Νίκος Παλαιοκώστας: Μια ζωή στο κόκκινο με ληστείες, αποδράσεις και μια απαγωγή

Τίτλοι τέλους για τον διαβόητο ληστή που κηδεύτηκε χθες σε μια σεμνή τελετή, στην Αγία Μονή Τρικάλων, εκεί όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του

73

Γράφει Γιώργος Καραγιάννης

Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, προ εικοσαετίας περίπου, σε ένα καφέ- μπαρ ενός χωριού των Τρικάλων, σταματά ένα σκούρο SUV. Κατεβαίνει ο οδηγός, ο οποίος φορά μια μαύρη καμπαρντίνα και σκούφο. Μπαίνει στο άδειο μαγαζί και ζητά ένα φραπέ. Από τις ματιές του καταστηματάρχη, καταλαβαίνει ότι η ταυτότητά του έχει αποκαλυφθεί. «Κατάλαβες ποιος είμαι, έτσι; Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας», του λέει. «Το κατάλαβα: Ο Παλαιοκώστας!» παίρνει την απάντηση και ρωτά: «Και φοβήθηκες;». Όταν ο καταστηματάρχης του απάντησε «όχι βέβαια», ο Νίκος Παλαιοκώστας του έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 500 ευρώ και του είπε να κρατήσει τα ρέστα «επειδή είσαι αλάνι και ξέρω ότι δεν θα πεις σε κανέναν ότι με είδες».

Η παραπάνω είναι μια από τις πολλές ιστορίες που «κυκλοφορούν», ειδικά στο νομό Τρικάλων, για τον Νίκο Παλαιοκώστα. Τον κακοποιό στον οποίο πολλοί έδωσαν τον τίτλο του «Φαντομά», αλλά και ίσως τραβηγμένα, του «Ρομπέν», που κηδεύτηκε χθες σε μια σεμνή τελετή, στην Αγία Μονή Τρικάλων, εκεί όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του.

Βίντεο και φωτογραφίες από την κηδεία του Νίκου Παλαιοκώστα

 

kidia_palaio
kidia_palaio1
kidia_palaio2
palaikostas3-xrwma

Μιας ζωής που ξεκίνησε ταπεινά αλλά συνεχίστηκε με… χολιγουντιανή πλοκή, με σκηνές που θα μπορούσαν να υπάρχουν σε κινηματογραφικές ταινίες -όπως τη διαφυγή από τη ληστεία με τα σκορπισμένα πεντοχίλιαρα, τη ληστεία με το ποδήλατο, τις απαγωγές, τις συλλήψεις και τις αποδράσεις και τελείωσε το ίδιο ταπεινά, στον τόπο καταγωγής ενός μεγάλου Τρικαλινού, του Δημήτρη Μητροπάνου. Με το τελευταίο ταξίδι να ξεκινά χωρίς τον αδερφό του και σύντροφο στην παρανομία, Βασίλη (καταζητείται) και τον ηλικιωμένο πατέρα του -όπως και τον έναν ακόμα αδερφό του, που είναι στο εξωτερικό- να είναι εκεί για να του πουν το τελευταίο «αντίο». Ωστόσο, το παρών έδωσαν ο αδελφός του, Παντελής, και η αδελφή του.

Ο Φαντομάς από τα Τρίκαλα

Μεταξύ τύρου και αχλαδίου -ή, για την ακρίβεια τσίπουρου και μεζέ- σε κάποιον από τους καφενέδες των Τρικάλων, η συζήτηση για τον Παλαιοκώστα (ή τους Παλαιοκωσταίους, αφού μοιραία, συμπεριλαμβάνεται και ο μικρότερος αδερφός Βασίλης) έχει πάντα το ίδιο σημείο εκκίνησης: «Μπορείς να τον κατηγορείς για ό,τι θέλεις, όμως δεν μπορείς να μην παραδεχτείς ότι δεν σκότωσε ούτε τραυμάτισε ποτέ κανέναν». Γι’ αυτό και επέλεγε σχετικά «ακίνδυνους» στόχους στην αρχή της καριέρας του, γι’ αυτό και προτιμούσε να μεταμφιέζεται -όπως λένε οι ντόπιοι, ακόμα και ως… ιερέας- ώστε να μην έρθει αντιμέτωπος με αστυνομικούς. Και όταν ερχόταν, αν δεν μπορούσε να ξεφύγει, παραδινόταν.

