Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Τι λένε οι αριθμοί
Την καθοδική πορεία της εγχώριας αγοράς κλωστοϋφαντουργίας – ένδυσης πιστοποιούν και τα τελευταία στοιχεία όπως παρουσιάστηκαν από τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών (ΣΕΒΚ), που δείχνουν ότι τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές κινήθηκαν πτωτικά.
Συγκεκριμένα, η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών ειδών ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας ανήλθε, το 2023, σε 1,82 δισ. ευρώ, έναντι 2,35 δισ. ευρώ που ήταν το 2022, καταγράφοντας μείωση κατά 22,8%.
Τα μεγάλα «ναυάγια»
Εν μέσω κρίσεων και γενικής καθίζησης της αγοράς, τα προηγούμενα χρόνια αφανίστηκαν εκατοντάδες εταιρείες και αλυσίδες γυναικείας και ανδρικής ένδυσης, ανάμεσα στις οποίες φιγουράρουν γνωστές φίρμες, όπως Glou, Sprider, Raxevsky, Τσαντίλης, Lussile κ.ά., ενώ την ίδια τύχη είχαν σχεδιαστές-επιχειρηματίες, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον Λάκη Γαβαλά. Στις περισσότερες περιπτώσεις επρόκειτο για διακριτά success stories που κατέληξαν σε… disaster stories, με υψηλά χρέη και τους πρωταγωνιστές τους να χάνουν προσωπικά και εταιρικά ακίνητα μέσω πλειστηριασμών.
Μια τέτοια ιστορία είναι αυτή των αδελφών Γιώργου και Αντώνη Γλου, που σχεδόν από το μηδέν έστησαν την αλυσίδα ανδρικής ένδυσης Glou. Με αφετηρία από τον Πειραιά, η ιστορία της Glou άρχισε να γράφεται το 1984 με βάση ένα μαγαζί με ανδρικά ρούχα στην οδό Tσαμαδού 30. Σε μια εποχή που επέτρεπε τα μεγάλα ανοίγματα και τους φιλόδοξους στόχους, τα δύο αδέλφια, με τη διορατικότητα και το δαιμόνιο που διέθεταν, διείδαν το κενό στην αγορά και έσπευσαν να το εκμεταλλευτούν.
Με τη συνταγή της καλής ποιότητας και των προσιτών τιμών η Glou άρχισε να αναπτύσσεται και σταδιακά εκτοξεύτηκε, φτάνοντας το 2006 να διαθέτει δίκτυο 67 καταστημάτων και ακόμη 12 για άλλες φίρμες που αντιπροσώπευαν, μεταξύ των οποίων κι εκείνη της Puma. Μάλιστα, δεν περιορίστηκαν εντός συνόρων, καθώς η αλυσίδα απέκτησε παρουσία σε Ρουμανία, Bουλγαρία, Aλβανία και Kύπρο, ενώ στο απόγειό της έφτασε να κάνει τζίρο 120 εκατ. ευρώ με κέρδη πάνω από 15 εκατ. ευρώ.
Οταν, όμως, η Ελλάδα εισήλθε στο μακρύ και σκοτεινό τούνελ της οικονομικής κρίσης άρχισε και ο κλυδωνισμός για το επιχειρηματικό τους οικοδόμημα. Ετσι, οδηγήθηκαν πρώτα στον περιορισμό του δικτύου με το σταδιακό κλείσιμο καταστημάτων, στον «πόλεμο» με την Puma και την απώλεια της αντιπροσωπείας που τους στοίχισε πολύ ακριβά και μετά σε πλειστηριασμούς για τα κόκκινα δάνεια προς τις τράπεζες και τα άλλα ανοίγματα.
Κάπως έτσι η φίρμα έσβησε, με το τελευταίο μεγάλο κατάστημα επί της οδού Πατησίων να κατεβάζει ρολά το 2017. Στην πορεία κατασχέθηκαν και βγήκαν στο σφυρί αρκετά εταιρικά, αλλά και προσωπικά ακίνητα, όπως οι βίλες των αδελφών Γλου στην παραλιακή λεωφόρο της Καστέλας.
