Γράφει Σταύρος Γριμάνης
Περισσότερα από τρία χρόνια κράτησε η πρωτοφανής κατάληψη του ξενοδοχείου «City Plaza» στο κέντρο της Αθήνας, με αφετηρία στις 22 Απριλίου 2016 και τερματισμό στις 10 Ιουλίου 2019, μόλις τρεις ημέρες μετά τις εθνικές εκλογές. Μια ιστορία… ελληνικής τρέλας που ασφαλώς δεν παραπέμπει σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, καθώς, πέραν της παρατεταμένης ανοχής απέναντι σε παράνομες ενέργειες, οδήγησε επί της ουσίας και σε οικονομική καταστροφή την ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου.
Κατά τη διάρκεια αυτών των 39 μηνών η υπόθεση βρέθηκε αρκετές φορές στο επίκεντρο της δημοσιότητας για τρεις κυρίως λόγους. Καταρχάς, λόγω του χαρακτήρα της καθώς δεν είχε ξανασυμβεί κατάληψη ξενοδοχείου, έστω μη λειτουργούντος, και μάλιστα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, για την «επείγουσα στέγαση μεταναστών», όπως ισχυρίζονταν τότε οι διοργανωτές της. Επειτα, λόγω της δημόσιας αντιπαράθεσης μεταξύ της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου και των καταληψιών που παρά τις εκκλήσεις της αρνούνταν πεισματικά να το εγκαταλείψουν, αλλά και των υποστηρικτών τους οι οποίοι έφτασαν και να την κατηγορούν επειδή ζητούσε την απόδοση της περιουσίας της!
Ο τρίτος και βασικότερος λόγος ήταν φυσικά η πρωτοφανής απουσία και αποχή του κράτους από κάθε παρέμβαση, παρά τις διαδοχικές καταγγελίες και αναφορές προς τις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, τις τρεις εισαγγελικές εντολές και τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Τούτο άλλωστε οδήγησε και στην καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αποφάσισε την υποχρέωση αποζημίωσης της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου.
Ωστόσο, οι περιπέτειες για την κυρία Αλίκη-Μαρία Παπαχελά, η οποία υπέστη τις βαριές οικονομικές συνέπειες αυτής της υπόθεσης, δεν τελείωσαν με τη λήξη της κατάληψης. Και τούτο καθώς, όπως αποκαλύπτει σήμερα το «ΘΕΜΑ», βρίσκεται αντιμέτωπη με την απειλή του πλειστηριασμού για την τωρινή οικία της στο Μαρούσι, ενώ έχει αναγκαστεί να πουλήσει και το πατρικό της σπίτι στο Καστρί.
Το χρονικό της κατάληψης
Το ξενοδοχείο «City Plaza», επί της οδού Αχαρνών 78 και Κατριβάνου, ανήκει στην Αμαζων Ανώνυμος Εταιρεία Γενικών Τουριστικών Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων, συμφερόντων της οικογένειας της κυρίας Παπαχελά και από το 1974 ήταν μισθωμένο στην Ανώνυμη Ξενοδοχειακή Εταιρεία Πλάζα, συμφερόντων της οικογένειας Τσατσάνη. Η συνεργασία τους έληξε, λόγω μη καταβολής των μισθωμάτων, τον Μάρτιο του 2010. Εκτοτε, το ξενοδοχείο παρέμεινε κλειστό, αφενός λόγω αδυναμίας της Αμαζων να το εκμεταλλευτεί η ίδια, αφετέρου εξαιτίας του ότι δεν κατέστη δυνατή η πώλησή του, αλλά ούτε και η εκ νέου εκμίσθωσή του.
Ωστόσο, δεδομένου ότι το ξενοδοχείο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας, κατεβλήθη από πλευράς της ιδιοκτήτριας κάθε προσπάθεια προκειμένου να διατηρηθεί το ακίνητο σε καλή κατάσταση.
Στις 22 Απριλίου 2016 μία ομάδα 30-40 ατόμων, αφού προηγουμένως προκάλεσε φθορές στην κεντρική είσοδο και την παραβίασε εισήλθε στον χώρο με στόχο την κατάληψή του προκειμένου εν συνεχεία να εγκατασταθούν εκεί πρόσφυγες και μετανάστες.
Η κυρία Παπαχελά ειδοποιήθηκε άμεσα από περιοίκους και από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ο δικός της μαραθώνιος. Επικοινώνησε πρώτα με την Αμεση Δράση για να καταγγείλει το γεγονός και οι αρμόδιοι την ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να μεταβεί στο τοπικό αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα Αγίου Παντελεήμονα μαζί με τον νομικό σύμβουλο της εταιρείας, ώστε να υποβάλει μήνυση και να συντονιστούν από εκεί οι ενέργειες για την εκκένωση του κτιρίου.
Η ιδιοκτήτρια πήγε πρώτα στο ξενοδοχείο όπου προσπάθησε να εισέλθει, αλλά συνάντησε την αντίσταση των καταληψιών. Στη συνέχεια μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίου Παντελεήμονα, όπου ενημέρωσε τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Τμήματος Τάξης σχετικά με τα όσα είχαν συμβεί και ζήτησε να υποβάλει έγκληση κατά παντός υπευθύνου. Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας αρχικά δεν δέχθηκε να παραλάβει τη μήνυση, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν αρμοδιότητα του Τμήματος Τάξης αλλά του Τμήματος Ασφαλείας.
Ενώ ο χρόνος περνούσε, και βλέποντας απροθυμία από τα αστυνομικά όργανα, η ιδιοκτήτρια επισκέφθηκε την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών όπου συναντήθηκε με τον Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης. Εκείνος επιβεβαίωσε ότι τα καταγγελλόμενα αδικήματα ήταν διαρκή και αυτόφωρα και της συνέστησε να επιμείνει στην υποβολή της μήνυσης, και μάλιστα να ενημερώσει τα αστυνομικά όργανα ότι θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του για περαιτέρω διευκρινίσεις.
Η κυρία Παπαχελά επέστρεψε στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίου Παντελεήμονα, και μετά από ένα «μπαλάκι» μεταξύ αυτού και της Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας Αττικής υπεβλήθη η μήνυση.
Ηδη το βράδυ της ίδιας μέρας, σύμφωνα με μαρτυρία της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου, οι καταληψίες είχαν προμηθευτεί λάμπες, φιάλες υγραερίου κ.λπ., ενώ είχαν τοποθετήσει και αλυσίδα με λουκέτο στην κεντρική είσοδο.
Τρεις μέρες αργότερα, στις 25 Απριλίου 2016, ο δικηγόρος της εταιρείας ενημερώθηκε ότι είχε σχηματιστεί σχετικός φάκελος στην Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας, και ότι όλα ήταν έτοιμα για την ανάληψη δράσης προς εκκένωση του κτιρίου. Ωστόσο, απαιτείτο να δοθεί εντολή από τους ανωτέρους, η οποία δεν είχε δοθεί μέχρι τη στιγμή εκείνη. Και, όπως αποδείχθηκε, δεν θα δινόταν ποτέ…
Ετσι, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες της κυρίας Παπαχελά και του δικηγόρου της να μάθουν αν και πότε θα λάβει χώρα επιχείρηση εκκένωσης του ξενοδοχείου, παρέμεναν στο σκοτάδι.
Παράλληλα, όμως, το θέμα της κατάληψης έχει αρχίσει να παίρνει διαστάσεις μέσω των ΜΜΕ και των social media, ενώ στο μεταξύ σχηματίστηκε και οργάνωση με την επωνυμία «Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς και Οικονομικούς Πρόσφυγες», η οποία ανέλαβε την εγκατάσταση προσφύγων και μεταναστών εντός του ξενοδοχείου.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σύμφωνα με τις καταγγελίες, οι υπεύθυνοι της κατάληψης προχώρησαν σε παράνομη σύνδεση του ξενοδοχείου με τη ΔΕΗ και την ΕΥΔΑΠ, επιβαρύνοντας την εταιρεία με τα έξοδα, ενώ έφτασαν να οργανώσουν και συνεντεύξεις Τύπου στον χώρο…
Λίγες μέρες μετά αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο και ειδική σελίδα, στην οποία αναγραφόταν πού μπορούσε οιοσδήποτε ήθελε να καταθέτει χρήματα προκειμένου να καλύπτονται τα έξοδα διαμονής των προσφύγων και μεταναστών. Ακόμη λειτουργούσε και η καφετέρια του ξενοδοχείου προσφέροντας έναντι αντιτίμου καφέδες και αναψυκτικά. Δηλαδή, με άλλα λόγια, είχε στηθεί μια παράλληλη «επιχείρηση» μέσω της οποίας κάποια άγνωστα πρόσωπα εισέπρατταν χρήματα στην πλάτη των ταλαιπωρημένων ανθρώπων…
Την ίδια στιγμή εξελισσόταν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μια ιδιότυπη αντιπαράθεση της ιδιοκτήτριας με πρόσωπα και «συλλογικότητες» που δήλωναν τη συμπαράστασή τους στην κατάληψη, προχωρώντας και σε προσωπικές επιθέσεις εναντίον της.
