Υποστηρίξτε μας και επιλέξτε ένα πρόγραμμα το οποίο θα σας δώσει πρόσβαση στις αποκλειστικές ιστορίες μας.
Βασικό
€
3
€
0
/ 15 credits
Το βασικό πακέτο παρέχει 15 μονάδες (credits) στο λογαριασμό σας. Επιτρέπει το ξεκλείδωμα για: 3 ΑΡΘΡΑ!
Featured
€
10
€
0
/ 50 credits
Το Featured πακέτο παρέχει 50 credits στο λογαριασμό σας. Επιτρέπει το ξεκλείδωμα για: 10 ΑΡΘΡΑ!
Premium
€
25
€
0
/ 125 credits
Το Premium πακέτο παρέχει 125 credits στο λογαριασμό σας. Επιτρέπει το ξεκλείδωμα για: 25 ΑΡΘΡΑ!
** Εγγραφείτε στον ιστότοπό μας και επιλέξτε ένα πακέτο. Το κάθε πακέτο παρέχει έναν αριθμό μονάδων (credits) που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για να ξεκλειδώσετε την πρόσβαση στις αποκλειστικές ιστορίες μας χωρίς ημερομηνία λήξεως.
Ήταν ένα κρύο πρωινό της 8ης Φλεβάρη του 1980 όταν το θλιβερό μαντάτο για το φευγιό του Νίκου Ξυλούρη έκανε μέσα σε λίγη ώρα το γύρο ολόκληρης της χώρας. Και να σκεφτεί κανείς ότι σε μία εποχή που δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ ούτε και social media το άγγελμα του θανάτου του «Ψαρονίκου» έγινε πολύ σύντομα πρώτη είδηση. Και πως να μην γινόταν άλλωστε καθώς μιλάμε για έναν από τους εμβληματικότερους ερμηνευτές της παραδοσιακής και της έντεχνης λαϊκής μουσικής στην πατρίδα μας τον 20ο αιώνα.
Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» πάλεψε γενναία με τον καρκίνο αλλά δεν κατάφερε να νικήσει. Ήταν μόλις 43 ετών όταν αποφάσισε να πετάξει στον ουρανό των Κρητικών Ορέων. Ο Νικολής κατάφερε κάτι μοναδικό. Ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 43 χρόνια από το φευγιό του μιλούν όλοι για εκείνον τον λεβέντη που έζησε όπως τραγούδησε…
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο Ξυλούρης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια του Ρεθύμνου, 7 Ιουλίου έγραφε το ημερολόγιο. Η οικογένειά του είχε μακρά μουσικά παράδοση καθώς και πολλούς λυράρηδες. Ήταν μόλις 8 ετών όταν οι Γερμανοί κατακτητές που είχαν αποβιβαστεί στη Μεγαλόνησο από το 1941 έκαψαν το χωριό του. Ο μικρός Νίκος μαζί με τους άλλους κατοίκους του χωριού του ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και μεταφέρθηκαν σε μια άλλη περιοχή του Μυλοποτάμου όπου και παρέμειναν μέχρι τη μέρα που η Κρήτη απελευθερώθηκε. Αδέλφια του είναι ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Η αγάπη του για τη λύρα
Όπως προαναφέραμε η οικογένεια του είχε μεγάλη παράδοση στη λύρα. Από αυτόν τον δρόμο δεν γινόταν να ξεφύγει και ο μικρός Νίκος. Σε πολύ μικρή ηλικία και έχοντας την αμέριστη βοήθεια του δασκάλου του Μενέλαου Δραμουντάνη, έπεισε τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα. Πολύ γρήγορα όχι μόνο έμαθε αλλά έπαιζε με τη λύρα του σε γάμους και πανηγύρια.
Σταμάτησε το σχολείο, έμαθε μόνος του τις νότες και σκάρωσε τις πρώτες του μαντινάδες. Λίγο μετά βρέθηκε στο πλευρό του λυράρη Λεωνίδα Κλάδου παίζοντας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Κρήτης. Ώσπου στα 17 του μετακόμισε στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο». Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη «μόδα» της ευρωπαϊκής μουσικής που ήταν κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Η γνωριμία και ο έρωτας με την Ουρανία Μελαμπιανάκη
Σε ένα αποκριάτικο γλέντι στο χωριό Βενεράτο τα μάτια του «Ψαρονίκου» διασταυρώθηκαν με την Ουρανία Μελαμπιανάκη. Εκείνη ανταποκρίθηκε και το μόνο που μπορούσε να κάνει ως απάντηση ήταν να χορεύει ασταμάτητα υπό τους ήχους της λύρας του Ξυλούρη. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για να προχωρήσει η σχέση τους ήταν το επάγγελμα του Νίκου Ξυλούρη. Και αυτό διότι εκείνη την εποχή το επάγγελμα του λυράρη ήταν υποτιμημένο ενώ η Ουρανία Μελαμπιανάκη προερχόταν από εύπορη κρητική οικογένεια. Ο Ξυλούρης όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω αλλά επί δύο χρόνια την πολιορκούσε κάνοντάς τις καντάδες.
Η καθοριστική στιγμή της μετέπειτα κοινής τους πορείας ήταν μία τυχαία συνάντηση στο δρόμο. Τότε ο Ξυλούρης της εξομολογήθηκε τον έρωτά του και η ΟυρανίαΜελαμπιανάκη ανταποκρίθηκε. Όμως το πρόβλημα του επαγγέλματος παρέμενε και έτσι ο «Ψαρονίκος» κατέφυγε στη λύση της «κλοπής». Έτσι λοιπόν στις 21 Μάη 1958 η νεαρή Ουρανία αφού άφησε ένα γράμμα στους γονείς της έφυγε μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη. Στις 22 του Μάη ο Νίκος Ξυλούρης και η Ουρανία Μελαμπιανάκη παντρεύτηκαν εν μέσω «παρανομίας» στα Ανώγεια. Ο έρωτάς τους ήταν τόσο δυνατός που σύντομα κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις όσων αντιδρούσαν. Ακόμα και ο πατέρας της Ουρανίας μετά από λίγο διάστημα υπέγραψε τα χαρτιά του γάμου της κόρης του.
