Μεγάλωσε με την προτροπή να γίνει αυτό που ένας μέσος γονιός εννοεί, προσδοκά και φαντάζεται όταν προφέρει τον στερεοτυπικό χαρακτηρισμό «καλό παιδί». Και γαλουχήθηκε προγραμματίζοντας τις λειτουργίες του εγκεφάλου του -για να μιλήσει κανείς με όρους που το πολυπληθές ποίμνιό του καταλαβαίνει- και κατ’ επέκταση τη ζωή του προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Στέφανος Ξενάκης λέει πως μέχρι τα 30 χρόνια του ήταν εικόνα και ομοίωση βουτυρομπεμπέ, ενός άνδρα υποταγμένου στη μητέρα του και καταδικασμένου να πράττει εκείνα που ικανοποιούσαν εκείνην και καθόλου τον ίδιο. Προφανώς η εμπειρία της κράτησης που ζει την τελευταία εβδομάδα ο λαοπρόβλητος συγγραφέας, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, αποποιείται τον τίτλο και του συγγραφέα αλλά και του life coach, είναι ένα ακόμα βήμα στο μονοπάτι για την ενηλικίωση και την ωρίμασή του.
Ρεπόρτερ της αληθινής ζωής
Οπως ο ίδιος έχει επισημάνει πολλές φορές, «οι πιο φωτεινές στιγμές μας είναι τελικά οι πιο σκοτεινές, τότε που μαθαίνουμε να ανάβουμε τον διακόπτη». Τώρα θα πρέπει ο ίδιος να δοκιμάσει με τον βιωματικό τρόπο αν τα εμπνευστικά μότο του και οι αφορισμοί που τον έκαναν διάσημο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, αφού το πρώτο βιβλίο του, το περίφημο «Το Δώρο» (εκδ. Key Books), έχει μεταφραστεί σε 31 γλώσσες και ήδη κυκλοφορεί σε 36 χώρες, δουλεύουν και λειτουργούν στην πράξη. Αλλωστε για τον Ξενάκη, έναν ρεπόρτερ της αληθινής ζωής, όπως του αρέσει να αυτοπροσδιορίζεται στις συνεντεύξεις, στις ομιλίες αλλά και στα live του στο Instagram, τα πιο πολύτιμα δώρα συνήθως μας έρχονται σε κουτιά με αγκάθια. Γι’ αυτό και συχνά τα αγνοούμε, αφού στη σπουδή μας να ξεφορτωθούμε τα αγκάθια πετάμε μαζί τους και τα δώρα…
Μπορεί η φυλάκιση να είναι ένα τέτοιο δώρο; Αν έχεις αφιερώσει τη ζωή σου στην αυτοβελτίωση, κάτι που ο Ξενάκης κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια με τόση συνέπεια (και μάλλον αρκετά καλά ή έστω πειστικά) ώστε να απολαμβάνει τιμές γκουρού, μπορείς να το δεις ακόμα κι έτσι. Ο Ξενάκης συνελήφθη την εβδομάδα που μας πέρασε στην περιοχή της Βούλας για παράβαση της νομοθεσίας περί επιταγών και για εκκρεμείς εργοδοτικές εισφορές προς το Δημόσιο. Η είδηση σίγουρα ξάφνιασε όσους γνωρίζουν τον συγγραφέα μόνο από τη φήμη του που προηγείται του ονόματός του. Αλλά σίγουρα δεν σόκαρε τον σκληρό πυρήνα των fan του – για να υπολογίσει κανείς το μέγεθός του μπορεί να έχει ως μέτρο τις 200.000 και πλέον πωλήσεις του συγγραφικού ντεμπούτου του «Το Δώρο», τους 113.000 followers του στο Instagram και το ακροατήριο των 72.000 πιστών του στο Facebook.
Και ο λόγος που το κοινό του δεν πιάστηκε εξαπίνης; Γιατί πολλάκις τον είχε ακούσει όχι μόνο να κομπάζει και να παραφουσκώνει σαν παγόνι για κάποιο ουρανόμηκες success story του, για το πώς κατάφερε να φέρει βόλτα τη ζωή καλύτερα και πιο μάγκικα από τους άλλους, αλλά και να μιλά για την απ’ τη ζωή του βγαλμένη ιστορία οικονομικής καταστροφής. Προτού το μεγάλο κοινό γνωρίσει τον Ξενάκη ως συγγραφέα που εκκολάφθηκε σε επιδραστικό τύπο (ο επιθετικός προσδιορισμός επαληθεύεται τόσο στις επευφημίες των θιασωτών του όσο και στα καντάρια της χολής των τιμητών/haters του), εκείνος ασχολούνταν με τη διαφήμιση.