Φυσικά, αυτό το επιχείρημα, ότι δεν έκανε κακό σε κανέναν, είναι άτοπο. Πρώτα- πρώτα έκανε κακό στον εαυτό του και στην οικογένειά του, επιλέγοντας να ζήσει μια ζωή κυνηγημένος, σαν αγρίμι στην οροσειρά του Κόζιακα. Επιλογή που φαίνεται ότι άφησε πίσω του, πολύ πριν αποφυλακιστεί από τις φυλακές του Αγίου Στεφάνου στην Πάτρα (το 2021, όταν η υγεία του τον είχε προδώσει πια) όπου τα τελευταία χρόνια ήταν «τύπος και υπογραμμός». Όπως και αρχικά, το «alter ego» του, τον αδερφό του, Βασίλη, προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να «μπλέξει». Τελικά δεν τα κατάφερε και έγιναν μαζί, τα δύο «most wanted» αδέρφια του κόσμου για κάποια στιγμή. Ο Νίκος, ήταν καταζητούμενος επί 16 χρόνια και μετρούσε συνολικές καταδίκες 197 ετών και 376 μηνών! Έμεινε στη φυλακή για 16 χρόνια και αποφυλακίστηκε με «βραχιολάκι» με όρο να μένει στο πατρικό του, στα Τρίκαλα. Εκεί, έκανε δύο φορές την εβδομάδα αιμοκάθαρση και τελευταία, η ζωή του είχε επιδεινωθεί περαιτέρω καθώς είχε περάσει και ένα εγκεφαλικό.

Μιας και ο ίδιος ήθελε να περάσει ήσυχα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δύσκολα θα μπορέσει να διασταυρώσει κανείς εάν έστω κάποιες από αυτές τις δεκάδες ιστορίες που διακινούνται γι’ αυτόν έχουν έστω ένα ψήγμα αλήθειας.

Ο θρύλος λέει, για παράδειγμα, ότι όταν έκλεβε αυτοκίνητα ο Νίκος Παλαιοκώστας (και προτιμούσε συνήθως SUV ιαπωνικής κατασκευής, με αγαπημένα του τα RAV) κάποια στιγμή τα «ξεφορτωνόταν» εγκαταλείποντάς τα πλυμένα και με έναν φάκελο με χρήματα ως “συγνώμη για τον δανεισμό». Σε αυτά, προστίθενται δεκάδες ιστορίες ακόμα, σύμφωνα με τις οποίες ο Παλαιοκώστας έχει βοηθήσει -με τα κλεμμένα χρήματα- δεκάδες παιδιά από τα Τρίκαλα (όπου άλλωστε κινούταν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του) να σπουδάσουν, φτωχές οικογένειες να επιβιώσουν, στεγαστικά να ξεπληρωθούν, μέχρι και για… χορηγία τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας υπάρχει ιστορία.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν επιβεβαιώνεται. Αυτό που είναι το μόνο σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι οι αστυνομικοί που τον αναζητούσαν, στα 00s στα ορεινά των Τρικάλων δεν έπαιρναν ούτε… λέξη από τους κατοίκους των χωριών από τα οποία πέρναγε ο διαβόητος τότε κακοποιός. Αξιωματικοί έλεγαν τότε, μάλιστα ότι οι χωριανοί τον αντιμετώπιζαν ως… ηρωικό αντάρτη και τους ίδιους σαν… κατοχικές δυνάμεις.

Οι έρευνες στις τοπικές κοινωνίες δεν απέδιδαν, καθώς οι κάτοικοι απέφευγαν να δώσουν πληροφορίες, ενώ οι λιγοστές μαρτυρίες που συγκεντρώνονταν ήταν ασαφείς και δεν οδηγούσαν σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Έτσι, παρά τις αλλεπάλληλες επιχειρήσεις της ΕΛ.ΑΣ. για τη σύλληψη του Ν. Παλαιοκώστα, με κινητοποιήσεις σε Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρο και την αποστολή ειδικών κλιμακίων της Ασφάλειας Αττικής, ο 46χρονος κακοποιός συνέχιζε να διαφεύγει.

