Γράφει Παναγιώτης Τριτάρης
Μία από τις υποθέσεις αυτοδικίας που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση ήταν αυτή που εκτυλίχθηκε με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο στο Στρατοδικείο στο Ρουφ, με πρωταγωνιστή τον Αθανάσιο Ντρούζο. Το περιστατικό συνέβη την 1η Απριλίου του 1993, αφήνοντας πίσω του τρεις νεκρούς και αρκετούς τραυματίες από τους συμμετέχοντες σε μία δίκη η οποία είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού για πολλούς λόγους.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
*
Όλα ξεκίνησαν σχεδόν δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 4 τα ξημερώματα, στη Γλύφα της Χαλκίδας, μία παρέα επτά νεαρών ηλικίας από 15 έως 19 ετών επέστρεφαν με τα πόδια από το κλαμπ «Negro», που ήταν εκείνη την εποχή το πιο in στέκι της νεολαίας στην περιοχή. Η παρέα των νεαρών ξεκίνησε να περπατά μέσα στη νύχτα, όμως λίγα μέτρα πιο κάτω ένα αυτοκίνητο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα τους παρέσυρε, σκοτώνοντας επιτόπου τους δύο και τραυματίζοντας σοβαρά τους υπόλοιπους, τρεις εκ των οποίων υπέκυψαν στα τραύματά τους. Οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο 32χρονος υποσμηναγός της Αεροπορίας Δημήτρης Κορούπης, ο οποίος αποδείχτηκε ότι οδηγούσε το αυτοκίνητο υπό την επήρεια αλκοόλ.
Ο υποσμηναγός καταδικάστηκε πρωτόδικα για φόνους εξ αμελείας με μία μάλλον ελαφρά ποινή, των μόλις 4 ετών και 8 μηνών φυλάκισης. Μάλιστα, προς έκπληξη όλων, έμεινε μόνο οκτώ μήνες στη φυλακή και με δική του αίτηση η ποινή μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη και αφέθηκε ελεύθερος για να επιστρέψει στην κανονική του ζωή και την υπηρεσία του. Το γεγονός αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τους γονείς όσο και από τα μέσα ενημέρωσης, κάτι που οδήγησε σε έφεση και ορίστηκε δικάσιμος στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο για την 1η Απριλίου του 1993. Μεταξύ των πέντε νεαρών παιδιών που έπεσαν νεκρά στο περιστατικό ήταν ο Κωνσταντίνος Ντρούζος. Ο πατέρας του, Αθανάσιος Ντρούζος, ζώντας μέσα στον αβάσταχτο πόνο από τον χαμό του μοναχογιού του και βλέποντας τα δικαστήρια να ρίχνουν στα «μαλακά» τον δράστη, αρχίζει να οργανώνει ένα σχέδιο, με στόχο να πάρει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του. Μάλιστα, όπως ανέφεραν οι συγχωριανοί του, λίγες μέρες πριν από το τραγικό περιστατικό στο Ρουφ είχε φροντίσει να ανοίξει λάκκο δίπλα στον τάφο του γιου του, ενώ μονολογούσε: «Γιε μου, πολύ σύντομα θα έρθω κοντά σου».
Κλείσιμο
*
Την ημέρα της δίκης τίποτα δεν προμήνυε αυτά που θα επακολουθούσαν. Ο Ντρούζος κατάφερε να μπει στην αίθουσα έχοντας πάνω του ένα όπλο κρυμμένο μέσα σε έναν χαρτοφύλακα χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας. Κάθισε ήσυχα σε μία άκρη και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να προχωρήσει σε αυτό που είχε σχεδιάσει. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από τους γονείς και τους συγγενείς των άλλων παιδιών, τους δικηγόρους και τους δικαστές, καθώς και από δεκάδες δημοσιογράφους που κάλυπταν τη δίκη που είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού. Και ενώ όλα εξελίσσονταν ομαλά, γύρω στις 7 το απόγευμα, ο Ντρούζος πετάγεται από τη θέση του και με το όπλο στο χέρι πιάνει τον μάρτυρα υπεράσπισης (και συνοδηγό του υποσμηναγού το βράδυ του περιστατικού) Φώτη Σακελλαράκη και απειλεί ότι θα τον σκοτώσει. Κρατώντας τον πλέον ως όμηρο, κατευθύνεται προς την έδρα και ζητά από τους αστυνομικούς που βρίσκονταν στην αίθουσα να παραδώσουν τα όπλα τους.
*
Οι αστυνομικοί διστάζουν, όμως ο πρόεδρος του δικαστηρίου πείθει τον έναν από αυτούς, τον Κωνσταντίνο Κουτουλάκη, να αφήσει το περίστροφό του, το οποίο παίρνει και αυτό στα χέρια του ο Ντρούζος που βρίσκεται πλέον σε αμόκ, απειλώντας να τους σκοτώσει όλους. Ζητά από τον αστυνομικό να δέσει με μονωτική ταινία που είχε μαζί του τους δικηγόρους υπεράσπισης και τον κατηγορούμενο υποσμηναγό και μετά ζητά να γίνει το ίδιο και με τους δικαστές. Σε έξαλλη κατάσταση και κραδαίνοντας τα δύο όπλα, ζητά να ομολογήσουν ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε τα παιδιά ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των δικαστών και όλων όσων ψύχραιμων είχαν παραμείνει στην αίθουσα να τον ηρεμήσουν, ο Ντρούζος ήταν πλέον εκτός εαυτού και η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει.
*
Όταν πλέον αντιλήφθηκε ότι είχε καταφθάσει η Άμεση Δράση, αρχίζει να πυροβολεί προς τους δεμένους ομήρους. Νεκροί μέσα στο δικαστήριο έπεσαν οι δύο δικηγόροι υπεράσπισης, Χρήστος Μπάκας και Δημοσθένης Αβράμης, ενώ τραυματίστηκαν ο κατηγορούμενος, ο μάρτυρας υπεράσπισης και τρεις δικαστές. Μέσα στον γενικευμένο πανικό, ο Ντρούζος σηκώνει το πιστόλι, το φέρνει στον κρόταφό του και πυροβολεί, παίρνοντας τη ζωή του και εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την υπόσχεση που είχε δώσει στο νεκρό παιδί του, να ταφεί δίπλα του στο χωριό Μπολάτι της Κορινθίας.
*
Όσο για την εξέλιξη της υπόθεσης, ο υποσμηναγός εξαγόρασε και πάλι την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος. Αργότερα έγιναν αγωγές για χρηματική αποζημίωση, που έγιναν δεκτές, αν και το ποσό που επιδικάστηκε ήταν αδύνατον να πληρωθεί από τον Κορούπη. Τελικά, μετατράπηκε σε προσωποκράτηση στη μονάδα του στο Τατόι. Υπήρξαν επίσης αγωγές κατά του Δημοσίου για ελλιπή φύλαξη των δικαστηρίων, από τις οποίες επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στα οικεία πρόσωπα των δύο δολοφονημένων δικηγόρων, αν και με αρκετές δικαστικές διαμάχες και τις χαρακτηριστικές πολυετείς καθυστερήσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης.