Γράφει Στράτος Λούβαρης
Συγκινούν τα γράμματα και τα ποιήματα που συνεχίζουν να αφήνουν πολίτες στην πλατεία ΟΣΕ της Λάρισας και στο Δικαστικό Μέγαρο της πόλης, για τους 57 ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.
Οκτώ ημέρες μετά την τραγωδία που συγκλόνισε και βύθισε στο πένθος το πανελλήνιο, εκατοντάδες άνθρωποι καθημερινά επισκέπτονται τα δύο σημεία προκειμένου να αφήνουν ένα λουλούδι στη μνήμη των θυμάτων, ένα κεράκι και κάποιοι εξ αυτών γράμματα και μηνύματα.
Στην πλατεία του ΟΣΕ, ανάμεσα στις ανθοδέσμες με τα λουλούδια, έχει τοποθετηθεί ένα μεγάλο ρολόι με τους αναλογικούς δείκτες να έχουν σταματήσει στις 11.22, την ώρα που η μοιραία επιβατική αμαξοστοιχία συγκρούστηκε μετωπικά με την εμπορική.
Λίγα μέτρα πιο δίπλα, μια μητέρα έχει αφήσει ένα συγκινητικό σημείωμα, το οποίο αναφέρει:
«Είμαι μια μάνα που θρηνώ. Θρηνώ και ας μην έχω χάσει το δικό μου παιδί στα Τέμπη. Έχασα όμως του συμμαθητές της κόρης μου, τους αυριανούς της συναδέλφους, τους ανθρώπους που έκαναν και το δικό μου παιδί καλύτερο άνθρωπο. Εικοσάρηδες γεμάτους όνειρα, γεμάτους σεβασμό, ήθος, αξιοπρέπεια και μεγαλείο ψυχής. Παιδιά που ποτέ δεν είδαν τον διπλανό τους ως μετανάστη, ως γκει, ως πλούσιο, ως φτωχό, αλλά μόνο σαν άνθρωπο. Παιδιά που σπουδάζουν με λίγα ή που δουλεύουν για να σπουδάσουν “γιατί η μαμά και ο μπαμπάς τα βγάζουν δύσκολα πέρα”. Αυτό σου λένε οι σημερινοί 20αριδες και σε πονάνε. Άνθρωποι! Αυτή η γενιά των σημερινών 20αριδων είναι άνθρωποι. Πολύ καλύτεροι από εμάς που δυστυχώς δε τους κρατήσαμε ασφαλείς και δεν τους επιστρέψαμε να έχουν αυτό που τους αξίζει. Γιατί; Ποιοι είμαστε εμείς; Ποιοι είναι αυτοί που προκαλούν τόσο πόνο;”, γράφει το συγκινητικό σημείωμα.
Λίγα βήματα πιο κάτω, μπροστά από τις γλάστρες με τα λουλούδια, σε ένα μεγάλο χαρτόνι αναφέρει: “Ήρθε ο καιρός που η άνοιξη θα έφερνε λουλούδια μα ο Θεός επέλεξε να πάρει αγγελούδια».
Στα σκαλιά της κεντρικής εισόδου του Δικαστικού Μεγάρου, πολίτες δημιούργησαν ένα άτυπο σημείο μνήμης και μέχρι σήμερα το επισκέπτονται δεκάδες άνθρωποι.
«Ταξιδιώτες Άγγελοι, πούλια φευγάτα, ζωντανές αγκαλιές από πάντα και για πάντα. Οι φωνές τους θα ακούγονται αηδόνια στο ξημέρωμα θα σβήνουν στα σκοτάδια», γράφει με μαύρα γράμματα σε ένα λευκό χαρτί, κλείνοντας με μια ζωγραφισμένη μαύρη καρδιά.
Σε ένα άλλο σημείωμα, που επάνω του έχει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο γράφει για τις τελευταίες λέξεις που είπαν οι περισσότεροι γονείς στα παιδιά τους, στην τελευταία συνομιλία που είχαν μαζί τους: «Πάρε με όταν φτάσεις».
«Έφτασα μαμά και ας μην σου το είπε κανείς
Είμαι εκεί ψηλά μην ανησυχείς, είμαι με παρέα, με όλα τα παιδιά και περνάμε ωραία
Δίχως αλλά λόγια γιατί εδώ επάνω δεν έχει ψεύτες και λαμόγια».
Ένα ακόμη ποίημα που γράφτηκε από κάποιον ή κάποια άγνωστη στην μνήμη των ανθρώπων που δεν βγήκαν ποτέ από τα “βαγόνια του θανάτου”, λέει:
«Στη χώρα του “πάμε και όπου βγει”
Ολα τα έχουμε δει
Για ένα ρημαδοκλειδι
Ο κόσμος ρωτάει το γιατί
Δεν έχουν απαντήσει
Δεν έχουν τι να πούνε
Όλοι εκεί πάνω που μας κυβερνούνε
Σε τούτη τη χώρα που ζούμε
Τα ίδια και τα ίδια
Τι να θάψουν οι γονείς από τα αποκαιδια
Αλίμονο στα νιάτα τους που πήγανε χαμένα
Αλίμονο και από τους γονείς που τα έχουνε θαμενα
Πως να συνεχίσουν τώρα τη ζωή τους
Φύγανε τα παιδάκια τους μαύρισε η ψυχή τους
Όλοι να πληρώσουνε
Όλοι ένας ένας
Για αυτό το κακό που φέρανε στη δική μας χώρα».