Γράφει
Υποθέτω ότι ο τρόπος που γιορτάζουμε εμείς το Πάσχα έχει κάτι το μοναδικό, αλλά δεν είμαι σίγουρος, επειδή υπάρχουν και άλλες χώρες… Το Πάσχα είναι μια μεγάλη γιορτή, που δεν απαντάται τόσο στους λαούς της Δύσης, η οποία συσπειρώνει τους Έλληνες περισσότερο από κάθε άλλη – ακόμη και από τη γιορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο καθώς και από τα Χριστούγεννα.
Ακόμη και οι αρνητές, οι αγνωστικιστές, οι άθεοι, οι αλλόδοξοι, όσοι βλέπουν τη γιορτή φολκλορικά – σαν ένα μεγάλο πανεθνικό φεστιβάλ που καταλήγει σε τρικούβερτα φαγοπότια με ειδικά εδέσματα – αυτή την ημέρα κάνουν ανακωχή και συμβιβάζονται με το γεγονός της γιορτής.
Το Πάσχα έχει λαμπρότητα στο εσωτερικό της χώρας, όμως γιορτάζεται από τους απανταχού Έλληνες ακόμη και στο εξωτερικό. Θυμάμαι ένα Πάσχα που ζήσαμε στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο μιας «αποστολής» για την καταμέτρηση της ρύπανσης από στερεά υλικά, όπου ήμουν μαζί με την κόρη μου. Βρεθήκαμε στην εκκλησία στη λειτουργία της Ανάστασης, 12 το βράδυ, με κοντομάνικα ρούχα, ενώ η θερμοκρασία είχε πέσει στους 1 και 2 βαθμούς!
Παρούσα ήταν όλη η ελληνική παροικία των Βρυξελλών, παρόν και το δείπνο που απολαύσαμε στη συνέχεια. Την άλλη μέρα, Κυριακή, που μου θύμιζε ένα αγαπημένο ανέκδοτο του πατέρα μου («λογάριασαν οι Βλάχοι και βρήκαν ότι το Πάσχα πέφτει Κυριακή»!), πήραμε το αεροπλάνο, που έκανε τη διαδρομή Βρυξέλλες – Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Προς Θεσσαλονίκη, ήταν περίπου 20 επιβάτες σε ένα αεροπλάνο που χώραγε 160, ενώ προς την Αθήνα ήμασταν δυο, εγώ και η κόρη μου, οι δε αεροσυνοδοί δεν μας έδωσαν καμιά σημασία, καθώς ήταν τσαντισμένες από την πασχαλιάτικη βάρδια που είχε πέσει επάνω τους…
Η ιστορία και τα έθιμα
Το Πάσχα αποτελούσε αρχικά μια εβραϊκή γιορτή, που γινόταν σε ανάμνηση της εξόδου και διαφυγής των Ισραηλιτών από την αιγυπτιακή δουλεία. Τελικά όμως φτάσαμε στα ελληνικά σπίτια, που έπλαθαν κουλουράκια ή τσουρέκια, συνήθως τη Μεγάλη Τρίτη, ενώ τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν κόκκινα αυγά. Όπως μας πληροφορεί η Μαρία Καραβία, στην Αθήνα βάφανε τα αυγά στην αρχή του προηγούμενου αιώνα με κρεμμυδότσουφλα και αγριοβότανα, ενώ έπειτα ήλθε το βάψιμο με τα συνήθη μέσα και οι συνταγές βαφής.
Ήδη τώρα εμφανίζονται πολλοί και διάφοροι, που χαράζουν καλλιτεχνικά σχήματα πάνω στα αυγά – ξεπερνώντας τον παραδοσιακό κόκκινο χαρακτήρα τους… Όλα αυτά θα πρέπει να τα νοήσουμε ως συνδεδεμένα με μεγάλες δόσεις μεταφυσικής, με μεγάλη νηστεία, της οποίας οι παραβιάσεις εθεωρούντο κάποτε ως σοβαρό ατόπημα, ενάντια στον θρησκευτικό καθωσπρεπισμό.
Στα παλιά σπίτια ζύμωναν το Λαμπρόψωμο προς τιμήν του Αναστημένου Χριστού σχηματίζοντας με ζυμάρι στην επιφάνειά του τα αρχικά γράμματα του πασχαλινού χαιρετισμού «Χριστός Ανέστη» και βάζοντας στο κέντρο ένα κόκκινο αυγό.
Στον σύγχρονο εορτασμό της Ανάστασης στην Ελλάδα περιλαμβάνεται το άναμμα των λαμπάδων και η μεταφορά του Αγίου Φωτός στα σπίτια από την τελετουργία της Ανάστασης στις εκκλησίες, δείπνο με κύριο φαγητό τη μαγειρίτσα το βράδυ της Ανάστασης, το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών στο σπίτι ή έξω από την εκκλησία, το «φιλί της αγάπης» την ώρα της Ανάστασης, το σούβλισμα του αρνιού την Κυριακή του Πάσχα και άλλες εκδηλώσεις.
