Καίτη Γκρέυ (1924-2025): “Eφυγε” η μυθική φωνή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού

36

Έφυγε από τη ζωή η μεγάλη τραγουδίστρια – Σε ηλικία 100 ετών

Το λαϊκό τραγούδι ανέδειξε πολύ μεγάλες ερμηνεύτριες στο ξεκίνημα της χρυσής εποχής του, στην δεκαετία του ’50. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση έχει η Καίτη Γκρέυ – για πολλούς η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή της εποχής.

Η Καίτη Γκρέυ γεννιέται στην Σάμο και από πολύ μικρή, από βρέφος, γνωρίζει το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής, καθώς μεγαλώνει με θετούς γονείς, που ζούσαν στα Ταμπούρια του Πειραιά.

Επτά ετών χάνει τον θετό πατέρα της, ζώντας στην ανέχεια και την φτώχεια, ενώ όταν ξεσπά ο πόλεμος επιστρέφει στην Σάμο, για να γλιτώσει από τα χειρότερα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί παντού η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, με την μικρή Κικίτσα να περιπλανιέται σε Τουρκία και Παλαιστίνη, φθάνοντας κατατρεγμένη μέχρι και στην χερσόνησο του Σινά (Πηγές του Μωυσέως), πριν επανέλθει στον Πειραιά, το 1945.

Μικρό κορίτσι ακόμη και με ατελείωτα βάσανα, περιπέτειες και περιπλανήσεις, η μικρή θα βρεθεί στα 18 της μ’ έναν αποτυχημένο γάμο και δύο παιδιά, επιχειρώντας να επιβιώσει μέσα από δουλειές του ποδαριού. Και είναι τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 πια, όταν η ζωή θα αρχίσει κάπως να της χαμογελά.

Μπορεί το φυσικό φωνητικό της μέταλλο να ήταν αδιαμφισβήτητο, αλλά πάνω κι απ’ αυτό ακόμη τοποθετούνται οι ερμηνείες της –αγέρωχες, βαθιές, λιτές και λυρικές ταυτόχρονα–, το ένστικτο δηλαδή μέσω του οποίου αξιοποιούσε τη φωνή της, ώστε να μπορέσει να εκφράσει όλη την γκάμα των συναισθημάτων των λαϊκών ανθρώπων του καιρού της, στον υψηλότερο βαθμό.

Το ξεκίνημα

Το πώς η Καίτη Γκρέυ θα μπλέξει με το λαϊκό τραγούδι είναι μια άλλη ιστορία, κομβικό σημείο της οποίας υπήρξε το περίφημο μπαράκι του Μάριου, στην Ίωνος, στην Ομόνοια, στο οποίο σύχναζε όλος ο κόσμος τους παλαιού ρεμπέτικου και του λαϊκο.

Η Κικίτσα λατρεύει τον τραγουδιστή του ελαφρού Τζίμη Μακούλη, ενώ της αρέσουν επίσης η Σοφία Βέμπο, ο Τώνης Μαρούδας και ο Σώτος Παναγόπουλος.

Επιχειρεί να δει το είδωλό της, τον Μακούλη, στο καφενείο-εστιατόριο «Πανελλήνιον» (στο 59 της Πανεπιστημίου, στη γωνία με την Μπενάκη), αλλά εκεί θα την προσέξει το χορευτικό ζευγάρι Ντούο Ρεξ, με αποτέλεσμα, πολύ σύντομα, η νεαρή Κικίτσα Καλαϊτζή να ξεκινήσει στον καλλιτεχνικό στίβο ως χορεύτρια στην αρχή, ως ηθοποιός σε μπουλούκι, και από κοντά ως τραγουδίστρια του… ευρωπαϊκού, πάντα, τραγουδιού.

Είναι η εποχή όπου γνωρίζεται με τους μαέστρους Γιάννη Βέλλα και Γιώργο Μυρογιάννη, αποκτώντας παράλληλα και το καλλιτεχνικό της ονοματεπώνυμο, με το οποίο θα την μάθαινε λίγο αργότερα, όλος ο κόσμος. Η Κικίτσα Καλαϊτζή ήταν πια η Καίτη Γκρέυ.

Το πώς, τώρα, η Καίτη Γκρέυ θα μπλέξει με το λαϊκό τραγούδι είναι μια άλλη ιστορία, κομβικό σημείο της οποίας υπήρξε το περίφημο μπαράκι του Μάριου, στην Ίωνος, στην Ομόνοια, στο οποίο σύχναζε όλος ο κόσμος τους παλαιού ρεμπέτικου και του λαϊκού (συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές, μουσικοί, οι πάντες).

