Το έγκλημα, η βία και η παρανομία είναι δυστυχώς φαινόμενα διαχρονικά στην κοινωνία. Ανά τα χρόνια έχουν αναδειχθεί προσωπικότητες οι οποίες χάραξαν το όνομά τους με για άλλους με «χρυσά» αλλά για τους περισσότερους με «μαύρα» γράμματα στην παγκόσμια ιστορία. Αναμφισβήτητα όμως κατέχουν υψηλόβαθμες θέσεις στην ιστορία του εγκλήματος.
Γράφει ο Δημήτρης Κατσάκος
Στο σημερινό τεύχος του ΕΤ Magazine του eleftherostTypos.gr σας παρουσιάζουμε πέντε από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που τα «κατορθώματά» τους συγκλόνισαν τον κόσμο άλλα ενέπνευσαν και καλλιτέχνες, δημιουργούς ώστε να γυρίσουν τις ζωές τους ταινίες, να γράψουν τραγούδια και να ζωγραφίσουν σκίτσα.
Αλ Καπόνε: Ο διασημότερος των διασήμων
Ο Αλφόνσο «Αλ» Καπόνε ήταν Ιταλοαμερικάνος κακοποιός και λαθρέμπορος οινοπνευματωδών ποτών, ο οποίος δέσποζε στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος από το 1925 έως το 1931, «στην περίοδο της ποτοαπαγόρευσης (1920-1933)».
Στη Νέα Υόρκη ο Καπόνε απέκτησε φήμη σκληρού και, ύστερα από μια δολοφονία, που πιστεύεται ότι διέπραξε, ο Τζόνι Τόριο, αρχηγός της συμμορίας του Καπόνε, αποφάσισε να μετακομίσει στο Σικάγο. Έτσι το 1920 μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του, δηλαδή την Ιρλανδή Μαίρη Κάφλιν, την οποία είχε παντρευτεί στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 και τον γιο του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε, ο οποίος είχε γεννηθεί στις 4 Δεκεμβρίου του 1918 και έπασχε από σύφιλη, στο Σικάγο για να γίνει το νούμερο 2 στην ηγεσία της συμμορίας. Κατά την παραμονή του στη Νέα Υόρκη φημολογείται ότι είχε σκοτώσει δύο άτομα.
Το 1927 η περιουσία του υπολογιζόταν στα 100.000.000 δολάρια ελέγχοντας στοιχήματα, κλαμπ, οίκους ανοχής κ.α. Δεν δίστασε μάλιστα να δωροδοκήσει τον δήμαρχο του Σικάγο Ουίλιαμ Χέϊλι Τόμσον, τον οποίο μάλιστα βοήθησε να εκλεγεί για δεύτερη φορά στις εκλογές του 1927. Ο δήμαρχος προβλέποντας τη διαφαινόμενη ήττα του στις επικείμενες εκλογές, πράγμα που τελικά έγινε, αποφάσισε να αλλάξει τακτική απέναντι στον Καπόνε. Για να απαλλαχθεί διόρισε νέο αστυνομικό διευθυντή με εντολή να συλλάβει τον Καπόνε. Ο Καπόνε τότε εγκατέλειψε το Σικάγο για λόγους ασφαλείας και εγκαταστάθηκε στο Παλμ Άιλαντ της Φλόριντα.
Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929 έμελλε να διαπραχθεί το έγκλημα που έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του «Αγίου Βαλεντίνου». Κάποιοι άντρες του Καπόνε, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εισέβαλαν αιφνιδιαστικά σε ένα γκαράζ της οδού Κλαρκ 2222. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν ή έστω να προειδοποιήσουν τον Τζωρτζ Μόραν, αρχηγό της συμμορίας του Βορείου Σικάγου. Στο γκαράζ βρισκόνταν εκείνη την ώρα επτά άτομα, τα οποία νόμισαν ότι επρόκειτο για έφοδο της αστυνομίας. Ο Τζωρτζ Μόραν βρισκόταν απέναντι και ετοιμαζόταν να διασχίσει τον δρόμο όταν είδε τους άντρες του Καπόνε μεταμφιεσμένους σε αστυνομικούς. Βλέποντας τους τράπηκε σε φυγή. Οι έξι όμως άντρες του δεν είχαν την ίδια τύχη αφού γαζώθηκαν από τουλάχιστον 150 σφαίρες. Εκτός από τους έξι που δολοφονήθηκαν υπήρχε και άλλος ένας, άσχετος με τη συμμορία, φίλος του Μόραν.