Τοξική θετικότητα
Η εταιρεία του ΙΝΚΑΜ λειτούργησε από το 1998 μέχρι και το 2016, όταν και κηρύχθηκε σε καθεστώς πτώχευσης. Οι περίφημες πια ακάλυπτες επιταγές και η καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης 8 ετών και 11 μηνών αφορούν εκείνη την περίοδο. Ναι, ο Ξενάκης ήταν ένας από τους ανθρώπους που έζησαν την πτώση των εγχώριων media στο πετσί του και πληρώνει ακόμα το μάρμαρο, σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις.
Οσο για τις εργοδοτικές εισφορές τις οποίες, κατά την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., δεν έχει καταβάλει πυροδοτώντας σχόλια τύπου «αυτός που ρουφούσε σαν ατάιστο, στα όρια της ασιτίας, κουνούπι το αίμα των εργαζομένων», το περιβάλλον του επιμένει πως αφενός οποιοδήποτε χρέος του προς το Δημόσιο βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης, αφετέρου ότι όλοι οι εργαζόμενοι της εταιρείας του είχαν εξοφληθεί και αποζημιωθεί μετά την πτώχευση της διαφημιστικής του. Βέβαια, το λαϊκό δικαστήριο που συστάθηκε μέχρι να πεις «life coaching» έχει διαφορετική άποψη. Και ως είθισται, τα τελευταία χρόνια έχει ήδη καταδικάσει τον Ξενάκη με την κατηγορία, μεταξύ άλλων, της τοξικής θετικότητας.
Πώς είναι ο ίδιος; Στη συναισθηματική κατάσταση στην οποία υποθέτει ο κοινός νους για έναν άνθρωπο που από τη μια μέρα στην άλλη βρίσκεται υπό κράτηση – παρότι το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης κυκλοφόρησε ως viral φιρμάνι η είδηση πως μεταφέρεται στις Φυλακές Λάρισας, μέχρι και το μεσημέρι της Παρασκευής ο Ξενάκης παρέμενε στη ΓΑΔΑ. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι με τους οποίους συνομιλεί υπογραμμίζουν στο «ΘΕΜΑ» ότι ο 55χρονος συγγραφέας παραμένει δυνατός, έχει διαρκώς στη σκέψη του τις δύο κόρες του και περιμένει -μάλλον με στωικότητα- τη στιγμή για να πει τη δική του αλήθεια. Αυτή που σίγουρα θα ακουστεί λιγότερο εκκωφαντική από τις άναρθρες κραυγές των κάθε λογής επώνυμων, ανώνυμων ή μεταμφιεσμένων σε δημοσιογράφων-τρολ που πρόλαβαν ήδη να τον αποδομήσουν στα social media βρίσκοντας στο πρόσωπό του τον τέλειο πρωταγωνιστή του #cancel της εβδομάδας.
Τα «κηρύγματά» του
Ομως, είπαμε. Αν κάτι γνωρίζει να κάνει καλά ο Ξενάκης, αυτό είναι να λέει ιστορίες. Το γεγονός ότι κάποιοι εμπνέονται από αυτές, γοητεύονται από τον βιωματικό, συχνά σε βαθμό αυτοαναφορικότητας, χαρακτήρα τους και ενστερνίζονται ως προσωπικό δόγμα την αυτοβελτίωση ενώ άλλοι τον θεωρούν απλώς έναν Δαλάι Λάμα από τα Lidl με άμβωνα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι άλλη υπόθεση. Εξάλλου, το αν κανείς τον λατρεύει ή λατρεύει να τον μισεί δεν είναι μέτρο για την επιτυχία του, τουλάχιστον ως συγγραφέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα από τα πρώτα και κυρίαρχα «κηρύγματά» του είναι να σε ενδιαφέρει κυρίως η γνώμη που έχεις ο ίδιος και όχι οι άλλοι για τον εαυτό σου. Και να καταφέρνεις να περνάς καλά με τον άνθρωπο που θα κουβαλάς μια ζωή μαζί σου. Εσένα.
