Γράφει Βασίλης Γούλας
Η ιστορία που είχε γίνει talk of the town στην πόλη της Σπάρτης για τις πικάντικες λεπτομέρειες ξετυλίγεται μέσα από το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σπάρτης με το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη η αγρότισσα.
Ήταν απόγευμα της 6ης Απριλίου του 2022, όταν στο Αστυνομικό Τμήμα Σπάρτης ο αξιωματικός υπηρεσίας άκουγε από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής έναν γιατρό του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λακωνίας να του αναφέρει ότι ένας 50χρονος άνδρας είχε μεταφερθεί με τραύμα στην κοιλιακή χώρα και έδινε μάχη για τη ζωή του. Οι αστυνομικοί που έφτασαν στο νοσοκομείο συνάντησαν τη 43χρονη γυναίκα, η οποία είχε μεταφέρει τον 50χρονο. Στις ερωτήσεις τους η γυναίκα είπε αρχικά ότι ο άνδρας τής είχε τηλεφωνήσει και ζητήσει να πάει να τον βρει επειγόντως σε ένα αγρόκτημα στα Ανώγεια Λακωνίας. Εκείνη πήγε και, όπως είπε στους αστυνομικούς, τον εντόπισε τραυματισμένο και τον μετέφερε στο νοσοκομείο.
Οι αστυνομικοί τής ζήτησαν να τους δείξει το σημείο όπου τον βρήκε και εκείνη τους οδήγησε σε ένα χωράφι, στο οποίο όμως δεν υπήρχε ίχνος αίματος. Αμέσως οι αστυνομικοί άρχισαν να υποπτεύονται ότι αυτά που τους περιέγραφε η γυναίκα δεν ήταν αληθή. Κηλίδες αίματος του άνδρα υπήρχαν σε αρκετά σημεία του αυτοκινήτου της 43χρονης, αλλά πουθενά στο χωράφι που τους υπέδειξε ότι τον είχε βρει. Τα σημάδια στον λαιμό της γυναίκας έκαναν ακόμη πιο έντονες τις υποψίες στους αστυνομικούς, οι οποίοι επέμειναν να τους πει την αλήθεια.
Η αγρότισσα τους οδήγησε σε ένα άλλο αγρόκτημα, 2 χιλιόμετρα από το πρώτο, όπου οι αστυνομικοί εντόπισαν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, ένα ανδρικό εσώρουχο, μια ηλιοπροστασία αυτοκινήτου στρωμένη στο έδαφος, μια πορτοκαλί θήκη μαχαιριού και ένα ζευγάρι γάντια εργασίας. Κάτω από την ηλιοπροστασία υπήρχαν κηλίδες αίματος.
Ηταν η στιγμή που η 43χρονη άρχισε να εξηγεί στους αστυνομικούς ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον 50χρονο κατά το τελευταίο οκτάμηνο και είχαν συναντηθεί στο σημείο για να συνευρεθούν ερωτικά. Κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, και ενώ εκείνη βρισκόταν πάνω στον σύντροφό της, εκείνος της είπε: «Θα είσαι για πάντα δική μου, δεν πρόκειται να σε αγγίξει κανένας άλλος άνδρας». Οπως ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς η 43χρονη, μόλις άκουσε αυτή τη φράση θόλωσε και τον χτύπησε με το μαχαίρι εργασίας που είχε μαζί της. Η προαναφερόμενη φράση «πυροδότησε τη βίαιη εκδήλωση μιας καταπιεσμένης -μέχρι τότε- οργής που θόλωσε την κρίση της», αναφέρεται στο βούλευμα.