Ο χρόνος περνούσε και καμία κίνηση δεν γινόταν για την επιβολή της νομιμότητας και την εκκένωση του κτιρίου. Μπροστά στην πρωτοφανή και τουλάχιστον αδικαιολόγητη αδράνεια της Πολιτείας η κυρία Παπαχελά αντέδρασε με εξώδικες διαμαρτυρίες προς τον τότε υπουργό Προστασίας του Πολίτη αλλά και προς τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, προειδοποιώντας, μεταξύ άλλων, για τις συνέπειες και «την πρόκληση της πλήρους οικονομικής μας καταστροφής με την πλήρη απαξίωση του μοναδικού μας περιουσιακού στοιχείου, για το οποίο και κάθε έτος πληρώνουμε τεράστια ποσά σε φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις».
Παρά το γεγονός ότι τη δικογραφία είχε αναλάβει προσωπικά ο Εισαγγελέας Εσωτερικής Ποινικής Δίωξης, ο οποίος με κατεπείγον έγγραφό του από τις 19 Μαΐου 2016 έχει ζητήσει την παροχή εξηγήσεων αναφορικά με την παρατηρούμενη αδράνεια, τίποτα δεν άλλαξε, καθώς η Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας δήλωνε ότι αναμένει τη σχετική εντολή που δεν ήρθε ποτέ… Κάπως έτσι πέρασαν τρία χρόνια και δύο μήνες, με την κατάληψη να συνεχίζεται ανενόχλητη.
Η λήξη της ήρθε μόλις τρεις ημέρες μετά τη διενέργεια των εθνικών εκλογών στις 7 Ιουλίου 2019 και την πτώση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Στις 10 Ιουλίου 2019, οι φιλοξενούμενοι μετανάστες και οι αλληλέγγυοι αποχώρησαν από το ξενοδοχείο με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση της Αστυνομίας. Σύμφωνα με πληροφορίες της εποχής, η εκκένωση της συγκεκριμένης κατάληψης περιλαμβανόταν στις δέκα πρώτες ενέργειες της Αστυνομίας υπό τη νέα πολιτική ηγεσία.
Οι αλληλέγγυοι, με ανακοίνωσή τους στο Facebook, σημείωναν ότι παρέδωσαν τα κλειδιά του ξενοδοχείου σε πρώην εργαζομένους σε αυτό, ενώ δήλωναν ότι οι μετανάστες μεταστεγάστηκαν σε άλλα σημεία «στον αστικό ιστό».
Πάντως, η κατάσταση στο κτίριο ήταν σε γενικές γραμμές καλή, αφού πριν αποχωρήσουν οι καταληψίες είχαν καθαρίσει τους χώρους.
Τι δήλωνε τότε
Η ίδια η κυρία Παπαχελά μιλώντας στο protothema.gr τις πρώτες ημέρες της κατάληψης είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «το ξενοδοχείο ήταν χτισμένο από την οικογένειά μου, τον παππού μου, τον πατέρα μου και τον θείο μου και αναγκαστικά κληρονόμος είμαι εγώ», καθώς και ότι από το 2010 προσπαθούσε να το πουλήσει. «Ουσιαστικά χωρίς έσοδα από το 2009 είμαι χρεωμένη σε Ταμεία, Εφορία κ.λπ.», όπως δήλωνε, αφήνοντας παράλληλα αιχμές κατά της τότε κυβέρνησης αλλά και μεγάλων συμφερόντων «που θέλουν το ξενοδοχείο να το πάρουν για το τίποτα». Ενδιαφέρον έχει ότι, με βάση όσα είχε υποστηρίξει σε αναρτήσεις της, η κατάληψη έγινε ακριβώς την περίοδο που εγκρίθηκε η συμφωνία με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για την ενοικίαση του ξενοδοχείου της με στόχο τη φιλοξενία προσφύγων.
