, έτσι η εκκλησία παρά το μικρό της μέγεθος ήταν πολύτιμη ως στέγη για αρχαιότητες που συγκεντρώνονταν από διάφορα σημεία. Στη συνέχεια μετατράπηκε και σε δημόσια βιβλιοθήκη.
Από το 1860 πάντως μετατράπηκε σε παρεκκλήσι της Μητρόπολης των Αθηνών, που είχε ήδη κτιστεί. Και από το 1863 αφιερώθηκε στον Άγιο Ελευθέριο από τους Έλληνες που γιόρταζαν τη λήξη της Βαυαροκρατίας με την έξωση του Όθωνα. Σήμερα σχέδια, αποτυπώσεις και φωτογραφίες της αργότερα υπάρχουν από διάφορες εποχές, καθώς η ιδιαιτερότητα του κτιρίου προσέλκυε πάντα το ενδιαφέρον καλλιτεχνών και μελετητών.
Στο Ναο αυτο εχειροτονηθη επισκοπος Αιγινης και Πορου ο τοτε παρεπιδημων στην Αθηνα με κατευθυνση τους Αγιους και ιερους τοπους ο σημερινος αγιος Διονυσιος ο εν Ζακυνθω επισκοπος Αιγινης ο θαυματουργος απο τον τοτε επισκοπο των Αθηνων Νικανορα ο οποιος εξετιμωντας τις αρετες και τα χαρισματα του μεχρι τοτε ιερομοναχου Δανιηλ -Δραγανιγου Σιγουρου ηγουμενου της μονης των Στροφαδων τον προτεινε για ποιμεναρχη της τοτε καινης αυτης επισκοπης Αιγινης θεση που δεν μπορεσε ο Αγιος να αποποιηθει.Στην χειροτονια του αυτη την ιστορικη ημερα ειχαν παραυρεθει και μελη της οικογενειας των Μπενιζελων απο την οποια αργοτερα κατηγετο και η αγια οσιομαρτυς Φιλοθεη η ”Κυρα των Αθηνων”.