Ο Αρειος Πάγος δικαίωσε γυναίκα που οδηγήθηκε στο διαζύγιο, καθώς ο σύζυγός της δεν ήθελε παιδιά, αλλά ούτε και να υποβληθεί σε εξετάσεις παρότι υπήρχαν ενδείξεις υπογονιμότητας
Aν για τον σύζυγο υπάρχουν ενδείξεις στειρότητας (πρόβλημα υπογονιμότητας) και παράλληλα αρνείται να υποβληθεί σε τεστ τεκνοποιίας, παρά τις παρακλήσεις της γυναίκας του, και η άρνηση αυτή οδηγήσει σε διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, τότε ο σύζυγος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει πλήρη μηνιαία διατροφή στην πρώην σύντροφό του, σύμφωνα με απόφαση του Αρείου Πάγου.
Ούτε, όμως, αιτιολογείται η καταβολή μειωμένης διατροφής από το ότι: α) το ζευγάρι είχε διαφορετική αντίληψη για το θέμα της απόκτησης παιδιών, αφού ο σύζυγος δεν ήθελε κι εκείνη ήθελε και β) η σύζυγος μετά την αποχώρηση από την οικογενειακή εστία σύναψε σχέσεις με άλλον άνδρα.
Αρχικά, η έγγαμη συμβίωση ήταν ομαλή. Τα προβλήματα ξεκίνησαν «εξαιτίας της διαφορετικής αντίληψης που είχε έκαστος εξ αυτών σχετικά με την απόκτηση τέκνων, δεδομένου ότι η ενάγουσα επιθυμούσε την απόκτηση τέκνου, ενώ εκείνος ήταν αρνητικός σε μια τέτοια προοπτική, γεγονός το οποίο δεν είχε καταστήσει γνωστό σε εκείνη πριν από την τέλεση του γάμου τους».
Οι αντίθετες επιθυμίες για απόκτηση παιδιού δημιουργούσαν συχνές διαφωνίες μεταξύ του ζευγαριού. Οι διαφωνίες αυτές μετατράπηκαν σε έντονους καβγάδες, καθώς ο σύζυγος «αρνούνταν να υποβληθεί έγκαιρα και παρά τις επανειλημμένες παραινέσεις της συζύγου σε ειδικές εξετάσεις για τη διαπίστωση τυχόν ιατρικού προβλήματος που εμπόδιζε την τεκνοποίηση, προβαίνοντας άκαιρα σε τέτοιες εξετάσεις, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους».
Αντίθετα, η σύζυγος είχε υποβληθεί «αρκετές φορές σε εξετάσεις γονιμότητας, χωρίς να διαπιστωθεί κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα».
Υβριστική συμπεριφορά
Η κατάσταση όμως άρχισε να ξεφεύγει, καθώς «η έγγαμη συμβίωση οξυνόταν επιπλέον και από εκδηλώσεις ζήλιας του συζύγου προς το πρόσωπο της συντρόφου του, ο οποίος μιλούσε και συμπεριφερόταν σε αυτήν με άσχημο και υβριστικό τρόπο, ενώ η συμβίωσή τους τα τελευταία τρία χρόνια, πριν από την οριστική διάσπασή της ήταν συμβατική χωρίς να συνευρίσκονται ερωτικά και έχοντας συνεχείς διαπληκτισμούς».
Ο Ιανουάριος του 2015 ήταν ένας καθοριστικός μήνας για το ζευγάρι, που κλόνισε ιδιαίτερα και καθοριστικά τον γάμο τους.
Εκείνη ανήμερα τα Φώτα είπε στον σύζυγό της ότι μαζί με τη νύφη της και άλλες φίλες της θα πήγαινε σε εκδήλωση χορευτικού ομίλου. Αμέσως εκείνος της απαγόρευσε να πάει και άρχισε να τη «βρίζει με χυδαίες εκφράσεις, να τη σπρώχνει και να σπάει αντικείμενα». Ο καβγάς, το υβρεολόγιο και ο θόρυβος από τα σπασίματα έγιναν αντιληπτά από τη μητέρα της συζύγου, η οποία έμενε στον κάτω όροφο και ανέβηκε προκειμένου να κατευνάσει το έντονο επεισόδιο και να αποφορτίσει το όλο κλίμα.
Μετά από αυτό το ζευγάρι κοιμόταν σε χωριστά υπνοδωμάτια, ενώ η εκείνη «του εξέφρασε ευθέως την επιθυμία της για τη λύση του γάμου τους με τη λήψη συναινετικού διαζυγίου». Εκείνος αρνήθηκε να φύγει και έκτοτε όταν πήγαινε στο σπίτι, εκείνη κατέβαινε στον κάτω όροφο στο σπίτι των γονέων της, «εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτόν την απόλυτη ψυχική και σωματική απομάκρυνσή της από εκείνον».
Μετά απ’ όλα αυτά ήταν μονόδρομος η προσφυγή στα δικαστήρια και η νέα διένεξη ήταν πλέον για το ύψος της διατροφής.
Ετσι, ο σύζυγος επικαλέστηκε ότι αποκλειστικά υπαίτια για τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους ήταν εκείνη, καθώς είχε συνάψει εξωσυζυγικό δεσμό με τρίτο πρόσωπο. Ομως οι δικαστές είχαν αντίθετη άποψη. Αποφάνθηκαν ότι «δεν αποδείχθηκε» ο ισχυρισμός του αυτός. Εξάλλου, προσθέτουν, «αφού η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης επήλθε τον Ιανουάριο του 2015, έχοντας ήδη προ τριετίας διακοπεί μεταξύ τους κάθε ερωτική επαφή, η δε γνωριμία της με τρίτο πρόσωπο δεν συνδέεται με τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, αφού αναπτύχθηκε μεταγενέστερα και δη τον Μάρτιο του 2015, μέσω Facebook και αφού εκείνη είχε γνωστοποιήσει στον εναγόμενο την επιθυμία της για τη λύση του γάμου τους».
Διαφορετικές αντιλήψεις
Το Εφετείο δέχθηκε ότι «η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε από εύλογη για τη σύζυγο αιτία και ειδικότερα, λόγω των διαφορετικών αντιλήψεων που είχαν ως προς το ζήτημα της απόκτησης τέκνων και της ζήλιας του συζύγου που εκδηλωνόταν με την επίδειξη εξυβριστικής συμπεριφοράς».
Οι δικαστές απέρριψαν τον ισχυρισμό του με τον οποίο επεδίωκε την καταβολή ελαττωμένης διατροφής, δηλαδή ότι για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους ήταν αποκλειστικά υπαίτια εκείνη, λόγω της σύναψης εξωσυζυγικής σχέσης.
Μάλιστα, προς ισχυροποίηση της κρίσης τους οι δικαστές επικαλούνται τον ισχυρισμό του ίδιου του συζύγου ότι «τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται μετά την τέλεση του γάμου, εξαιτίας της άρνησής του να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις προς διαπίστωση τυχόν προβλήματος που να εμποδίζει την τεκνοποιία» και προσθέτουν «ότι δεν επιθυμούσε να αποκτήσουν τέκνα και δεν το είχε καταστήσει γνωστό σε εκείνην πριν από την τέλεση του γάμου τους».
Τελικά το Εφετείο δέχθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης ήταν εκείνος και απέρριψε το αίτημά του «περί ελαττωμένης διατροφής».
Ο πρώην πλέον σύζυγος προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση για την καταβολή πλήρους διατροφής, αλλά οι αρεοπαγίτες του Α1 Πολιτικού Τμήματος απέρριψαν την αίτησή του.