Εκεί βρίσκει την Καίτη Γκρέυ ο Λουκάς Νταράλας και της προτείνει να πει το περίφημο «Το βουνό» (στίχοι Ευάγγελος Πρέκας) για το ραδιόφωνο. Και όντως το λέει και παθαίνουν στο στούντιο όλοι την πλάκα τους – από μια τραγουδίστρια, που ήταν άγνωστη και ακόμη δεν έχει δισκογραφήσει.

Θα γίνει, όμως, πολύ σύντομα κι αυτό, καθώς τον Νοέμβριο του 1953 η Καίτη Γκρέυ θα γράψει το περίφημο «Το δικό σου το μαράζι (Να ’χεις χάρη που σε αγαπώ)», το οποίο θα κάνει αμέσως πάταγο (κάτι σπάνιο για ντεμπούτο), ενώ θεωρείται και σήμερα ως ένα από τα κορυφαία τραγούδια της.

Το 1954 η Καίτη Γκρέυ θα ηχογραφήσει πρώτη, όπως πρώτη το είχε πει και στο ραδιόφωνο, «Το βουνό» (με τον Δημήτρη Ρουμελιώτη δεύτερη φωνή), κάνοντας τόσο γρήγορα ακόμη μία τεράστια επιτυχία – δείχνοντας, περαιτέρω, και τις απαράμιλλες φωνητικές της δυνατότητες στους τονισμούς των λέξεων, στον έλεγχο του μέτρου και βεβαίως στα ανεβάσματα της φωνής, που ήταν πεντακάθαρα, δίχως να χάνουν σε όγκο, κάνοντας τα χωνιά των γραμμόφωνων να τρίζουν.

Και κάπου εδώ ξεκινάει το κεφάλαιο… Στέλιος Καζαντζίδης.

Η σχέση, αισθηματική και καλλιτεχνική, Καίτης Γκρέυ και Στέλιου Καζαντζίδη, δύο τεράστιων τραγουδιστικών προσωπικοτήτων, έχει πλέον περάσει τα όρια του μύθου, με αφηγήσεις τόσο της Γκρέυ στα βιβλία με την αυτοβιογραφία της, όσο και στα ανάλογα με τις αφηγήσεις του Καζαντζίδη. Βασικά λέμε για έναν μεγάλο έρωτα, που δεν είχε όμως αίσια κατάληξη.

αυτή ειναι η ζωή μου
Καίτη Γκρέυ – «Αυτή είναι η ζωή μου» (εκδ. Οδός Πανός)

Ας δούμε ένα απόσπασμα από την σχετική αφήγηση της Καίτης Γκρέυ στο βιβλίο «Αυτή είναι η ζωή μου» [Εκδόσεις Οδός Πανός, 1983], με την επιμέλεια του Γιώργου Χρονά:

«Πήγα με τον Μπιθικώτση και το Ζαμπέτα στο Αιγάλεω, στον Κήπο του Αλλάχ. Δούλεψα μαζί τους και θυμάμαι ότι ερχότανε ουρά ο κόσμος για να ακούσει αυτή που τραγουδάει το Βουνό. Κι όταν με δείχνανε και λέγανε ότι αυτό το κοριτσάκι το τραγουδάει; – δεν πιστεύανε ότι αυτό το κοριτσάκι που τότε δεν ήτανε ούτε σαράντα οκάδες, μπορούσε να ’χει αυτή τη φωνή με αυτή την έκταση τη μεγάλη. Τους φαινόταν πάρα πολύ περίεργο. Μετά μ’ έψησε ο Κλουβάτος, τον οποίο λάτρευα, να πάω μαζί του στο Ζέφυρο, ένα πολύ καλό μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο. Πήγα πράγματι μαζί του γιατί ο Γεράσιμος ήτανε ο καλύτερός μου φίλος και ο ωραιότερος συνθέτης κι ο ωραιότερος συνάδελφος πού γνώρισα.