Οι αδελφές Ραξέβσκυ
Η Δήμητρα Ραξέβσκυ σπούδασε Οικονομικά στο Λονδίνο και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1979, άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στην Κηφισιά, με την επωνυμία Miss Raxevsky. Η αδελφή της Ελενα και ο σύζυγός της Γιώργος Μουρτζούχος είχαν κάνει το δικό τους πρώτο βήμα, ιδρύοντας το 1976 την εταιρεία με την εμπορική ονομασία Helen’s Club Α.Ε., που είχε εξαγωγικό προσανατολισμό προς χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ.
Το 1982 οι δύο αδελφές αποφάσισαν να συνεργαστούν και ο καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν τα δύο επόμενα καταστήματα στο Κολωνάκι και την Πατησίων. Η συμπόρευσή τους κράτησε μέχρι το 1989, με το brand Miss Raxevsky να έχει εδραιωθεί στην αγορά διαθέτοντας πλέον αλυσίδα καταστημάτων σε γνωστά εμπορικά σημεία. Στη συνέχεια, η Δήμητρα αποφάσισε να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο και μαζί με τον Αβεντίς Μπαλιάν δημιούργησαν τη Mini Raxevsky, μια ξεχωριστή εταιρεία που καθιερώθηκε ανάμεσα στις πιο πετυχημένες φίρμες παιδικής μόδας στην Ελλάδα με τη φήμη της να φτάνει μέχρι την Αυστραλία και το Μεξικό.
Η κατάρρευση ξεκίνησε από τη Miss Raxevsky, που στο peak της έφτασε να διαθέτει 55 καταστήματα εντός και εκτός συνόρων, ιδιαίτερα μετά τον πρόωρο χαμό της ταλαντούχας και δυναμικής Ελενας Ραξέβσκυ, παράλληλα με τη συρρίκνωση των επιδόσεων και τις συνέπειες της κρίσης.
Τα ηνία στη συνέχεια ανέλαβε ο Γιώργος Μουρτζούχος χωρίς ωστόσο να μπορέσει να διασώσει την εταιρεία. Ετσι, ήδη από τον Ιανουάριο του 2022 βγήκε σε πλειστηριασμό και πουλήθηκε η βίλα του στην Εκάλη, ενώ ακολούθησαν κι άλλα σφυριά. Λίγους μήνες μετά ήρθε η σειρά της Mini Raxevsky να κατεβάσει ρολά. Ακολούθησε η εμπλοκή και της Δήμητρας Ραξέβσκυ με τους πλειστηριασμούς για ακίνητό της στο Καστρί, που βγήκε στο σφυρί και άλλαξε χέρια τον Ιούνιο του 2023.
Η τρίτη αδελφή Αννα Ραξέβσκυ, από την εφηβεία της, εργάστηκε στην οικογενειακή εταιρεία Raxsta A.E., δημιουργώντας συλλογές ρούχων, με το πελατολόγιό της να εκτείνεται σε Ευρώπη (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία) και Αμερική κατά τη χρυσή εποχή του ελληνικού ενδύματος στο εξωτερικό. Το 1997, συνεχίζοντας την ιστορική οικογενειακή εμπορική παράδοση, ίδρυσε την εταιρεία Rax Sportswear, με αντικείμενο τον σχεδιασμό, την παραγωγή και τη χονδρική πώληση γυναικείου ενδύματος στην ευρωπαϊκή αγορά με φίρμα Raxsta By Anna Raxevsky. Το 2017 ιδρύθηκε η εταιρεία Rax Clothing M.IKE από τον γιο της Ιωάννη-Αχιλλέα Ιωαννίδη και είναι η μόνη από την εταιρική «οικογένεια» των αδελφών Ραξέβσκυ που παραμένει ενεργή και παρούσα μέχρι σήμερα.
