Η συνέντευξη Τύπου της επιτροπής LIBE του Ευρωκοινοβουλίου για την επίσημη επίσκεψη και σειρά επαφών στην Ελλάδα, έγινε παρά το σαμποτάζ που επιχείρησε στο έργο της η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την συνεργασία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και την τουλάχιστον παράδοξη σιωπή της προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα. Σημειώνεται ότι στο σαμποτάζ συμμετείχαν επίσης ο εισαγγελέας του Άρειου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, αλλά και η ΕΛΑΣ και η ΕΥΠ.
Η Σοφί Ιν’τ Φελντ ξεκίνησε εκφράζοντας τα συλλυπητήρια της επιτροπής για την σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη και μιλώντας ελληνικά είπε ότι «εκ μέρους όλων των συναδέλφων μου θα ήθελα να απευθύνω τα βαθιά συλλυπητήριά μας στις οικογένειες των θυμάτων», όπως είπε, εκφράζοντας την συμπαράσταση όλων στον ελληνικό λαό.
Στη συνέχεια άρχισε την τοποθέτησή της σημειώνοντας ότι η επιτροπή της LIBE ήρθε στην Αθήνα συνεχίζοντας την πανευρωπαϊκή προσπάθειά της να θωρακίσει την ελευθερία του Τύπου και των ΜΜΕ, να εξετάσει τις πολιτικές μετανάστευσης, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα θέματα ίσης μεταχείρισης, αλλά και για την χρήση κακόβουλων λογισμικών και κράτος Δικαίου και την καταπολέμηση της διαφθοράς.Ευχαριστούμε όλους όσους συνεργάστηκαν με την επιτροπή. Λυπούμαστε για το ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υπουργοί, εκπρόσωποι της Αστυνομίας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος και άλλοι αξιωματούχοι δεν ήταν διαθέσιμοι», όπως είπε.
Σημείωσε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν «πολύ σοβαροί κίνδυνοι για το κράτος Δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα». Η διαδικασία λογοδοσίας, απαραίτητη για μια υγιή Δημοκρατία, βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση. Περιορίζεται η δυνατότητα κινήσεων ανεξάρτητων Αρχών και ελεύθερων ΜΜΕ, η Δικαιοσύνη είναι εξαιρετικά αργή και αναποτελεσματική, προκαλώντας την κουλτούρα της ατιμωρησίας. Η διαφθορά διαβρώνει τις δημόσιες υπηρεσίες και το κοινό καλό.
Η επιτροπή επισήμανε αρχικά ότι έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ χωρίς ορατή πρόοδο των ερευνών. Αυτό στέλνει το μήνυμα ότι η ασφάλεια των δημοσιογράφων δεν αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Η υπόθεση πρέπει να ερευνηθεί χωρίς άλλη καθυστέρηση και η επιτροπή συστήνει η Ελλάδα να απευθυνθεί στην Europol για βοήθεια.
Οι δημοσιογράφοι είναι εκτεθειμένοι σε σειρά απειλών, τόσο λεκτικών όσο και για την σωματική τους ακεραιότητας, αλλά και σε παρακολουθήσεις με κακόβουλα λογισμικά και αγωγές SLAPP με υπέρογκες χρηματικές απαιτήσεις. Λίγοι ολιγάρχες κατέχουν την ιδιοκτησία των περισσότερων μεγάλων ομίλων ΜΜΕ, περιορίζοντας την ελευθερία και την πολυφωνία τους. Σε συγκεκριμένα θέματα, καταγράφεται δραματική μείωση της δημοσιοποίησης συγκεκριμένων θεμάτων της επικαιρότητας. Μάλιστα, η κα Ιν’τ Φελντ υπογράμμισε ότι για την τραγωδία στα Τέμπη υπήρξε ανακοίνωση και από τα ίδια τα ΜΜΕ και τους εργαζόμενούς τους.
Οι ανεξάρτητες Αρχές υποφέρουν από υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση, παρεμπόδιση στις αρμοδιότητες και δυνατότητές τους, όπως η ΑΔΑΕ, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων κ.ά. Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας που θα έπρεπε να παίξει ζωτικό ρόλο δεν δείχνει αποτελεσματική.
Η μεγάλη χρονική διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών και η αμφισβητήσιμη ακεραιότητα τμήματος του προσωπικού της Αστυνομίας οδηγεί στην κουλτούρα της ατιμωρησίας όπου ανθεί η διαφθορά. Αυτά είναι προβλήματα που πρέπει να θεραπευτούν κατά προτεραιότητα.