Εδώ, στο Ζέφυρο, ήταν η μοίρα μου, η μοίρα μου του Καζαντζίδη, η ιστορία μου με τον Καζαντζίδη. Στο Ζέφυρο, κάθε Σάββατο έβλεπα μια γριούλα νάρχεται και τον Κλουβάτο να κατεβαίνει να της δίνει λεφτά και να της μιλάει. Μια μέρα του λέω, Γεράσιμε, ποια είναι αυτή η γυναίκα που έρχεται και της δίνεις λεφτά και της μιλάς; Μου λέει αυτή είναι η μάνα μιανού καινούργιου τραγουδιστή που είναι φυλακή και είναι πάρα πολύ φτωχιά. Λέω, γιατί είναι φυλακή; Μου λέει, να, τον ενοχοποίησε ένας λοχίας συνάδερφός του, είχε μια γκόμενα ο Καζαντζίδης και του την πήρε ο λοχίας και για να τον ενοχοποιήσει του έβαλε στο τσεπάκι του χιτώνιου χασίσι και το βρήκανε και τώρα είναι υπόδικος, θα περάσει στρατοδικείο σε λίγες μέρες. Λέω σε ποια φυλακή είναι αυτός ο στρατιώτης; Μου λέει, στη Μακρόνησο.

Ζήτησα τότε από τον Κλουβάτο, αν μπορώ, να της δίνω και γω κανά κατοστάρικο να του πάρει κανένα πακέτο τσιγάρα. Μου λέει, γιατί δε μπορείς; Μπορείς. Πραγματικά, λοιπόν, γνωριστήκαμε με την κυρία Γεσθημανή, την έπειτα πεθερά μου, κι όποτε ερχόταν, κάθε Σάββατο που ερχότανε στο μαγαζί, κατέβαινα εγώ, της παράγγελνα και μια μπυρίτσα κ’ ένα μεζεδάκι και της έδινα και κανένα κατοστάρικο να… λέω, να πάρετε στο γιο σας δυο πακέτα τσιγάρα από μένα. Αυτή, λοιπόν, όταν πήγαινε στο Στέλιο, στη Μακρόνησο, του έλεγε , Στέλιο μου, άμα θα βγεις από τη φυλακή, θα σε πάω να γνωρίσεις αυτή την κοπέλα, που λέει το Βουνό. Τι καλό κορίτσι και τι όμορφο και τι καλή ψυχή. Τι πονετικό κορίτσι, που μόλις με δει, με παίρνει να με κεράσει, να μου δώσει λεφτά να σου πάρω τσιγάρα…(…) 

Καίτη Γκρέυ: Μια μυθική φωνή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού   Facebook Twitter
Η Καίτη Γκρέυ με τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Ένα βράδυ, λοιπόν, που πήγα στο μαγαζί, με παίρνει απ’ το χέρι ο Γεράσιμος και μου λέει, έλα να σε γνωρίσω με το φανταράκι, που του στέλναμε τα τσιγάρα. Πραγματικά, με πήγε κει, σ’ ένα τραπεζάκι ήταν ο Στέλιος, με μία κοπέλα θυμάμαι και τ’ όνομά της Ελένη. Μου είπε, ευχαριστώ πολύ για τα τσιγάρα που μου στέλνατε κι αυτά. Συνεσταλμένο παιδί. Μάλιστα, κρύωνε κ’ η κοπέλα του και της έδωσα μία ζακέτα να ρίξει στην πλάτη της, γιατί ήτανε καλοκαίρι, έξω. Δουλεύαμε. Ήτανε Παρασκευή βράδυ. Του ’53.

Έφυγε, λοιπόν, ο Στέλιος, τον εβάλαμε και είπε δυο τραγούδια και το Σάββατο το βράδυ, την άλλη μέρα, ήρθε οικογενειακώς ο Στέλιος. Η μητέρα του, οι θείες του, όλοι μαζί. Πόντιοι αυτοί. Μιλάγανε και ποντιακά. Κάποια στιγμή, μου λέει ο Στέλιος, χορεύουμε ένα ταγκό; Γιατί βάζαμε τότε και ευρωπαϊκά, στα διαλείμματα, για να χορεύει ο κόσμος. Χορέψαμε, λοιπόν. Μου λέει, έχεις στο σπίτι τους δίσκους σου; Λέω, πώς δεν τους έχω; Μου λέει, έχεις πικάπ; Λέω, πώς δεν έχω; Μου λέει, έρχεσαι αύριο το μεσημέρι σπίτι να φάμε μαζί και να φέρεις και το πικάπ με τους δίσκους σου να τους ακούσω; Λέω, Στέλιο, δε σου δίνω το λόγο μου, γιατί δεν ξυπνάω είμαι υπναρού. Δεν ξυπνάω τα μεσημέρια πολλές φορές. Μου λέει, σε παρακαλώ. Αφού καθόμαστε στο τραπέζι και με παρακαλάει κ’ η μητέρα του και μου λέει έλα, κορίτσι μου, έχω υποχρέωση έλα να φάμε ένα μεσημέρι μαζί, λέω αν το θεωρείτε υποχρέωση αυτό που έκανα, δεν έρχουμαι. Μου λέει, όχι, θέλω πολύ να έρθεις στο σπίτι. Θέλω, σε παρακαλώ, έλα.