Η Sprider Stores
Αλλο ένα ηχηρό ναυάγιο στον χώρο των αλυσίδων ένδυσης αφορά τη Sprider Stores, με την οποία συνέδεσαν το όνομα και την πορεία τους οι αδελφοί Σάκης και Σάββας Χατζηιωάννου. Η δική της πορεία της, ωστόσο, ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, το 1971, από τους αδελφούς Αθανάσιο και Σπύρο Αργυρό, με κύριο αντικείμενο την παραγωγή και διανομή μαγιό και ειδών θαλάσσης. Το 1978 αποχώρησε ο Αθανάσιος Αργυρός και από το 1982, όταν η εταιρεία μεταφέρθηκε από τον Αγιο Δημήτριο στο Ελληνικό, εξοπλίστηκε με τις πιο σύγχρονες μηχανές κοπής και ραφής υφασμάτων, έστησε δίκτυο χονδρικών πωλήσεων σε όλη την Ελλάδα και ξεκίνησε την εξαγωγική της δραστηριότητα σε Ευρώπη, Ασία, μέχρι και στις ΗΠΑ.
Το 1990 άρχισε τη λειτουργία του το πρώτο πρατήριο λιανικής, θέτοντας τα θεμέλια για τη δημιουργία της αλυσίδας Sprider Stores. Εκτοτε και μέχρι το 1999 ιδρύθηκαν 11 καταστήματα στην Αττική και την περιφέρεια. Τότε εισήλθαν στο σκηνικό οι αδελφοί Χατζηιωάννου εξαγοράζοντας το 80% της επιχείρησης. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η μικρή βιοτεχνία μετεγκαταστάθηκε στην Ξάνθη και αρκετά χρόνια αργότερα τα ηνία πέρασαν στην επόμενη γενιά. Τα δύο αδέλφια έβαλαν φιλόδοξους στόχους. Ετσι, παράλληλα με το χτίσιμο, μέσω διαδοχικών εξαγορών, του ομίλου Χατζηιωάννου πόνταραν και σε άλλες δραστηριότητες. Ενεπλάκησαν μάλιστα στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την άδεια για το καζίνο της Ξάνθης και αργότερα με το ποδόσφαιρο, αλλά και με το Χρηματιστήριο την εποχή των «τρελών» επιδόσεων που κατέληξε στη μεγάλη φούσκα…
Σε αυτό το κρεσέντο επενδύσεων περιλαμβανόταν και η Sprider Stores, την οποία έβαλαν στο Χ.Α. το 2004. Εκτοτε κινήθηκε σε έντονα ανοδική τροχιά και στο απόγειό της έφτασε να διαθέτει δίκτυο 114 καταστημάτων, εκ των οποίων 88 στην Ελλάδα και άλλα 26 στα Βαλκάνια-, και να εμφανίζει τζίρους της τάξης των 160 εκατ. ευρώ. Μετά άρχισε η αντίστροφή μέτρηση, αλλά και αρκετές «περίεργες» πυρκαγιές. Τον Οκτώβριο του 2013, ανακοινώθηκε το λουκέτο που οδήγησε στην ανεργία 890 υπαλλήλους.
Στο σφυρί και η Lussile
Μία ακόμη φίρμα με μεγάλη εμπορική διείσδυση στο γυναικείο καταναλωτικό κοινό είναι η Lussile, ταυτισμένη για χρόνια με το ποιοτικό ρούχο. Η εταιρεία των αδελφών Καμινιώτη έζησε ένδοξες εποχές τη δεκαετία του ’90 και μετά, κατακτώντας υψηλή θέση στην αγορά, αλλά στην πορεία ήρθε κι αυτή αντιμέτωπη με τις συνέπειες των διαδοχικών κρίσεων, όπως και συνολικά ο κλάδος.
Η Lussile ιδρύθηκε το 1990 και καθιερώθηκε στην αγορά ως μια εταιρεία που προσφέρει στη μοντέρνα γυναίκα ποιοτικές επιλογές υψηλού κύρους, υποστηρίζοντας καθετοποιημένη παραγωγική δομή. Το πρώτο κατάστημα Lussile εγκαινιάστηκε το 1993 στη Θεσσαλονίκη, ενώ ακολούθησαν πολλά ακόμη στην Αθήνα και σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Σε κάποια φάση η εταιρεία θεωρούνταν η δεύτερη μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγός υφασμάτινων γυναικείων ενδυμάτων. Στη συνέχεια όμως προσέκρουσε στην κατάρρευση της αγοράς. Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι πλέον οδεύει πλέον προς το σφυρί το κεντρικό κτίριο της εταιρείας στην περιοχή του Κολωνού.