Από την πλευρά του το θύμα έδωσε μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων. Σύμφωνα με τον ίδιο, συνάντησε την κατηγορούμενη έπειτα από δική της προτροπή να βρεθούν στο αγρόκτημά της για να τη βοηθήσει να μαζέψουν και να κάψουν κλαδιά. Οπως ανέφερε στην κατάθεσή του, συνεννοήθηκαν να περάσει εκείνη με το αυτοκίνητό της από το σπίτι του για να τον πάρει, όπως και έγινε: «Με δική της πρωτοβουλία πήρε μια από τις πετσέτες μου για να τη στρώσουμε κάτω λέγοντάς μου “θα κάνουμε και τις δουλειές και θα είναι ωραία γιατί θα κάνουμε έρωτα στη φύση”. Αφού φτάσαμε στα ελαιόδενδρα, απλώσαμε την πετσέτα και κάναμε έρωτα». Κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης και ενώ η κατηγορούμενη καθόταν πάνω του έβγαλε μαχαίρι και τον χτύπησε στην κοιλιά. Με το πρώτο χτύπημα ο 50χρονος φοβήθηκε ότι η 43χρονη θα τον χτυπούσε ξανά και έπιασε με το ένα χέρι τη λάμα του μαχαιριού και με το άλλο προσπαθούσε να την απωθήσει πιάνοντάς την από τον λαιμό και από τα χέρια, προκειμένου να μπορέσει να σηκωθεί από το έδαφος. Πράγματι ο 50χρονος, αν και τραυματισμένος, κατάφερε να σηκωθεί. Αναζητούσσε χωρίς αποτέλεσμα το κινητό του τηλέφωνο για να καλέσει βοήθεια, τη στιγμή που η 43χρονη τον ακολουθούσε κρατώντας το μαχαίρι.
«Εκανα μεγάλες προσπάθειες να περπατήσω κρατώντας την πληγή μου και αιμορραγώντας. Συνειδητοποίησα τότε ότι αντιμετωπίζω μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή μου και τότε αποφάσισα να ηρεμήσω την κατηγορούμενη λέγοντάς της “αγάπη μου, σε παρακαλώ, πήγαινέ με στο νοσοκομείο, χάνω αίμα και θα πεθάνω… Μη φοβάσαι, δεν θα πω τίποτε στην Αστυνομία, δεν θα μπλέξεις”», αναφέρεται στην κατάθεση του θύματος. Στη συνέχεια ο παθών καταθέτει ότι με την ελπίδα ότι δεν θα είχε συνέπειες η πράξη της, εκείνη πείστηκε και αφήνοντας στο έδαφος το μαχαίρι τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν και το αναζήτησε δεν μπόρεσε να βρει το κινητό του τηλέφωνο, μέχρι που η κατηγορούμενη του το επέστρεψε όταν έφτασαν στο νοσοκομείο.
Ο επιχειρηματίας όταν ρωτήθηκε για τη σχέση του με την αγρότισσα την περιέγραψε χωρίς προβλήματα. Από την πλευρά της η 43χρονη κατέθεσε ότι έπαιρνε ηρεμιστικά για να ανέχεται τη συμπεριφορά του και από καιρό επιθυμούσε να διακόψει τις επαφές της μαζί του, αλλά εκείνος δεν το δεχόταν. Στο πλαίσιο της αστυνομικής προανάκρισης, η κατηγορουμένη χαρακτήρισε την οκτάμηνη σχέση της με το θύμα καταπιεστική για την ίδια, ενώ τον παθόντα άτομο χειριστικό και εμμονικό. Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι ο σύντροφός της την ακολουθούσε παντού, ήθελε να έχει λόγο για τον τρόπο ζωής της, τις φιλικές της σχέσεις, τις κοινωνικές επαφές της, ακόμη και για τη συμπεριφορά της, ενώ όπως είπε δεν της άφηνε χρόνο για τα παιδιά της. Η 43χρονη, μητέρα τεσσάρων παιδιών, είχε κακοποιηθεί από τον σύζυγό της κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου και είχε πέσει σε κατάθλιψη, εξαιτίας της οποίας έπαιρνε αντικαταθλιπτικά χάπια. Επίσης, εξήγησε ότι η φράση του επιχειρηματία ότι θα είναι για πάντα δική του την εκνεύρισε αρκετά ώστε να διακόψει την ερωτική περίπτυξη, αλλά όταν δοκίμασε να σηκωθεί, το θύμα την έπιασε σφιχτά από τον λαιμό και τα χέρια, σε μια προσπάθεια να την κρατήσει στη θέση της και πάνω στην προσπάθεια αυτή η ίδια ασυναίσθητα είχε πιάσει και κρατούσε το μαχαίρι εργασίας από τη λαβή κι έτσι τον τραυμάτισε άθελά της, ενώ αμέσως μετά τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο όχημά της και τον μετέφερε στο νοσοκομείο.
Η 43χρονη οδηγήθηκε στο δικαστήριο όπου καταδικάστηκε για απόπειρα δολοφονίας με ενδεχόμενο δόλο σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, για οπλοφορία και οπλοχρησία.