Σε αυτό, προστίθεται και η εφευρετικότητα του «Φαντομά». Ο Παλαιοκώστας, έχοντας μεγαλώσει στα Τρίκαλα, ήξερε την ελληνική επαρχία. Ήξερε από δάση, βουνά και την περιήγηση στη φύση. Ήταν, επίσης, πολύ καλός οδηγός και πολύ καλός στις μεταμφιέσεις- αν και ποτέ δεν θα μάθουμε τι χρησιμοποιούσε περισσότερο για να μην αναγνωρίζεται. Έτσι, ακόμα και όταν έπεφτε στα χέρια των αστυνομικών, μπορούσε εύκολα να «ξεγλιστράει». Όπως το 1989, όταν ο μετέπειτα αστυνομικός διευθυντής Νικόλαος Στίγκας, τότε οδηγός περιπολικού στο Λιδωρίκι, τον έχασε «μέσα από τα χέρια του», όταν ο Παλαιοκώστας πέταξε ατσαλόπροκες από το παράθυρο του αυτοκινήτου του, σκάζοντας τα λάστιχα του περιπολικού του Στίγκα.

Στα περισσότερα περιστατικά, όταν έπεφτε σε μπλόκο, του άρεσε να… κόβει δρόμο από χωματόδρομους, στους οποίους χανόταν. Ο Παλαιοκώστας οδηγούσε πάντα SUV και στα μπλόκα συνήθως υπήρχαν μοτοσικλέτες που δεν μπορούσαν να κινηθούν στο χώμα και συμβατικά περιπολικά. Αλλά και όταν τα πράγματα σκούραιναν πολύ, όπως σε ένα μπλόκο το 1999, στην Πύλη Τρικάλων, είχε πυροβολήσει με το Καλασνικόφ του αστυνομικούς.

Νίκος Παλαιοκώστας: Μια ζωή στο κόκκινο με ληστείες, αποδράσεις και μια απαγωγή

Τα «κολλήματά» του και η «βεντέτα»

Το κακό, βέβαια, με τον Παλαιοκώστα, ήταν ότι είχε «κολλήματα». Είχε συγκεκριμένο modus operandi, όπως το να χρησιμοποιεί συγκεκριμένου τύπου αυτοκίνητα και να ξεφεύγει με συγκεκριμένο τρόπο. Είχε μέχρι και τα ίδια όπλα από το 1995 μέχρι και τα τέλη των 00s, οπότε και συνελήφθη. Είχε, επίσης και τους ίδιους διώκτες. Όπως για παράδειγμα, εκείνο τον αστυνομικό που του είχε σκάσει τα λάστιχα με τις ατσαλόπροκες.

Κινούταν, επίσης, σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, σε συγκεκριμένες πανσιόν και αγροικίες, ενώ, παρότι άλλαζε συνέχεια κάρτες και συσκευές κινητών τηλεφώνων, επικοινωνούσε με συγκεκριμένους φίλους που είχε εμπιστοσύνη και, κυρίως την οικογένειά του. Λογικό ήταν λοιπόν, όταν ο Στίγκας, που τον κυνηγούσε -ανεπιτυχώς- σε ολόκληρη την Ελλάδα να συντάξει μια κεντρική έκθεση με τις «κόκκινες περιοχές του φαντομά». Και από την τοπογραφική ανάλυση των 50 σελίδων με τις διαδρομές που ακολούθησε ο Παλαιοκώστας στις περιοχές Τρικάλων, Καρδίτσας, Ευρυτανίας, Φθιώτιδας, Φωκίδας Βοιωτίας και τους Νομούς Αιτωλοακαρνανίας, Λαρίσης, Αρκαδίας, Αρτας, να επικεντρώσουν στο Μοσχόφυτο Τρικάλων.

Ο -τότε αστυνομικός διευθυντής- Στίγκας ήξερε ότι ο Παλαιοκώστας αγαπούσε πολύ την οικογένειά του και ότι θα έβρισκε τρόπο για να μιλήσει και να δει από κοντά τα αδέρφια του και κυρίως τον πατέρα του. Όπως και με τον τρελό τρόπο της… «απαγωγής» ενός πιλότου με ένα ελικόπτερο απελευθέρωσε -δις- τον αδερφό του από τη φυλακή, με τη φράση «είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και θα χρησιμοποιήσω αυτό το ελικόπτερο για να ελευθερώσω τον αδερφό μου». Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που θα μπορούσαν να τον βγάλουν εκτός εαυτού ήταν να χάσει την επαφή με την οικογένειά του. Έτσι, ο Στίγκας έβαλε μόνιμη αστυνομική παρουσία κοντά στους καλούς φίλους και τους κοντινούς συγγενείς του Παλαιοκώστα. Γρήγορα, αυτός έκανε το λάθος. Κινούμενος με συμβατικό ΙΧ -για να μην κινήσει υποψίες- έπεσε σε μπλόκο, κοντά στην Αράχωβα και κατά τη συνήθη τακτική του, έκοψε σε χωματόδρομο. Όμως σε μια στροφή έχασε τον έλεγχο και τράκαρε, παθαίνοντας συντριπτικό κάταγμα στο χέρι. Ακόμα και τότε, στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν, έλεγε πως “είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και με πιάσατε επειδή έσπασε το αμορτισέρ” (μαζί με κάποια… γαλλικά για το αυτοκίνητο).