Ακόμη, είχε δημοσιευτεί η πληροφορία ότι αρχικά η ίδια υποστήριξε την κατάληψη του ξενοδοχείου, κάνοντας like στη σχετική σελίδα στο Facebook, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι ήταν το δικό της. Αργότερα ωστόσο διευκρίνισε πως το έκανε όταν ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά ότι έχει ανέβει σελίδα στο Facebook που αναγγέλλει την κατάληψη από ομάδα αλληλέγγυων και μπήκε για να ενημερωθεί εν γνώσει της ότι αφορούσε το δικό της ξενοδοχείο. Οπως εξήγησε τότε, έκανε like για να έχει ευκολότερη πρόσβαση ειδοποιήσεων από το κινητό της τηλέφωνο και στη συνέχεια το αφαίρεσε διότι δεν είχε πλέον καμία λειτουργική χρησιμότητα.
Πάντως, η κυρία Παπαχελά, που είναι ηθοποιός και επί χρόνια εμφανιζόταν να υποστηρίζει αντίστοιχες «κινήσεις αλληλεγγύης» από διάφορες συλλογικότητες, πριν από αυτή τη μεγάλη περιπέτεια φερόταν να διαθέτει σημαντική οικονομική επιφάνεια. Τον Νοέμβριο του 2013, μάλιστα, περιλαμβανόταν και στη «λίστα Ράιχενμπαχ» με τα ονόματα όσων κλήθηκαν για έλεγχο από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπήρξε οτιδήποτε μεμπτό ή ότι προέκυψε κάτι σε βάρος της. Το σίγουρο είναι ότι μετά την κατάληψη η οικονομική της κατάσταση άλλαξε ραγδαία προς το χειρότερο.
Η προσφυγή και η καταδίκη από το ΕΔΑΔ
Η υπόθεση όμως έλαβε και διεθνείς διαστάσεις μετά την προσφυγή της ίδιας και της εταιρείας της Αμαζων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Δεκέμβριο του 2020. Στην απόφαση του ΕΔΑΔ, που εκδόθηκε στις 19 Απριλίου 2021, αναφέρεται όλο το ιστορικό της κατάληψης, αλλά και οι ενέργειες της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου και του δικηγόρου της μέσω των οποίων αναδεικνύεται η τουλάχιστον περίεργη «ακινησία» των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών.
Επιπλέον, καταγράφονται αναλυτικά όλες οι αποφάσεις δικαστικών αρχών που δεν εκτελέστηκαν, όπως οι εντολές του εισαγγελέα για επέμβαση και λήξη της κατάληψης, η απόφαση του Ειρηνοδικείου τον Ιούλιο του 2017 με την οποία δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διέταξε το «δίκτυο αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων» να εκκενώσει το ξενοδοχείο, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης την επιβολή χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωρινής κράτησης δύο μηνών σε βάρος του εκπροσώπου της ομάδας.
Το ΕΔΑΔ επισήμανε ότι η αποτυχία των Αρχών να λάβουν μέτρα για την εκκένωση του ξενοδοχείου από τους παράνομους καταληψίες, παρόλο που είχε εκδοθεί εντολή εκδίωξης από τον εισαγγελέα, είχε ως αποτέλεσμα το ακίνητο να περιπέσει σε αχρηστία για αρκετά χρόνια, επιβαρύνοντας οικονομικά τις προσφεύγουσες λόγω σημαντικής αύξησης του ενεργειακού κόστους του κτιρίου.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση δικαιολόγησε την αδράνεια των Αρχών καταρχάς για λόγους δημόσιας πολιτικής και, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απόφαση, «οι Αρχές επιδίωκαν ιδίως να αποφύγουν τον κίνδυνο διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης εάν απομάκρυναν βίαια δεκάδες ανθρώπους και εκκένωναν ένα κτίριο που είχε καταληφθεί στο πλαίσιο μιας εκστρατείας από ακτιβιστές».