Ο ίδιος φροντίζει να γίνεται το παράδειγμα αυτής της αυτοαναφορικής καλοπέρασης τρέχοντας και κολυμπώντας κάθε πρωί, χειμώνα-καλοκαίρι, στον Λαιμό Βουλιαγμένης. Αυτή είναι ή τουλάχιστον ήταν μέχρι πρόσφατα η δική του μικρή καθημερινή ιεροτελεστία, αλλά και μια πρώτης τάξεως δεξαμενή από την οποία αλιεύει τις ιστορίες που μοιράζεται στα βιβλία, στους διαύλους του στα κοινωνικά δίκτυα και στα βίντεό του. Η εικόνα του να μιλά, να καλημερίζει απαρέγκλιτα δύο φορές και να διηγείται κάποιο ασήμαντα σημαντικό στιγμιότυπο της καθημερινότητάς του, ενώ ιδρώτας στάζει από το ξυρισμένο κεφάλι του αν και αισθητικά τουλάχιστον αμφιλεγόμενη, παραμένει παραπάνω από οικεία στους followers του. Ηταν ένα σημάδι ίσως ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά.
Για τον Ξενάκη η θάλασσα είναι το οξυγόνο του. Λογικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι από τα 2 μέχρι τα 7 του χρόνια τα πέρασε στη θάλασσα ως το μικρότερο σε ηλικία μέλος του πληρώματος των καραβιών όπου εργαζόταν καπετάνιος ο πατέρας του. Ακόμα και τα μαθήματα της Α’ Δημοτικού τα έκανε διά αλληλογραφίας. Κάθε φορά που έπιανε λιμάνι το πλοίο τον περίμενε ένας φάκελος με τη διδακτέα ύλη. Η μητέρα του είχε αναλάβει τότε τον ρόλο της δασκάλας.
Τα νότια προάστια, η Γλυφάδα, η Βούλα και η Βουλιαγμένη, συνδέθηκαν με τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία του και έγιναν εν συνεχεία το ιδανικό σκηνικό για την ενήλικη ζωή του. Αν και το πατρικό σπίτι του ήταν στην Καλλιθέα, ο αείμνηστος πατέρας του -ναυτικός που έγινε αρχικαπετάνιος και στον οποίο ο Ξενάκης αφιέρωσε το βιβλίο του «Κάπταιν», επισημαίνοντας ανάγλυφα πόσο καθοριστικός υπήρξε για εκείνον- νοίκιαζε ένα σπίτι στα νότια προάστια, που γινόταν το στρατηγείο της οικογένειας για τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τους καλοκαιρινούς μήνες.
Τι θυμάται από τότε; Τον πατέρα του να ασχολείται πρωί βράδυ με το μποστάνι που είχε δημιουργήσει, τις διαφωνίες με τη μητέρα του, τις παθογένειες αλλά και τα ευεργετήματα του να μεγαλώνεις ως μοναχοπαίδι, τις προεφηβικές αλητείες με τους φίλους του, τότε που έμπαιναν στον «Ειρηνικό» λαθραία από μια τρύπα του συρματοπλέγματος για να γλιτώσουν τις 70 δραχμές του εισιτηρίου, τα πρώτα του ξενύχτια, εκείνα που έριχναν την αυλαία τους με το πρώτο φως της ημέρας. Ο πατέρας του, ανακαλεί ο συγγραφέας, είχε ήδη πιάσει δουλειά στον λαχανόκηπο, όταν ο ίδιος επέστρεφε σπίτι. Τον καλημέριζε και ο Ξενάκης τού ανταπέδιδε καληνυχτίζοντάς τον.
Ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του
Παρότι σήμερα έχει αποκρυσταλλωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως επιτομή του cool, ως ένας άνδρας καμιά φορά εκνευριστικά σίγουρος ή τέλος πάντων υπέρ το δέον εντάξει με τον εαυτό του, ο ίδιος λέει πως το εφηβικό καθρέφτισμά του απείχε παρασάγγας από τη σημερινή εικόνα του. Ηταν μάλλον ξενέρωτος, κλειστός και ενσάρκωνε με αξιώσεις τον χειρότερο εχθρό του εαυτού του. Γι’ αυτό και μάλλον ένα από τα αποστάγματα ζωής που μοιράζεται σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει τελικά μεγαλύτερη απόλαυση στη ζωή απ’ το να είσαι αυτός που είσαι. Ο ίδιος λέει πως χρειάστηκε 40 ολόκληρα χρόνια για να αναγνωρίσει και να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Να τον πάρει από το χέρι και να περάσουν μαζί το κατώφλι της ενηλικίωσης.
Γι’ αυτό που είναι σήμερα, ή μάλλον γι’ αυτό που έγινε από το 2018 και μετά, όταν συστήθηκε ως συγγραφέας που κατέχει αν όχι την απόλυτη αλήθεια της αυτοβελτίωσης, σίγουρα ένα γενναίο κομμάτι της, ο Ξενάκης ευγνωμονεί τις δύο περιόδους κατάθλιψης που πέρασε. Παρότι θεωρεί πως ακόμα η εν λόγω ψυχική ασθένεια είναι ταμπού και μπορεί να λειτουργεί σαν ρετσινιά, ο ίδιος επέμενε να μιλά για τις πιο σκοτεινές στιγμές του, εκείνες που έφεραν τον κόσμο και τις πεποιθήσεις του τούμπα.
Το 1998 ο Ξενάκης ήταν 30 ετών, με σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Ελλάδα και τη Βρετανία, καλοζωισμένος και έτοιμος να πιάσει τον ταύρο της ζωής απ’ τα κέρατα μέσα από την εσχάτως περίφημη διαφημιστική εταιρεία που είχε ιδρύσει. Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά. Ή και όλα. Σε μια παρουσίαση που έκανε εκείνη τη χρονιά, συγκεκριμένα την 1η Δεκεμβρίου του 1998, σε υποψήφιους πελάτες έχασε το πιο πολύτιμο εργαλείο του: τη φωνή του. Τι σημαίνει αυτό; Οτι πολύ απλά δεν μπορούσε όχι απλώς να μιλήσει, αλλά ούτε καν να ψελλίσει. Το μαρτύριό του, όπως το έχει περιγράψει, μόλις ξεκινούσε.
Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη
Τα ακόμα χειρότερα νέα ήταν ότι οι γιατροί στους οποίους κατέφυγε δεν μπορούσαν να βρουν κανένα παθολογικό αίτιο. Στην πραγματικότητα κανείς δεν καταλάβαινε γιατί ο νεαρός τότε διαφημιστής δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Για έξι μήνες το μόνο που κατάφερνε ήταν να ψιθυρίζει. Αλλά ψιθύρισε αρκετά στην ψυχοθεραπεύτρια με την οποία ξεκίνησε συνεδρίες με σκοπό να καταλάβει τι πήγαινε λάθος μέσα του. Παρεμπιπτόντως, παρότι πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Ξενάκης ως συγγραφέας πια καμώνεται το υποκατάστατο των ειδικών της ψυχικής υγείας και προωθεί το life coaching ως πανάκεια διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, η αλήθεια είναι κατά τι διαφορετική. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι την πρώτη σεζόν της πανδημικής κρίσης με δική του πρωτοβουλία επιστράτευσε 30 ψυχολόγους με σκοπό να παράσχουν δωρεάν συμβουλευτική εξ αποστάσεως σε όσους εκείνη την περίοδο την είχαν ανάγκη. Για τους ακόμα πιο άπιστους, ανάμεσα στην πληθώρα των δημοσιεύσεών του στα κοινωνικά δίκτυα υπάρχει ένα εκτενές κείμενο για τη σημασία της ψυχοθεραπείας, ατομικής ή ομαδικής, όπως ο ίδιος κάνει τα τελευταία 14 χρόνια.