Το τέλος
Ο δρόμος προς το τέλος είχε ανοίξει για τον Καπόνε. Το 1931 και ύστερα από πολύχρονες έρευνες του επιθεωρητή Ουίλσον ο Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή. Η κατηγορία στηρίχθηκε στη μαρτυρία του δικηγόρου του Λώρενς Μάτινγκλυ, σε διάφορα στοιχεία με έσοδα του γκάνγκστερ και σε διάφορες άλλες μαρτυρίες. Αρχικά δέχθηκε τις κατηγορίες, πιστεύοντας ότι θα υπήρχε ευνοϊκή μεταχείριση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με αποτέλεσμα ο Καπόνε να αναιρέσει την αρχική του κατάθεση. Προσπάθειες όπως αυτή της δωροδοκίας των ενόρκων δεν πέτυχαν και έτσι ο δικαστής Ουίλκερσον τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλάκιση επιβάλλοντάς του επιπλέον και πρόστιμα 50.000 δολαρίων.
Το 1932 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ατλάντα και στη συνέχεια σε αυτές του Αλκατράζ. Λίγο μετά το 1935 άρχισε να δείχνει συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας και άρχισε να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Τον τελευταίο χρόνο της ποινής του βρισκόταν στο Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια. Αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939 αφού πλήρωσε 37.617,51 δολάρια και αποσύρθηκε στο κτήμα του στη Φλόριντα.
Απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς στις 25 Ιανουαρίου του 1947 στο σπίτι του στη Φλόριντα. Ο γιος του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε μετά από λίγα χρόνια άλλαξε το όνομά του σε Φράνσις.
H ταινία «The Untouchables» (1987), αφηγείται τα αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στο Σικάγο την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και περιγράφει την προσπάθεια του πράκτορα Έλιοτ Νες και των συνεργατών του να οδηγήσουν τον διαβόητο κακοποιό Αλ Καπόνε στη φυλακή.
Λάκι Λουτσιάνο: Ο «αναμορφωτής» του οργανωμένου εγκλήματος
Ο Λάκι Λουτσιάνο, γεννημένος ως Σαλβατόρε Λουκάνια, ήταν Σικελός γκάνγκστερ και θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος στις Η.Π.Α., μοιράζοντας τη Νέα Υόρκη σε πέντε διαφορετικές οικογένειες της Μαφίας και ιδρύοντας την πρώτη Επιτροπή. Επίσης είχε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του Εθνικού Συνδικάτου Εγκλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο τρόπος που ανέβηκε στην εξουσία ο Λουτσιάνο ήταν κινηματογραφικός και συνέτεινε στη μεγάλη του φήμη. Για να πετύχει το σκοπό του σκότωσε διαδοχικά δύο Κάπο των Τζενοβέζε. Αρχικά συµµάχησε µυστικά µε τον δεύτερο σε ισχύ «νονό» Σαλβατόρε Μαραντζάνο στον αιµατηρό εµφύλιο «πόλεµο των Καστελαµαρέζε» που κράτησε δύο χρόνια. Τον Απρίλιο του 1931, ο Λουτσιάνο µαζί µε τον Σίγκελ εκτέλεσαν τον Μασερία σε µία συνάντηση και πλέον ο Λουτσιάνο ήταν το Νο 2 της υπερσπείρας, πίσω μόνο από τον Μαρατζάνο. Ο αρχινονός Μαραντζάνο σύντομα τον είδε ως απειλή και έβαλε να τον βγάλουν από τη μέση, αλλά ο Λουτσιάνο τον πρόλαβε. Το Σεπτέμβριο του 1931, ο Λουτσιάνο έστειλε εκτελεστές ντυμένους σαν πράκτορες του FBI, μπήκαν στο κτήριο του Μαραντζάνο χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και τον δολοφόνησαν μαζί με το συνεργάτη του. Έτσι ο Λουτσιάνο απέκτησε τον απόλυτο έλεγχο. Μαζί µε τον Αλ Καπόνε στο Σικάγο, ήταν πλέον οι βασιλιάδες του οργανωµένου εγκλήµατος: το αλκοόλ νοµιµοποιήθηκε και πάλι, αλλά η πορνεία, τα ναρκωτικά, η προστασία, η τοκογλυφία και ο τζόγος παρέµειναν «δοβλέτια» της Μαφίας.