Πραγματικά, την άλλη μέρα το μεσημέρι, εγώ ξύπνησα, έβαλα το πικάπ και τους δίσκους μέσα σε ένα ταξί, (εγώ έμενα στο Νέο Ηράκλειο, ο Στέλιος έμενε στη Νέα Ιωνία, Αλαίας 33). Και πήγα στο σπίτι. Πραγματικά, ήταν οι θείοι του, οι θείες του, η μάνα του είχε ετοιμάσει ένα εκπληκτικό τραπέζι. Και την ώρα που τρώγαμε, ερχόταν η μητέρα του και μ’ αγκάλιαζε και μούλεγε, εγώ εσένα θέλω πολύ να κάνω νυφούλα μου. Είσαι πολύ καλό παιδί. Και φυσικά, δε λέω ότι δεν ήταν κ’ ένα ωραίο παιδί ο Στέλιος, αλλά την πρώτη ιδέα για το δεσμό που δημιούργησα με το Στέλιο, μου την έδωσε η μητέρα του. 

Μ’ άρεσε και σαν άντρας ο Στέλιος, γιατί, λέω, ότι τότε δεν ήτανε ο Καζαντζίδης, αυτό το λέω γιατί εγώ τον αγάπησα σαν Στέλιο, τον Καζαντζίδη, γιατί ήτανε ωραίο παιδί κι είχε και ωραία ψυχή. Είχε μόνο ένα ελάττωμα. Το έχουν όλα τα παιδιά, αλλά αυτός τόχε παραπάνω, απ’ ό,τι έπρεπε. Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του. (Και γω είμαι μάνα, και γω αγαπώ τα παιδιά μου, κι αυτά μ’ αγαπάνε. Δεν τα εμπόδισα όμως ποτές στην ευτυχία τους. Πήρανε αυτές που θέλανε. Δεν τους είπα να μην τις πάρουνε, ας ήτανε φτωχές, ας ήτανε ο,τιδήποτε. Τ’ άφησα και φτιάξανε τη ζωή τους, όπως τη θέλανε αυτά). Εκείνη όμως επηρέαζε πάρα πολύ το Στέλιο κι αυτό ίσως κατέστρεψε και μένα και κείνον. Τέλος πάντων».

Καίτη Γκρέυ και Στέλιος Καζαντζίδης δεν βρέθηκαν μαζί μόνο στη ζωή, μα και στα πάλκα και την δισκογραφία, ηχογραφώντας ανάμεσα σε διάφορα και κάποιες διαχρονικές επιτυχίες, μερικά πασίγνωστα και καταπληκτικά τραγούδια, όπως ήταν το «Στη θάλασσα θα πέσω» (1954) (Γιώργος Ζαμπέτας-Χαράλαμπος Βασιλειάδης), το «Η τελευταία νύχτα (Απόψε φίλα με)» (1954) (Μανώλης Χιώτης-Χρήστος Κολοκοτρώνης) και το «Έφυγες και πού μ’ αφήνεις» (1955) (Μανώλης Χιώτης-Κώστας Βίρβος-Χρήστος Κολοκοτρώνης).

Το φθινόπωρο του ’57 ο Στέλιος Καζαντζίδης γνωρίζει την Μαρινέλλα, στην Θεσσαλονίκη, ένα γεγονός που σηματοδοτεί, ανάμεσα σε άλλα, και το τέλος της σχέσης του με την Καίτη Γκρέυ, παρά τις όποιες μελλοντικές απόπειρες επανασύνδεσης – μια σχέση που είχε περάσει, εν τω μεταξύ, από σαράντα κύματα.

Λίγο νωρίτερα (1956) η Καίτη Γκρέυ, μέσω του Γιάννη Παπαϊωάννου, γνωρίζει τον Βασίλη Τσιτσάνη και κάπως έτσι ξεκινά η μεγάλη, μεταξύ τους, συνεργασία, που έδωσε επίσης τεράστια τραγούδια, σε πρώτες εκτελέσεις, όπως το «Για κύττα κόσμε», έναν φοβερό καρσιλαμά, που ακούγεται ακόμη άφθαρτος εννοείται, το κλασικό ζεϊμπέκικο «Θέλω να είναι Κυριακή (Κυριακή σε γνώρισα)» (1961), το χασάπικο «Τα ξένα χέρια» (1962), από την ταινία «Ορφανή σε ξένα χέρια» του Ερρίκου Θαλασσινού και πολλά άλλα – εννοείται πως οι εμφανίσεις της Καίτης Γκρέυ στον λαϊκό κινηματογράφο ήταν πάρα πολλές εκείνη την εποχή.