Η γνωριμία με τον Σαμαρά και ο «θησαυρός»

Από τους λίγους που έδωσαν το παρών στην κηδεία του Παλαιοκώστα ήταν ο Κώστας Σαμαράς. Ο διαβόητος «πεταλούδας», ο για ένα διάστημα πιο καταζητούμενος κακοποιός της χώρας. Με τον Σαμαρά, ο Νίκος Παλαιοκώστας γνωρίστηκε το 1985. Τότε ο Σαμαράς είχε ένα ροκάδικο στα Τρίκαλα (τη «Σουίτα») και είχε αρχίσει τις κλοπές και τις διαρρήξεις για να… σπάσει την ανία, αλλά και με ιδεολογικό πρόσημο. Ο Παλαιοκώστας είχε επιστρέψει από τα καράβια (είχε μπαρκάρει το 1979, μετά το στρατιωτικό του) και είχε επίσης «ασχοληθεί» με τις διαρρήξεις.

«Με τον Νίκο Παλαιοκώστα όταν γνωριστήκαμε, είχα πάνω κάτω τις ίδιες εμπειρίες. Μόνο που εγώ ήμουν πιο οργανωτικός και εκείνος πιο αυθόρμητος και κάπου το συνδυάζαμε. Ο Βασίλης πήρε και από τους δύο», έχει πει ο Σαμαράς. Αυτό που είχαν κοινό και οι τρεις τους πάντως, ήταν το κοφτερό μυαλό, οι χαμηλοί τόνοι, η αγάπη στην αδρεναλίνη και η επιθυμία να μη στερήσουν ανθρώπινη ζωή.

Οι τρεις τους, έκαναν σωρεία από «δουλειές», από την πρώτη τους, που ήταν το λογιστήριο ενός γεωργικού συνεταιρισμού λίγο έξω από την Κοζάνη, μέχρι τη μεγαλύτερή τους, μετά την απόδρασή τους από τις φυλακές Τρικάλων τον Ιανουάριο του 1988: Τη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα, τον Ιούνιο του 1992. Τότε ήταν που ενώ οι Σαμαράς και Βασίλης Παλαιοκώστας άρπαζαν τη λεία των 125 εκατομμυρίων δραχμών (η μεγαλύτερη λεία σε ληστεία ως σήμερα), ο Νίκος έκανε πλάκα σε πελάτες και κοπλιμέντα σε πελάτισσες της τράπεζας, φροντίζοντας να μη χαθεί η ψυχραιμία από κανέναν. Ήταν δική του ιδέα, δε, να αρχίσουν να σκορπάνε πεντοχίλιαρα στο δρόμο όπως έφευγαν, για να καθυστερήσουν οι… συλλέκτες τις αστυνομικές αρχές. Πρακτική που συνεχίστηκε και σε άλλες ληστείες.

Σε πείσμα όσων έλεγαν ότι ο Σαμαράς ήταν ο «εγκέφαλος» της συμμορίας, οι αδερφοί Παλαιοκώστα απήγαγαν, τον Δεκέμβριο του 1995, στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου και τον κράτησαν όμηρο τέσσερις ημέρες. Ζήτησαν και έλαβαν λύτρα 270 εκατομμυρίων δραχμών. Και εκεί, ο Νίκος ήταν αυτός που είχε αναλάβει την επικοινωνία με τον επιχειρηματία, κρατώντας τον ήρεμο σε όλη τη διάρκεια της κράτησής του.

Οι δυο αδερφοί συνέχισαν τις «δουλειές» για χρόνια σε 16 και πλέον ληστείες και όχι μόνο, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όσο για τα εκατοντάδες εκατομμύρια από τις ληστείες; Οι φήμες μιλάνε από θαμμένο θησαυρό στα ορεινά των Τρικάλων, μέχρι βοήθεια σε αδύναμους ή εξαγορά καζίνο στη Ρουμανία. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Προσθέστε το δικό σας σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Captcha verification failed!
CAPTCHA user score failed. Please contact us!