Όπως και ο Αλ Καπόνε, ο «Σηµαδεµένος», έτσι και ο Λουτσιάνο δεν ήταν συµβατικός αρχινονός: υπό την ηγεσία του κατέρρευσαν τα εθνικά κριτήρια «στρατολόγησης» και η Μαφία έπαψε να είναι ιταλική υπόθεση. Ταυτόχρονα, οι δύο γκάνγκστερ άρχισαν να χρησιµοποιούν τα συσσωρευµένα πλούτη τους για να αγοράσουν πολιτική επιρροή, να διεισδύσουν στα εργατικά συνδικάτα (λιµενεργάτες, φορτηγατζήδες, αχθοφόροι κ.ά.) και για να κρατήσουν µακριά τους τις λαβίδες του νόµου: είναι χαρακτηριστικό πως το νεοσυσταθέν FBI του Τζέι Εντγκαρ Χούβερ δεν ασχολήθηκε καθόλου µε τη Μαφία, προτιµώντας να καταδιώκει και να δολοφονεί µεµονωµένους ληστές τραπεζών σαν τον Ντίλινγκερ και το ζεύγος Μπόνι και Κλάιντ.
Ο Λάκι Λουτσιάνο μεταμόρφωσε τη Μαφία από συμμορία κακοποιών σε πανεθνική οργάνωση βασισμένη σε νόμιμες επιχειρήσεις-βιτρίνα. Ο ιταλικής καταγωγής αμερικανός «νονός» του οργανωμένου εγκλήματος έμελλε να περάσει στα εγκληματολογικά κιτάπια ως ο απόλυτος αρχιτέκτονας του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, ενορχηστρώνοντας τη στροφή του υπόκοσμου σε νόμιμη πια εμπορική δραστηριότητα. Κι έτσι η μοντέρνα πλέον αμερικανική Μαφία μεταμορφώθηκε οργανωτικά και επιχειρησιακά μέσα σε μία νύχτα κάτω από τη σιδηρά και αιμοβόρα ηγεσία του Τσαρλς Λουτσιάνο, ο οποίος μοίρασε στις λεγόμενες Πέντε Οικογένειες ολόκληρη την πόλη της Νέας Υόρκης, στήνοντας τον θρύλο της υπερατλαντικής Κόζα Νόστρα. Πλέον, ο Λάκι Λουτσιάνο ζούσε βασιλικά: διέμενε στο υπερπολυτελές συγκρότημα Waldolf Towers της Νέας Υόρκης (με ψευδώνυμο Τσαρλς Ρος) και με το άφθονο παραδάκι του περνούσε άνετα για τον μεγαλοεπιχειρηματία που παρίστανε πως ήταν, κάτι που επιβεβαίωναν τα πανάκριβα κοστούμια του αλλά και ο σοφέρ που τον περίμενε νύχτα μέρα έξω από το κατώφλι του.
Η ζωή του «αφεντικού των αφεντικών» γυρίστηκε στη μεγάλη οθόνη το 1973.
Τζον Ντίλιντζερ: Ο κακοποιός που εξόργιζε το FBI και έγινε λαϊκός ήρωας
Ο Τζον Χέρμπερτ Ντίλιντζερ ήταν Αμερικανός γκάνγκστερ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ. Λειτουργούσε με τη συμμορία του, την επονομαζόμενη κι ως «The Terror Gang», με την οποία λήστεψαν συνολικά 24 τράπεζες και τέσσερα αστυνομικά τμήματα, έχοντας παράλληλα κι άλλες δραστηριότητες στον χώρο του εγκλήματος. Ο Ντίλιντζερ, κατάφερε να δραπετεύσει δις από τη φυλακή. Ο Ντίλιντζερ τελικά κατηγορήθηκε και για την δολοφονία ενός αστυνομικού, αλλά δεν καταδικάστηκε ποτέ για αυτό, αυτή ήταν η μόνη κατηγορία ανθρωποκτονίας που υπέστη.