Όπως πολλές ήταν και οι επανεκτελέσεις τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, που σφράγισε η Καίτη Γκρέυ. Για παράδειγμα το «Για τα μάτια π’ αγαπώ (Ξημερώνει και βραδιάζει, πάντα στον ίδιο το σκοπό)», που είχαν αποδώσει οι Καίτη Γκρέυ, Βασίλης Τσιτσάνης και Αντώνης Ρεπάνης, το 1961.

Από νωρίς η Καίτη Γκρέυ συνδέθηκε επίσης με την ερμηνεία των τσιφτετελιών. Θεωρείται, δε, ως η κορυφαία και σ’ αυτό το απαιτητικό είδος τραγουδιού.;

Τσιφτετέλια έγραψαν για την Καίτη Γκρέυ οι πάντες, όπως ο Γεράσιμος Κλουβάτος το «Άναψε το τσιγάρο» (1958), ο Στέλιος Χρυσίνης το «Κάτσε στον καναπέ μου» (1959), ο Μπάμπης Μπακάλης τα «Ο σκληρός χωρισμός» (1959) και «Αμάν κουζούμ αμάν γιαβρούμ» (1960) (μαζί με τον Μανώλη Αγγελόπουλο), ο Θόδωρος Δερβενιώτης το «Μια γυφτοπούλα αγάπησα» (1957) κ.ά. Φυσικά, η Καίτη Γκρέυ θα έλεγε τσιφτετέλια και σε δεύτερες εκτελέσεις, που θα ακούγονταν πολύ, όπως το «Έχεις κορμί αράπικο» του Στέλιου Καζαντζίδη.

Εννοείται πως και με τον Μανώλη Χιώτη είχε ιδιαίτερη συνεργασία η Καίτη Γκρέυ, είτε μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη («Απόψε φίλα με», «Έφυγες και πού μ’ αφήνεις»), όπως είδαμε και πιο πάνω, είτε όχι. Ας θυμηθούμε το περίφημο «Πάρε το δάκρυ μου» (1959), σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που είχε πει μαζί με το Τρίο Μπελ Κάντο.

Στην δεκαετία του ’60

Η Καίτη Γκρέυ με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα, τον Γιώργο Μάμμο, τον Στέλιο Ζαφειρίου, τη Λέλα Παπαδοπούλου κ.ά. στο κέντρο Κουλουριώτης.

Στην δεκαετία του ’60 η Καίτη Γκρέυ θα περάσει από τα μεγαλύτερα μαγαζιά της εποχής, τραγουδώντας όλους τους λαϊκούς συνθέτες και δισκογραφώντας ακατάπαυστα – καθώς είναι εκατοντάδες τα τραγούδια που θα πει αυτά τα χρόνια, πολλά εκ των οποίων σε συν-ερμηνείες με ήδη καθιερωμένα ή ακόμη και με νέα, ανερχόμενα ονόματα.

Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Καίτης Γκρέυ εκείνη την περίοδο (πέρα από τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, που προαναφέραμε) ήταν το «Τώπες και τώκανες» (1962) του Στέλιου Μακρυδάκη (μαζί με τον Γιώργο Μάμο), ενώ δεν πρέπει να λησμονηθεί και «Η κατηφόρα» (Βασίλης Βασιλειάδης-Πυθαγόρας) από το 1964. Για το πρώτο είχε πει η Καίτη Γκρέυ στο βιβλίο «Αυτοβιογραφία / Έτσι, όπως τα έζησα / επιμέλεια: Νίκος Νικόλιζας» [Άγκυρα, 2006]:

«Το τραγούδι αυτό γράφτηκε την εποχή που δούλευα μαζί με τον Στέλιο τον Μακρυδάκη. Ο Στέλιος λοιπόν είχε γράψει τότε δύο τραγούδια, το εκπληκτικό “Ποιος έχει κουράγιο μια γουλιά να μου δώσει” και το “Το ’πες και το ’κανες”. Όταν λοιπόν άκουσα το “Το ’πες και το ’κανες” δεν ήθελα να το τραγουδήσω γιατί το θεώρησα πως ήταν σαν ποίημα. Ήταν όλο στον ίδιο ρυθμό. Του λέω λοιπόν, “το ποίημά μου θα πω, ρε Στέλιο;”. Ο Στέλιος είχε στεναχωρηθεί που δεν ήθελα να το πω. Τότε με πιάνει μέσα στην Columbia o Λαμπρόπουλος και μου λέει “πες το ρε Καιτούλα, αφού το έγραψε ο Στέλιος, είναι κρίμα”. Το είπα, αλλά εγώ περίμενα πως θα γίνει το πρώτο τραγούδι επιτυχία και τελικά έγινε το “Το ’πες και τοκανες!”.