Τον Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος Ξυλούρης ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του, Γιώργος (ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 2015), και το 1966 η κόρη του, Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος».
Στην Αθήνα, στα χρόνια της χούντας
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία τον δίσκο «Ανυφαντού» και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις, όμως, είχαν ωριμάσει πλέον και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Εκεί γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία, με τον δίσκο »Χρονικό» και τα «Ριζίτικα». Παράλληλα, γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» τον Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του – όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» – διαφέρουν από την ιστορία που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη: ότι δηλαδή τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικήςεταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια κι έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού». Προηγουμένως, ο Μαρκόπουλος είχε δοκιμάσει τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη, που όπως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν, μέχρι που γνώρισε τον Ξυλούρη και του εμπιστεύτηκε μερικά από τα τραγούδια του «Χρονικού».
Η καταξίωση του «Αρχαγγέλου»
Τα πρώτα χρόνια των 70’s και συγκεκριμένα το 1971 ο Ξυλούρης ξεκίνησε να εμφανίζεται μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του Κρητικού λυράρη άρχισε σιγά σιγά να γίνεται ένα από τα σύμβολα της αντίστασης κατά της χούντας. Το καλοκαίρι του 1973 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν στο θέατρο το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το «Μεγάλο μας τσίρκο».
Ο Ξυλούρης εμφανίστηκε στο θεατρικό σανίδι τραγουδώντας σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Νικολής είχε τον ρόλο του ντελάλη και με τη φωνή του ξεσήκωνε τον κόσμο, που έκανε ουρές για ένα εισιτήριο. Το προσωνύμιο «Αρχάγγελος» του το είχε δώσει η Τζένη Καρέζη, αφού κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή να τραγουδήσει έλεγε πως «αυτός ο άνθρωπος είναι μαγικός…
… Έχει μια αρχαγγελική μορφή…»
Το τριήμερο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ο Ξυλούρης μαζί με τον Ξαρχάκο και άλλους καλλιτέχνες αψηφόντας τον φόβο και τα τανκς μπήκε στο Μετσόβειο και μαζί με τους χιλιάδες φοιτητές τραγούδούσε «Πότε θα κάνει Ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Όπως ήταν φυσικό η εικόνα του Ξυλούρη μέσα στο Πολυτεχνείο έγινε πρωτοσέλιδο και αποτέλεσε «κόκκινο πανί» για το καθεστώς των Απριλιανών.
Η χούντα απαντώντας στην κίνηση του Ξυλούρη λογόκρινε τα τραγούδια του, απαγόρευσε τις συναυλίες του και έκλεισε το μαγαζί που τραγουδούσε. Η φωνή του είχε γίνει σύμβολο αντίστασης τα χρόνια της χούντας.
Στη βασισμένη στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τηλεοπτική σειρά «Έμποροι των εθνών», σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη, ο Ξυλούρης ερμήνευσε για τους τίτλους το τραγούδι «Ήτανε μια φορά μάτια μου» σε στίχους του σκηνοθέτη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Το δικτατορικό καθεστώς επιβάλλει να αφαιρεθεί η φωνή του και να παίζεται μόνο η μουσική. Πολύ αργότερα και μετά από επίμονη παρέμβαση του Φέρρη, θα ακουστεί και η φωνή του στη σειρά.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης
Το 1976, η Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Cross του απένειμε το 1ο βραβείο στην κατηγορία της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής, για την ερμηνεία του στα Ριζίτικα. Μάλιστα, η βράβευση έγινε δύο φορές, καθώς στην πρώτη δεν αναφέρθηκε καν το όνομά του παρά μόνο του Μαρκόπουλου που τα έγραψε.
Ο Νίκος Ξυλούρης τραγούδησε κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογράφησε τα Αντιπολεμικά τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ είπε και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούστηκε και πάλι έντονα. Τώρα είπε και πάλι «τραγούδια ζωής».
Το πρόωρο τέλος του Νικολή
Και ενώ βρισκόταν στα καλύτερα χρόνια της καριέρας του χτύπησε την πόρτα ο καρκίνος. Ήταν Μάης του 1979 όταν κατάλαβε ότι είχε όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Αμέσως έφυγε από την Ελλάδα με προορισμό το «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης. Εκεί υποβλήθηκε σε πολλαπλές επεμβάσεις και στις αρχές Αυγούστου επέστρεψε στην Αθήνα.
Έναν μήνα μετά, τον Σεπτέμβριο ο Σταύρος Ξαρχάκος διοργάνωσε για αυτόν «συναυλία αγάπης» στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας με σκοπό να καλυφθούν τα έξοδα της νοσηλείας του. 25.000 άνθρωποι βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στις εξέδρες του γηπέδου και προσευχήθηκαν να γίνει καλά. Τον Δεκέμβριο μετέβη ξανά στο Μεμόριαλ ωστόσο είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για εκείνον.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1980 και ενώ νοσηλευόταν στο αντικαρκινικό νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά έπεσε σε κώμα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Φεβρουαρίου. Ήταν μόλις 43 ετών… Η κηδεία του ήταν παλλαϊκή. Χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α Νεκροταφείο Αθηνών και αποχαιρέτησαν τότε τον «Αρχάγγελο της Κρήτης» τραγουδώντας το «Εβαλε ο Θεός σημάδι».