Η αντιμετώπιση των προσφύγων τόσο στα εξωτερικά σύνορα όσο και εντός της Ελλάδας, μεταξύ άλλων και με pushback, βία, παράνομες κρατήσεις και κλοπές υπαρχόντων όπως έχει καταγγελθεί, προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία. Ταυτόχρονα, έχουν επιβληθεί περιορισμοί στις αναφορές δεδομένων και γεγονότων για τα θέματα αυτά από δημοσιογράφους, ΜΜΕ και ΜΚΟ, οι οποίοι θα πρέπει να αρθούν άμεσα.
Παρά το ισχυρό θεσμικό πλαίσιο της Ελλάδας για την ίση μεταχείριση, με την συγκρότηση νέας επιτροπής ανθρωπίνων δικαιωμάτων να είναι προς την σωστή κατεύθυνση, οι πρακτικές είναι πολύ διαφορετικές για περιπτώσεις όπως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, οι Ρομά ή οι γυναίκες. Η επιτροπή καλεί όλα τα κόμματα να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την κοινωνική αλλαγή. Ειδικό βάρος πρέπει να δοθεί στην οικογενειακή βία, την αστυνομική βία, την ισότητα στο γάμο. Η κα Ιν’τ Φελντ υπογράμμισε την ανάγκη εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης του νομοθετικού πλαισίου για τα παραπάνω.
Θέμα της Κομισιόν η αιρεσιμότητα σε σχέση με το κράτος Δικαίου
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων μετά την συνέντευξη Τύπου της αποστολής της LIBE όπου δηλώθηκε ευθέως ότι υπάρχουν «πολύ σοβαροί κίνδυνοι για το κράτος Δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα» η κα Ιν’τ Φελντ απέφυγε να πει ευθέως αν θεωρεί ότι υπήρξε συμφωνημένος συντονισμός μεταξύ κυβέρνησης Μητσοτάκη και εισαγγελέα Αρείου Πάγου στην άρνηση συνεργασίας με την επιτροπή LIBE, ενώ ειδικά για το πότε ο Ισίδωρος Ντογιάκος ενημέρωσε ότι δεν θα συνεργαστεί με τους ευρωβουλευτές, είπε ότι αυτό έγινε «την τελευταία στιγμή».
Για τις επόμενες κινήσεις της LIBE σε σχέση με την κατάσταση στην Ελλάδα, η κα Ιν’τ Φελντ είπε ότι θα ενημερωθεί για τα ευρήματα της αποστολής στην Αθήνα το Ευρωκοινοβούλιο και η LIBE, ενώ θα εξεταστεί η πιθανότητα νέας συζήτησης ή ψηφίσματος.
Για το χρόνο της αποστολής και το αν θα μπορούσε να μετατεθεί χρονικά η επίσκεψη ώστε να μην έχουν δικαιολογίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη και άλλοι να αποφύγουν τη συνεργασία, σημείωσε ότι η αποστολή της LIBE είχε σχεδιαστεί μήνες πριν. Την περασμένη εβδομάδα το προεδρείο του Ευρωκοινοβουλίου συσκέφθηκε, ψήφισε και έκρινε πρέπον να συνεχιστεί η διαδικασία. «Θεωρώ ότι ήταν η κατάλληλη επιλογή … αυτοί που δεν ανταποκρίθηκαν πρέπει να εξηγήσουν το γιατί, δεν είναι δική μου αρμοδιότητα», όπως ξεκαθάρισε.
Για την περίπτωση μετά τα θέματα που εντόπισε η επιτροπή και την ανησυχία στις Βρυξέλλες για τις συνθήκες στην Ελλάδα, να ακολουθήσει κάποια πιθανή απόφαση αιρεσιμότητας κοινοτικών πολιτικών σε σχέση με την εφαρμογή του κράτους Δικαίου, η κα Ιν’τ Φελντ ξεκαθάρισε ότι αυτές οι αποφάσεις αφορούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Αλλά έχουμε ανησυχίες, αυτό είναι το πιο σημαντικό συμπέρασμα σήμερα … αν αποδυναμώνονται οι δυνάμεις που ελέγχουν την εξουσία, οι ανεξάρτητες Αρχές, τα ΜΜΕ, η κοινωνία των πολιτών, αν πιέζεται η ανεξαρτησία τους, αυτό απειλεί τη Δημοκρατία και το κράτος Δικαίου».