Γενικά τέτοιες μικροϊστορίες υπάρχουν πίσω από κάθε τραγούδι, που είχε πει εκείνα τα χρόνια η Καίτη Γκρέυ και οι οποίες έχουν πολύ ενδιαφέρον – πολλές εξ αυτών, εξάλλου, είναι γραμμένες στα βιβλία της.

Επίσης η Γκρέυ είχε βοηθήσει και αναδείξει πολλούς πρωτοφανέρωτους λαϊκούς συνθέτες ή και τραγουδιστές, συνεργαζόμενη μαζί τους στα πάλκα ή λέγοντας τραγούδια τους στην δισκογραφία, όπως για παράδειγμα τον Μιχαήλ Καλογράνη (Μιχάλης Μενιδιάτης), ενώ μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα τραγούδια που είχαν πει, μαζί, Καίτη Γκρέυ και Στράτος Διονυσίου (έναν τραγουδιστή, τον οποίο στήριξε από την αρχή). Το ίδιο είχε κάνει και με μεγάλες μορφές του ρεμπέτικου, όπως τον Μάρκο Βαμβακάρη, που επίσης είχε πει τραγούδια του («Αγγελοκαμωμένη»).

Επίσης η Καίτη Γκρέυ είχε πει κι ένα από τα πρώτα τραγούδια που γραμμοφώνησε ο Άκης Πάνου, αν όχι το πρώτο του, που λεγόταν «Το παιδί μου απόψε πίνει» (1958), σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη. Επίσης είχε πει πολύ νωρίς (1964) συνθέσεις του Τόλη Βοσκόπουλου ή ακόμη και του Στέλιου Βαμβακάρη (1973).

Προς το 1967 η Καίτη Γκρέυ, ακολουθώντας την διαδρομή πολλών λαϊκών τραγουδιστών της εποχής, θα βρεθεί για εμφανίσεις στην Αμερική, στην οποία θα πηγαινοερχόταν έως και τα πρώτα χρόνια του ’70. Θα εμφανιζόταν, δε, στα μεγαλύτερα μαγαζιά της 8th Avenue, στην Νέα Υόρκη, όπως στο Grecian Cave, στο Britania και στο Istanbul Cabaret (μαζί με τον Απόστολο Νικολαΐδη), γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία.

Τα χρόνια της κρίσης του λαϊκού τραγουδιού

Πίσω, στην Ελλάδα, το λαϊκό τραγούδι περνάει κρίση, καθώς το ελαφρολαϊκό κυριαρχεί. Κι έτσι κάπως τραγουδίστριες της κλάσης της Καίτης Γκρέυ θα βρεθούν χωρίς νέο υλικό.

Πάντως οι εταιρείες δεν την ξεχνούν τυπώνοντας, στην φόρμα του LP πλέον, τα παλιά, επιτυχημένα τραγούδια της.

Ένα τέτοιο άλμπουμ είναι το «Καίτη Γκρέυ / Σήμερον» [EMI / Regal, 1971], με επιτυχίες των Μακρυδάκη, Κλουβάτου, Νταράλα, Μπακάλη, Τσιτσάνη, Χρυσίνη και Βασιλειάδη, ενώ ένα άλλο είναι το «Η Καίτη Γκρέυ στις Μεγάλες Επιτυχίες του Στέλιου Καζαντζίδη» [MINOS, 1972].

Καίτη Γκρέυ: Μια μυθική φωνή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού Καίτη Γκρέυ: Μια μυθική φωνή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού  

Από το δεύτερο μισό του ’70 και μετά οι λαϊκοί καλλιτέχνες των παλαιότερων δεκαετιών θα είναι είτε δεύτερα ονόματα στα πρώτα μαγαζιά, είτε πρώτα ονόματα στα δεύτερα μαγαζιά –ο κανόνας είναι αυτός–, ενώ, δισκογραφικά, θα βρίσκουν διέξοδο επίσης στις δεύτερες εταιρείες, δηλαδή στις λεγόμενες «μικρές».