Τσαντίλης και Γαβαλάς
Στα «ναυάγια» που σημειώθηκαν στην αγορά έτοιμων ενδυμάτων περιλαμβάνονται ασφαλώς αρκετά ακόμη ηχηρά ονόματα. Ενα από αυτά είναι σίγουρα της οικογένειας Τσαντίλη, η οποία με αφετηρία το 1919 έγραψε για δεκαετίες λαμπρές σελίδες. Στην εμβληματική διαδρομή της ξεχωρίζουν ο Τάκης Τσαντίλης, ο οποίος μαζί με την αδελφή του Μαίρη πιστώνεται την επέκταση και γιγάντωση της επιχείρησης. Δίπλα του οι τρεις γιοι του, Αλέξης, Γιάννης και Δημήτρης, που έφεραν ευρωπαϊκό «αέρα» όταν το 1970 η οικογένεια εισήλθε στο πεδίο του έτοιμου γυναικείου ενδύματος.
Στη συνέχεια, με το brand Τσαντίλης να γίνεται συνώνυμο της ποιότητας και της κομψότητας, τα μαγαζιά άνοιγαν το ένα μετά το άλλο στα πιο κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα κ.α. φτάνοντας τα 22. Τη δεκαετία του 2000, εγκαινιάζοντας νέες διεθνείς συνεργασίες, έφτασαν να φιλοξενούν στις βιτρίνες και τα ράφια τους περισσότερους από 100 γνωστούς οίκους. Ωστόσο, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης ξεκίνησε και η περιπέτεια της οικογένειας που έφερε αρχικά το κλείσιμο καταστημάτων και στη συνέχεια την κατάρρευση όλου του οικοδομήματος.
Πολύ σοβαρότερο ήταν το τίμημα που πλήρωσε ο Λάκης Γαβαλάς μετά τον εκτροχιασμό των χρεών της δικής του ομώνυμης εταιρείας. Παρότι έστησε έναν ολόκληρο κόσμο γύρω από τη μόδα και την υψηλή ραπτική στην Ελλάδα, με αποκορύφωμα και επίκεντρο το εμβληματικό στρατηγείο του στην Κάντζα, τελικά όχι μόνο έχασε το δημιούργημά του, αλλά στερήθηκε και την προσωπική του ελευθερία καθώς μπήκε στις Φυλακές Κορυδαλλού για 15 μήνες.
Παράλληλα, η εταιρεία του Λάκης Γαβαλάς Α.Ε. εξακολουθεί να παραμένει ενεργή με διορισμένη διοίκηση. Στο φόντο αυτής της προσωπικής περιπέτειας ο Γαβαλάς έχασε όλα σχεδόν τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως τη βίλα του στη Μύκονο, αλλά και το μεγάλο ακίνητο της Κάντζας, τα οποία άλλαξαν χέρια μέσω πλειστηριασμών.
Ασφαλώς υπάρχουν και άλλες εταιρείες που έγραψαν τη δική τους ιστορία, αλλά στη συνέχεια εξαφανίστηκαν, όπως η Artisti Italiani, η οποία γιγαντώθηκε τη δεκαετία του ’90, φτάνοντας μέχρι και στην πόρτα του Χρηματιστηρίου, αλλά ακολούθησε η κατάρρευση με την εταιρεία να περιλαμβάνεται στις λίστες με τους μεγαλοοφειλέτες του Δημοσίου. Ακόμη, κραταιές άλλοτε επιχειρήσεις, όπως η Fanco, η Varonic, η Cassander, η Arsa-Αργυρός και πολλές άλλες που κάποτε πρωταγωνιστούσαν στην αγορά, αλλά και στις εξαγωγές αποτελούν πλέον μακρινή ανάμνηση…