Μετά την ξεκούραση του Σαββατοκύριακου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν πηγαίνουν και με τη μεγαλύτερη όρεξη για δουλειά το πρωί της Δευτέρας. Υπό αυτές τις συνθήκες, πολλές φορές αποκαλούμε την πρώτη ημέρα της δουλειάς έπειτα από αργία ως ‘Τσαγκαροδευτέρα”.
Φαίνεται πως ο όρος καθιερώθηκε από προπολεμικά, όταν οι τότε τσαγκάρηδες στην Αθήνα την επόμενη μέρα της Κυριακής, δηλαδή τη Δευτέρα, επειδή δεν είχαν και πολλή δουλειά, είχαν καθιερώσει από μόνοι τους συνέχιση διήμερης αργίας κάθε εβδομάδα, έχοντας τα καταστήματά τους κλειστά και τη Δευτέρα.
“Όταν τα παπούτσια ήταν το μέτρο του συντηρητισμού, ακόμα και για τους οικονομικά βασταγμένους, ήκμαζαν τα μικρά τσαγκαράδικα της γειτονιάς. Μπαλωματίδικα – μικροτσαγκάρικα, που συντηρούσαν το ένα ζευγάρι παπούτσια για κάθε μέρα, ενώ το άλλο φυλαγόταν για τις Κυριακές και γιορτές. Το καθημερινό πήγαινε συχνά στο μάστορα, για ψίδια-σόλες, φόλες, πέταλα, τακούνια, κόλλημα, ράψιμο.
Όλη τη βδομάδα δούλευε ο τσαγκάρης και το Σαββατόβραδο έπρεπε να παραδώσει, να ξεκαθαρίσει ο πάγκος. Έμενε ως αργά τη νύχτα με παρέα τους χασομέρηδες κι όσους περίμεναν, ξυπόλητοι, να πάρουν τα παπούτσια τους. Έτσι, ύστερα από την ξεκούραση της Κυριακής, η Δευτέρα ήταν μισοαργία. Άλλωστε αυτή η μισοαργία επηρέαζε πολλούς που ξεκινούσαν τη βδομάδα βαριεστημένοι. Άντε… φτου κι απ’ την αρχή στο μαγγανοπήγαδο.
Οι μαθητές… το ξέρετε δα όλοι… Έρχονταν λοιπόν οι μανάδες, σκουντούσαν τα κοιμισμένα μαθητούδια με τη φράση: “Άντε, τσαγκαροδευτέρα έχετε, μπρος ώρα για το σχολειό””, αναφέρει η Νίνα Κοκκαλίδου, στο βιβλίο της “Τσαγκαροδευτέρα 1983-1993”.
Έτσι σιγά-σιγά η Τσαγκαροδευτέρα καθιερώθηκε να λέγεται για οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας, περισσότερο σκωπτικά σε αδικαιολόγητη αργία, ή συνηθέστερα σε καθυστέρηση προσέλευσης στον χώρο εργασίας.