Η Καίτη Γκρέυ θα στηρίξει και τον εαυτό της, και τους παλαιούς δημιουργούς, και τις μικρές εταιρείες τελικά, με τρία προσωπικά LP αυτή την εποχή, συμμετέχοντας σ’ ένα τέταρτο – στην «Λιτανεία» [Venus, 1982] του Βασίλη Τσιτσάνη, που περιείχε «παλιά και καινούργια τραγούδια του Δάσκαλου της Λαϊκής μας Μουσικής», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του δίσκου.

Το πρώτο LP ήταν το «Λόγια της Νύχτας» [Sonora, 1975], με τραγούδια του Βασίλη Βασιλειάδη, το δεύτερο ήταν το «Όλα για Σένα» [Venus, 1978], με τραγούδια των Θόδωρου Δερβενιώτη-Ηρακλή Παπασιδέρη και το τρίτο ήταν το «Η Καίτη Γκρέυ Τραγουδά Μπάμπη Μπακάλη» [Venus, 1981], με τραγούδια του Μπάμπη Μπακάλη. Αν και στα συγκεκριμένα LP θα μπορούσε κάποιος να βρει αρκετά αξιόλογα τραγούδια, εντούτοις αυτά θα περνούσαν απαρατήρητα.

γκρευ
Πάνος Τζαβέλλας & Καίτη Γκρέυ – «Θρήνοι κι Αναστάσιμα»

Όπως σχετικώς απαρατήρητο θα περνούσε και το επόμενο LP της Καίτης Γκρέυ, που ήταν αρκετά καλό, έχοντας τίτλο «Θρήνοι κι Αναστάσιμα» [Venus, 1983], περιέχοντας λαϊκά τραγούδια, κοινωνικά και άλλα, του παλαιού αντάρτη Πάνου Τζαβέλλα. Μια όμορφη παραγωγή, με Χρήστο Νικολόπουλο, Λευτέρη Ζέρβα, Μπάμπη Μαλίδη, Βαγγέλη Μεθυμάκη και άλλους στην ορχήστρα και με την Καίτη Γκρέυ φορτσάτη και σε πολύ καλή φόρμα. Τα ζεϊμπέκικα «Της φωτιάς ο γυιός», «Θρήνος για τον Μανώλη Σιγανό» κ.ά. είναι πολύ καλά τραγούδια, με ωραίες μουσικές και λόγια, και με ερμηνείες παλικαρίσιες. Δεν πρόκοψαν όμως.

Η Καίτη Γκρέυ, εν τω μεταξύ, θα περνούσε και από την εκπομπή του Διονύση Σαββόπουλου «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», που προβαλλόταν από την ΕΡΤ την σεζόν 1986-87. Εκεί την ακούμε να λέει τα «Για τα μάτια π’ αγαπώ», «Όμορφη Θεσσαλονίκη» (μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση), «Κάνε λιγάκι υπομονή» (μαζί με Γρηγόρη Μπιθικώτση, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Διονύση Σαββόπουλο), «Ο μπουφετζής»… και με την ορχήστρα του Βασίλη Τσιτσάνη να συμμετέχει στις ηχογραφήσεις.

Τα νεότερα χρόνια και οι τελευταίες επιτυχίες της

 Στην δεκαετία του ’90 η Καίτη Γκρέυ βγαίνει ξανά στο προσκήνιο με νέο υλικό. 

Κατ’ αρχάς κάνει ένα άλμπουμ με τον τραγουδοποιό Βαγγέλη Σίμο, που λεγόταν «Όταν Ακούω Καζαντζίδη» [Philips, 1990] και που περιείχε, ανάμεσα σε άλλα, και το δικό της τραγούδι με τον ίδιο τίτλο, που ακούστηκε περισσότερο.

Έπειτα συμμετείχε σ’ ένα από τα τελευταία άλμπουμ του Γιώργου Ζαμπέτα, αν όχι το τελευταίο, που λεγόταν «Τα Ερωτικά» [Alfa-Mi Records, 1991], ερμηνεύοντας το έξοχο ζεϊμπέκικο «Το κτύπημα του χωρισμού», ενώ κάνει κι ένα LP με νεο-νησιώτικα των Γιώργου Πολύζου-Γιώργου Λεκάκη, που είχε τίτλο «Το Άγιο Αιγαίο» [Λαϊκό Κύμα, 1993], που θα περνούσε, όμως, απαρατήρητο (χωρίς να το αξίζει).