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι φόβοι που προκαλούνταν στις Αρχές θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν σε κάποιο βαθμό την απροθυμία τους να πραγματοποιήσουν ταχεία και ξαφνική εκκένωση του κτιρίου. Ωστόσο, αυτό δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια συνολική και παρατεταμένη αδράνεια από την πλευρά τους. Επιπλέον, δύο καταγγελίες των προσφευγουσών κατά του υπευθύνου για την κατάσταση αυτή δεν εξετάστηκαν ποτέ.
Ο «λογαριασμός»
Στην απόφαση υπάρχει ειδική αναφορά στη συμπεριφορά της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ, όπου επισημαίνεται ότι η ομάδα αλληλεγγύης που είχε καταλάβει το ξενοδοχείο προχώρησε σε παράνομη επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος και της παροχής νερού. Παρότι όμως η εταιρεία της κυρίας Παπαχελά ενημέρωσε γραπτώς τους δύο κρατικούς παρόχους για την κατάσταση, ώστε να μη θεωρηθεί υπεύθυνη για οποιαδήποτε κατανάλωση γινόταν από τους καταληψίες, κανένας δεν απάντησε.
Αντίθετα, τον Μάρτιο του 2017, η εταιρεία κλήθηκε να εξοφλήσει -με απειλή κατάσχεσης του ξενοδοχείου- έναν λογαριασμό νερού 81.500 ευρώ, ο οποίος αυξήθηκε σε 141.990 ευρώ έως τις 12 Φεβρουαρίου 2018, πλέον των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα οι οφειλές προς το Δημόσιο για διάφορους φόρους έως τον Ιούνιο του 2017 ανέρχονταν σε 101.885,35 ευρώ, εκ των οποίων 22.000 ευρώ ετησίως αντιστοιχούσαν στον ΕΝΦΙΑ. Παράλληλα, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η καθαρή αξία του ξενοδοχείου λόγω της κατοχής του, φέρεται να μειώθηκε από τα 9 εκατ. σε 4 εκατ. ευρώ.
Ακόμη, αναφέρεται ότι έγινε προσπάθεια συμφωνίας με το Δημόσιο για την καταβολή φόρων και των λογαριασμών νερού και ρεύματος που είχαν συσσωρευτεί. Στο πλαίσιο αυτό, ενημερώθηκε εγγράφως το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο ήταν ο μόνος φορέας που είχε την εξουσία να διαπραγματευτεί μια τέτοια συμφωνία, αλλά δεν υπήρξε καμία απάντηση.
«Τον Ιανουάριο του 2018, η κυρία Παπαχελά έλαβε ειδοποίηση ότι η προσωπική της κατοικία θα κατασχεθεί για την κάλυψη οφειλών της προς το Δημόσιο», καθώς και ότι αναγκάστηκε να την πουλήσει για να εξοφλήσει τα χρέη της, όπως τονίζεται. Στην απόφαση καταγράφεται η θέση της ότι «χρειάστηκε να πουλήσει βιαστικά το (πατρικό) σπίτι της στο Καστρί κάτω από την πραγματική του αξία στα 1,12 εκατ. ευρώ αντί 1,85 εκατ. ευρώ που θα ήταν η τιμή της αγοράς για να καλύψει τις φορολογικές υποχρεώσεις και να αποφύγει την ποινική δίωξη».
Το ΕΔΑΔ, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των προσφευγουσών, έκρινε ότι οι Αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν το δικαίωμά τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους, επιτρέποντας παράλληλα ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την εύρεση ικανοποιητικής λύσης. Ωστόσο, παραμένοντας αδρανείς για πάνω από τρία χρόνια και αντιμέτωπες με μια κατάσταση που είχε σημαντικές επιπτώσεις στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προσφευγουσών, οι εθνικές αρχές είχαν αποτύχει στην επίτευξη μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγουσών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), περί προστασίας της ιδιοκτησίας, και αποφάσισε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει στις προσφεύγουσες 300.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη και 2.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Επιδίκασε επίσης στην κυρία Παπαχελά 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Με άλλα λόγια, η απόφασή του, πέραν του οικονομικού σκέλους, ήταν ένας κόλαφος για τη λειτουργία του κράτους, τη συμπεριφορά της Πολιτείας γενικότερα και την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών στη χώρα μας την επίμαχη περίοδο.