Μέσα σε όλα αυτά είχαμε και τη μεταφορά του «Αγίου Φωτός» πριν από την Ανάσταση, που γίνονταν από τα Ιεροσόλυμα με ειδική πτήση – μια συνήθεια που κρατούσε πολύ καιρό και βασιζόταν σε μια λατρευτική εμμονή του κλήρου, για να μην πούμε μια λατρευτική εξαπάτηση…
Εορτολόγος δεν είμαι
Εορτολόγος δεν είμαι, ούτε ειδικός σε θέματα που αφορούν μεγάλα εορταστικά γεγονότα, αλλά οι γιορτές μου φαίνεται ότι χωρίζονται με βάση χωρικά κριτήρια, που προσδιορίζουν και τη φυσιογνωμία των πανηγυριώτικων γεγονότων: σε γιορτές του χωριού, των πόλεων, των μεγαλουπόλεων. Στα χωριά ή στις περιφερειακές μικρές πόλεις η κατάσταση είναι πιο παραδοσιακή, οι γλεντζέδες γιορτάζουν έντονα αυτή την περίοδο, οι αγορές αυγών, κουλουριών, λαμπρόψωμων, κοκορετσιού και άλλων κρεάτων είναι μάλλον ανύπαρκτες.
Στις μικρές πόλεις κυριαρχούν διάφορα έθιμα, που είναι και πολύ εντυπωσιακά. Π.χ. στο Λεωνίδιο, όπου κατασκευάζουν μικρά αερόστατα και τα εκπέμπουν στον ουρανό της Πελοποννήσου. Ή στη Σύρο, όπου η Ορθόδοξη και η Καθολική Εκκλησία σμίγουν στο δημαρχείο του νησιού το Μεγάλο Σάββατο, όπου τα βεγγαλικά κατά τη διάρκεια της Ανάστασης χρωματίζουν τον κυκλαδίτικο ουρανό κάνοντας τη νύχτα μέρα, το δε ομοίωμα του Ιούδα παραδίδεται στην πυρά την Κυριακή του Πάσχα. Στη Χίο επίσης μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ δυο απέναντι χωριών – πόλεμος που έχει και θύματα και ακρωτηριασμούς.
Τέλος, όπως καταθέτει ο Γιάννης Σιμωνέτης, στις μικρομέγαλες πόλεις η κατασκευή των βεγγαλικών ήταν καθαρά παιδική υπόθεση, με βάση το μπαρούτι που τα παιδιά προμηθεύονταν από λαθραίες πηγές και ένα φιτίλι – που, επειδή δεν μπορούσε να βρεθεί εύκολα, χρησιμοποιούνταν σαν υποκατάστατό του 5-6 κεφαλές σπίρτων…
Στις μεγαλουπόλεις έχουμε μια ειδική κατάσταση, οι μεγάλες αλάνες έχουν εκλείψει, η αγορά αναγκαστικά κινείται διαθέτοντας όλα τα απαραίτητα για την περίπτωση είδη, τα αυγά πλέον δεν βάφονται, αλλά παραδίδονται κόκκινα στους υποψήφιους χρήστες. Μεταξύ αυτών και οι «επίσημοι», που κυκλοφορούσαν (καθώς λέγεται) με ξύλινα αυγά από στρατιωτική μονάδα σε μονάδα, για να σπάνε τους διάφορους αμφισβητίες.
Το σωτήριο έτος 1996 σημειώναμε 500 χιλιάδες αυτοκίνητα «φευγάτα» από την πόλη και, σύμφωνα με έναν υπολογισμό, 35 νεκρούς τροχαίων ατυχημάτων, πριν από το Πάσχα…
Στις «ώριμες» μεγαλουπόλεις είχαμε μια μεταφορά των εισοδημάτων σε κατευθύνσεις «κεντρόφυγες», οι πλούσιοι και οι μικρομεσαίοι επενδύουν τα λεφτά έξω από την πόλη, οι αργίες γίνονται ευκαιρίες απόδρασης από το αστικό περιβάλλον, ενώ από κοντά εμφανίζεται η «δομημένη φυγή», δηλαδή το εξοχικό σπίτι.
«Συνελόντι ειπείν», που έβαζε παλιά στους λόγους του ένας δικηγόρος, ο Θόδωρος Σταυρόπουλος, το Πάσχα έγινε μια τελετουργία πιο «οικολογική», πιο σχετική με τα αρώματα και τον εκμαυλισμό και την ευεξία της άνοιξης: Δηλαδή έγινε λιγότερο σχετική με τη θρησκεία και τα παραδοσιακά έθιμα.