Απαρατήρητο, όμως, δεν θα περνούσε το «Μια γυναίκα μόνο ξέρει», που θα τραγουδούσε η Καίτη Γκρέυ στο άλμπουμ των Εκείνος + Εκείνος «Άλλη μια Φορά» [FM, 1993], τραγούδι που θα αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τής διαδρομής της συνολικά. Βασικά, λέμε για το τραγούδι που έκανε γνωστή την Καίτη Γκρέυ σε μια νεότερη γενιά ακροατών, που είχε μηδαμινή ή ανύπαρκτη σχέση με το λαϊκό τραγούδι.

Το «Μια γυναίκα μόνο ξέρει» μπήκε σε συλλογές, διασκευάστηκε, ρι-μιξαρίστηκε, ενώ ακούστηκε παντού (και φυσικά στα κλαμπ).

Η ανέλπιστη αποδοχή του τραγουδιού φέρνει την Καίτη Γκρέυ με φόρα ξανά στις πίστες, ενώ θα ακολουθούσε ακόμη ένα προσωπικό LP, το «Τραγουδάτε Μωρέ!» [FM, 1994], από το οποίο θα έβγαινε άλλη μία επιτυχία, το «Θα σε γελάσω» του Γιάννη Καραλή, που θα το έλεγε μαζί με τον Χρήστο Δάντη.

Η Καίτη Γκρέυ περνάει μια δεύτερη νεότητα, καθώς φανερά ανανεωμένη συνεχίζει να βρίσκεται στα πράγματα με καινούρια τραγούδια, τώρα των Γιάννη Καραλή-Πάνου Φαλάρα, που θα κυκλοφορούσαν κάτω από τον τίτλο «Όπως Παλιά» [FM, 1996]. Μάλιστα, σ’ αυτό τον δίσκο θα μας σύστηνε και την τραγουδίστρια εγγονή της Αγγελική Ηλιάδη.

Το 2016 κυκλοφόρησε από την Music Links Knowledge ένα CD του εντεχνολαϊκού ντουέτου Παντός Καιρού – εκεί υπήρχαν τέσσερα τραγούδια, που είχαν στίχους της Καίτης Γκρέυ. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, καθώς λόγια η Καίτη Γκρέυ είχε γράψει σε τραγούδια ακόμη και στην δεκαετία του ’60 (σε μουσικές του Γιάννη Παλαιολόγου, σ’ ένα 45άρι του 1966).

Λίγα λόγια ακόμη…

Καίτη Γκρέυ: Μια μυθική φωνή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού
Φωτ.: Μαρούσα Θωμά

Η Καίτη Γκρέυ υπήρξε μια μέγιστη ερμηνεύτρια του λαϊκού τραγουδιού. Οι απίστευτες διακυμάνσεις που είχε η ζωή της, όπως και οι απάνθρωπες καταστάσεις που βίωσε από τα πολύ μικρά της χρόνια δεν την πτόησαν, απεναντίας την χαλύβδωναν στην πορεία όλο και πιο πολύ, προσφέροντάς της, περαιτέρω, όλα εκείνα τα «εσωτερικά» στοιχεία, που θα καθιστούσαν τις ερμηνείες της απαράμιλλες.

Οπωσδήποτε υπήρξε μια πολύ δυναμική και συγχρόνως μια ελκυστική παρουσία πάνω στο πάλκο, που μπορούσε να επιβληθεί προς πάσα κατεύθυνση με το παρουσιαστικό της και μόνο, όμως αυτό δεν ήταν το πιο σημαντικό από τα προσόντα της. Σημαντικότερο ήταν ο τρόπος που τραγουδούσε.

Μπορεί το φυσικό φωνητικό της μέταλλο να ήταν αδιαμφισβήτητο, αλλά πάνω κι απ’ αυτό ακόμη τοποθετούνται οι ερμηνείες της –αγέρωχες, βαθιές, λιτές και λυρικές ταυτόχρονα–, το ένστικτο δηλαδή μέσω του οποίου αξιοποιούσε τη φωνή της, ώστε να μπορέσει να εκφράσει όλη την γκάμα των συναισθημάτων των λαϊκών ανθρώπων του καιρού της, στον υψηλότερο βαθμό.

Ποιος μπορεί να μην λυγίσει ακούγοντας ένα τέτοιο τραγούδι;

Μπορείτε να δαβάσετε το πλήρες κείμενο και να ακούσετε video, εδώ https://www.lifo.gr/culture/music/kaiti-gkrey-1924-2025-mia-mythiki-foni-toy-klasikoy-laikoy-tragoydioy

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Προσθέστε το δικό σας σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Captcha verification failed!
CAPTCHA user score failed. Please contact us!