Η γυναίκα θέλησε να υιοθετήσει μετά από 7 προσπάθειες εξωσωματικής
Η υποψήφια μητέρα είναι διαζευγμένη και εργάζεται σε ΚΕΠ της Βορείου Ελλάδος. Στο ιστορικό της έχει 7 άγονες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης, κάτι που καταδεικνύει αφενός την έντονη επιθυμία της για την απόκτηση παιδιού και αφετέρου τη λατρεία της προς τα παιδιά.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2020 υπέβαλε αίτηση για υιοθεσία και μαζί κατέθεσε τα σχετικά δικαιολογητικά. Η υπόθεση ανατέθηκε σε κοινωνική λειτουργό προκειμένου να κάνει τον έλεγχο καταλληλότητας για την εγγραφή της στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων.
Στη συνέχεια, τον Μάιο του 2021, η κοινωνική λειτουργός συνέταξε αρνητική έκθεση, επισημαίνοντας ότι η αιτούσα δεν έχει τα επαρκή εχέγγυα για υιοθεσία παιδιού. Η αρνητική έκθεση είχε ως αποτέλεσμα την αυτόματη διακοπή εγγραφής της υποψήφιας μητέρας στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων.
Η υποψήφια μητέρα προσέφυγε στο ΣτΕ
Μετά από αυτό η αιτούσα υιοθεσία προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση απόρριψης του αιτήματος εγγραφής της στο εν λόγω μητρώο προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία υιοθεσίας.
Η πάρεδρος Ουρανία Νικολαράκου που ανέλαβε την υπόθεση ζήτησε τον φάκελο της υπόθεσης από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ο οποίος και διαβιβάστηκε. Σύμφωνα με τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο ΣτΕ, η υποψήφια μητέρα είχε δηλώσει ότι επιθυμεί να υιοθετήσει ένα υγιές κοριτσάκι ηλικίας από 8 έως 12 ετών ανεξάρτητα αν έχει μαθησιακές ή ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες. Αντίθετα, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να υιοθετήσει παιδί που έχει άλλα αδέλφια, αλλά ούτε να είναι διαφορετικής εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής από αυτήν της ίδιας.
Διαπίστωσαν «συνωστισμό αντικειμένων» στο διαμέρισμα και στην ντουλάπα
Ωστόσο, στην αρνητική έκθεση αναφέρεται ότι κατά τις επισκέψεις της κοινωνικής λειτουργού στο σπίτι της διαπιστώθηκε «συνωστισμός αντικειμένων εν γένει στο διαμέρισμά της, καθώς και στον ειδικό προσωπικό χώρο του βεστιαρίου (σ.σ.: ντουλάπας)», ενώ στη συνέχεια αναφέρει ως προς την ακαταστασία (συνωστισμό αντικειμένων) ότι παρά τις συστάσεις «εν τέλει δεν έγιναν σημαντικές αλλαγές και δηλώθηκε ότι στο βεστιάριο, το οποίο θεωρείται προσωπικός της χώρος, δεν θα εισέρχεται το παιδί».
Λίγες γραμμές παρακάτω η έκθεση αναφέρει ότι η υπάλληλος του ΚΕΠ «είχε επιδείξει μέριμνα για την κατάλληλη διαμόρφωση του χώρου της κατοικίας της, ο οποίος προορίζεται να διατεθεί για την υποδοχή του θετού τέκνου».
Τα αρνητικά σημεία της έκθεσης
Σε άλλο σημείο της έκθεσης αναφέρεται ως αρνητικό στοιχείο ότι η υπάλληλος του ΚΕΠ είπε κατά τις συνεντεύξεις ότι η ενασχόληση του παιδιού που θα υιοθετήσει με καλλιτεχνικές και αθλητικές δραστηριότητες θα είναι μία διέξοδος σε περίπτωση ύπαρξης τυχόν μαθησιακών δυσκολιών. Παράλληλα η ενδιαφερόμενη διατύπωσε επιφυλάξεις στην ερώτηση αν επιθυμεί να ασχοληθεί το θετό παιδί με δραστηριότητες που ενδιαφέρουν την ίδια, κάτι που εκλήφθηκε αρνητικά. Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που υιοθετήσει παιδί η υποψήφια μητέρα δεν έχει δηλώσει ότι έχει άμεσο υποστηρικτικό περιβάλλον προκειμένου να κρατάει και να φροντίζει το παιδί τις ώρες που εκείνη θα είναι στην εργασία της. Στη συνέχεια όμως αναφέρει ότι το ωράριο και οι συνθήκες εργασίας της «δεν παρίστανται ακατάλληλα για ανάληψη της φροντίδας ανήλικου τέκνου».
Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι η αιτηθείσα υιοθεσία παιδιού «δεν είναι διατεθειμένη, στην παρούσα φάση, να κάνει αλλαγές στη ζωή και τις συνήθειές της που θα διαμορφώσουν ένα περιβάλλον το οποίο θα μπορεί να προσαρμοστεί στην κάλυψη των αναγκών ενός παιδιού».
Ακύρωσε το ΣτΕ την αρνητική έκθεση
Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν, μεταξύ των άλλων, ότι «δεν είναι ικανές να στηρίξουν αυτοτελώς την κρίση περί μη καταλληλότητας της υιοθεσίας» οι διαπιστώσεις στην έκθεση περί «συνωστισμού αντικειμένων» στο διαμέρισμα και στην ντουλάπα. Ούτε όμως τεκμηριώνεται ότι «τα κίνητρα της αιτούσας δεν συνάδουν προ τη βασική αρχή που διέπει τον θεσμό της υιοθεσίας, την εξυπηρέτηση δηλαδή του βέλτιστου συμφέροντος του υιοθετούμενου τέκνου, ώστε να αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς η κρίση περί της μη καταλληλότητας της αιτούσας».
Μετά από όλα αυτά, με τον χαρακτήρα του επείγοντος το ΣτΕ αναπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στα αρμόδια όργανα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Παράλληλα, επέβαλε στο Δημόσιο να πληρώσει τη δικαστική δαπάνη (460 ευρώ) και στην Περιφέρεια της Κεντρική Μακεδονίας τη δαπάνη παράστασης του δικηγόρου της αιτούσας.