Το ξενοδοχείο και το «σφυρί»
Οσο για το ξενοδοχείο «City Plaza», όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας Αμαζων, έκτοτε δεν επαναλειτούργησε καθώς εμφανίζει μηδενικό κύκλο εργασιών, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 2020 εκδόθηκε προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία διορίστηκε προσωρινή διοίκηση, χωρίς τη συμμετοχή της κυρίας Παπαχελά.
Από πέρυσι, όμως, η ίδια βρίσκεται αντιμέτωπη και με την περιπέτεια των πλειστηριασμών για την τωρινή κατοικία της στο Μαρούσι. Το πρώτο ηλεκτρονικό «σφυρί» χτύπησε στις 15 Ιουνίου 2022, αλλά χωρίς αποτέλεσμα ελλείψει πλειοδοτών.
Τώρα έχει προγραμματιστεί ο επαναληπτικός πλειστηριασμός για τις 10 Μαΐου, με επισπεύδουσα την doValue (ως διαχειρίστρια της Cairo No. 1 Finance Designated Activity Company) και με συνολική τιμή πρώτης προσφοράς 461.000 ευρώ. Το «σφυρί» αφορά τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες της στο οικιστικό συγκρότημα «Ηλιδα» απέναντι από τις εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Σταδίου. Το εν λόγω συγκρότημα κατασκευάστηκε το 2004 αρχικά ως Ολυμπιακό Χωριό Φιλοξενίας Δημοσιογράφων των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και μετά τις απαραίτητες ανακατασκευές παραδόθηκε στους νέους ιδιοκτήτες του. Αποτελείται από 5 πεζοδρομημένες γειτονιές σε μορφή πετάλου με τριώροφα κτίρια και ενιαίο πάρκο.
Σύμφωνα με την έκθεση κατάσχεσης, πρόκειται για τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες:
■ Θέση στάθμευσης στο υπόγειο του κτιρίου C02, που αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο με επιφάνεια 41 τ.μ. (τιμή εκκίνησης 19.000 ευρώ).
■ Οριζόντια ιδιοκτησία C02-Y02 στο υπόγειο του κτιρίου C02, που αποτελείται από δύο χώρους με WC, εσωτερική κλίμακα επικοινωνίας με το ισόγειο, και έχει επιφάνεια 89 τ.μ. (τιμή εκκίνησης 162.000 ευρώ).
■ Διαμέρισμα C02-I02, στο υπόγειο του κτιρίου C02, που αποτελείται από καθιστικό, τραπεζαρία με εσωτερική κλίμακα επικοινωνίας με το υπόγειο και κουζίνα σε ενιαίο χώρο, χώρο πλυντηρίου, boiler, διάδρομο, 2 λουτρά, WC, 3 υπνοδωμάτια και βεράντες, ενώ έχει επιφάνεια 154.τ.μ. (τιμή εκκίνησης 280.000 ευρώ).
Σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις, το διαμέρισμα C02-I02 επικοινωνεί εσωτερικά με την ιδιοκτησία C02-Y02 του υπογείου, μαζί με την οποία αποτελεί ενιαία λειτουργικά ενότητα (καθ’ υπέρβαση χρήσης) τύπου maisonnette, ενώ γι’ αυτή η συνολική τιμή εκκίνησης είναι 442.000 ευρώ.
Στο διαμέρισμα ανήκουν κατά αποκλειστική χρήση τμήματα ακαλύπτου επιφάνειας 83 τ.μ. και 28 τ.μ. καθώς και υπαίθρια θέση στάθμευσης επιφάνειας 12,5 τ.μ.
Στα βάρη του ακινήτου περιλαμβάνονται προσημείωση ποσού 845.624 CHF (ελβετικών φράγκων) υπέρ της Eurobank, εγγραφείσα στις 6 Φεβρουαρίου 2007, προσημείωση ποσού 96.000 ευρώ επίσης υπέρ της Eurobank εγγραφείσα στις 2 Ιουνίου 2008, αναγκαστική κατάσχεση για 19.562,33 ευρώ από τη ΔΟΥ Νέας Ιωνίας, εγγραφείσα στις 22 Ιανουαρίου 2018, και η αναγκαστική κατάσχεση για ποσό 103.874,65 CHF, από την Cairo No. 1 Finance Designated Activity Company, εγγραφείσα στις 4 Νοεμβρίου 2021.