Αλλωστε, ψυχική ήταν τελικά και η ρίζα της πολύμηνης αφωνίας του. Ο ίδιος έλεγε σε συνέντευξή του το 2020 με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του sequel του best seller βιβλίου του «Το Δώρο ΙΙ»: «Τότε είχα κατηγορηθεί για κάτι πάρα πολύ κακό που φυσικά δεν είχα κάνει. Ηταν η πρώτη φορά στα 30 μου χρόνια που βρέθηκε κάποιος άνθρωπος να πει κάτι κακό για μένα. Ενας φίλος μου γιατρός μού είπε ότι, αν ήμουν μεγαλύτερος σε ηλικία και με περισσότερα κιλά, ενδεχομένως να πάθαινα έμφραγμα. Στενοχωρήθηκα πολύ. Ακόμη μεγαλύτερος ήταν ο εγκλωβισμός, αφού δεν μπορούσα να αποδείξω την αθωότητά μου. Ηταν το πρώτο μεγάλο μάθημα της ζωής μου που το έλυσα με ειδικούς ανθρώπους. Η διδαχή ήταν πως δεν μπορούμε να τους ευχαριστήσουμε όλους, δεν γίνεται να μας αγαπάνε όλοι». Λογικά, η τελευταία αποστροφή του πρέπει να επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια, εκείνα δηλαδή της αναγνωρισιμότητας και της διασημότητας, στο μυαλό του. Πόσο μάλλον τις τελευταίες ημέρες.
Υπαρξιακή κατάρρευση
Η αλήθεια είναι ότι ίσως δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί το μένος των αμφισβητιών του, αν το 2008, ακριβώς δέκα χρόνια μετά την πρώτη ψυχική περιδίνησή του, δεν είχε ραντεβού με την υπαρξιακή κατάρρευση. Και μάλιστα χωρίς χειροπιαστό λόγο, δηλαδή προφανή και ορατό διά γυμνού οφθαλμού. Η εταιρεία του πήγαινε απ’ το καλό στο καλύτερο, η πρώην πλέον σύζυγός του ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί, ο ίδιος ζούσε σε κεκτημένη ταχύτητα έχοντας διαρκώς ένα ψυχαναγκαστικά πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. Κι όμως δεν ήταν χαρούμενος. Αντιθέτως, ένιωθε βουτηγμένος από την κορφή ως τα νύχια στο πιο βαθύ σκοτάδι. Ζούσε την πλήρη απομάγευση. Ηταν η εποχή που για να αποδράσει από τον εαυτό του έπαιρνε το αυτοκίνητό του και οδηγούσε από τη Βουλιαγμένη ως το Σούνιο μέχρι να αδειάσει το ντεπόζιτο της βενζίνης. Ηταν η μοναδική ρουτίνα στην οποία έβρισκε διαφυγή.
Το νήμα της άρρητης έως τότε ανάγκης να νοηματοδοτήσει από την αρχή τη φαινομενικά τέλεια ζωή του το έπιασε μαζί με μια νέα ψυχοθεραπεύτρια. Με εντατικές συνεδρίες αλλά και φαρμακευτική αγωγή μέσα σε κάτι περισσότερο από ένα καλοκαίρι ο Ξενάκης ξεκίνησε να μεταμορφώνεται σε αυτόν που οι περισσότεροι γνώρισαν μέσα από τα βιβλία και τις δημόσιες παρεμβάσεις του.
Μέχρι βέβαια να συμβεί αυτό, μεσολάβησαν η εποχή της κρίσης και των μνημονίων, η πτώχευση της εταιρείας και η οικονομική πτώση του, το διαζύγιό του. Ναι, ο συγγραφέας έχει κάθε λόγο να ευγνωμονεί γι’ αυτό που έγινε τις κρίσεις, δηλαδή την απότομη αλλαγή δεδομένων, όπως ο ίδιος τις χαρακτηρίζει, οι οποίες αν παρατηρήσει κανείς χρονικά έρχονται ανά δεκαετία στη ζωή του τα τελευταία 30 χρόνια.
Η κράτησή του για εκκρεμείς καταδικαστικές αποφάσεις είναι για εκείνον προφανώς μία ακόμα κρίση, η οποία κανείς δεν μπορεί να διαβλέψει αν θα εξελιχθεί, κατά το κλισέ, σε ευκαιρία, αλλά σίγουρα θα τον τροφοδοτήσει με μια νέα ιστορία. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα πρωταγωνιστούν περιπτεράδες, καθαρίστριες, υδραυλικοί, κηπουροί, δρομείς ή περαστικοί που συναντά στον δρόμο, οι άνθρωποι που ο ίδιος περιγράφει ως ήρωές του, αλλά αυτός και η απαρέγκλιτα βελτιούμενη εκδοχή του.