Η δράση του Τζον Ντίλιντζερ επικεντρώνεται κυρίως τα χρόνια 1933-34, δηλαδή στην καρδία της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’30. Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι προφανείς. Όπως και σήμερα έτσι και τότε, οι τράπεζες φόρτωναν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων.
Τα μέλη της συμμορίας του Ντίλιντζερ (ο Harry Pierpont και ο Baby Face Nelson ήσαν οι πιο γνωστοί) ήταν λαοφιλείς στις κατεστραμμένες από την οικονομική κρίση ΗΠΑ και ο μέσος Αμερικανός σε σχεδόν καθημερινή βάση παρακολουθούσε τις περιπέτειες τους αγωνιώντας για την τύχη τους.
Ο Ντίλιντζερ είχε όλα εκείνα τα στοιχεία για να γίνει λαϊκός ήρωας: λήστευσε δυο ντουζίνες τράπεζες (και τέσσερα αστυνομικά τμήματα!) απέδρασε από τη φυλακή δυο φορές και οι δολοφονίες του αφορούσαν αποκλειστικά αστυνομικούς.
Σε απάντηση, ο διευθυντής του FBI Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, ανέπτυξε ένα πιο εξελιγμένο γραφείο ως όπλο ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, χρησιμοποιώντας τον Ντίλιντζερ και τη συμμορία του ως πλατφόρμα εκστρατείας. Κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη σε τέσσερις πολιτείες, επιστρέφοντας στο σπίτι του πατέρα του, μετά από έναν τραυματισμό που είχε. Το 1934, επέστρεψε στο Σικάγο, και η Άνα Κουπάνας, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, στον οποίον είχε βρει καταφύγιο ο Ντίλιντζερ, τον κατέδωσε στην αστυνομία.
Στις 22 Ιουλίου του 1934, κι ενώ έβγαινε από το θέατρο «Biograph Theater», πήγαν να τον συλλάβουν οι πράκτορες Μέλβιν Πέρβις και Σάμιουελ Π. Κόλι. Εκείνος επιχείρησε να διαφύγει της σύλληψης, αλλά δεν τα κατάφερε και πυροβολήθηκε από τους αστυνομικούς, πεθαίνοντας. Η δολοφονία του κρίθηκε εύλογη. Ο Ντίλιντζερ ήταν ήδη ένας περιβόητος κακοποιός, ενώ έως και σήμερα τα Μέσα ασχολούνται μαζί, αφού έχουν γυριστεί δεκάδες ταινίες που τον αφορούν,επηρεάζοντας κι άλλες τέχνες.
Τον Τζον Ντίλιντζερ ενσάρκωσε ο Τζόνι Ντεπ στην πασίγνωστη και επιτυχημένη ταινία Public Enemies του 2009.
Τζέσε Τζέιμς: Ο θρυλικός ληστής της Άγριας Δύσης
Ο Τζέσε Γούντσον Τζέιμς, υπήρξε θρυλικός κακοποιός, αρχηγός συμμορίας καθώς και ληστής τραπεζών και τρένων, από την πολιτεία του Μιζούρι. Ήταν το διασημότερο και πιο διαβόητο μέλος της συμμορίας των αδελφών Τζέιμς. Διάσημος και όταν ζούσε, αποτέλεσε θρυλική φιγούρα της Άγριας Δύσης μετά το θάνατό του.
Ο Τζέσε και ο αδερφός του Φρανκ ήταν αντάρτες σε ηλικία 16 ετών μόλις των Νοτίων κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Είχαν κατηγορηθεί μάλιστα για θηριωδίες εναντίον στρατιωτών των Βορείων. Μετά τον πόλεμο, ως μέλη διάφορων συμμοριών, λήστεψαν τράπεζες, ταχυδρομικές άμαξες και τρένα.
Η δράση της συμμορίας των αδελφών Τζέιμς κορυφώθηκε τη δεκαετία 1866 έως 1876, όταν ένα άτυχο γεγονός τούς ανάγκασε να περιορίσουν τη δράση τους. Η επιχείρηση ληστείας μιας τράπεζας στην πόλη Νόρθφιλντ της πολιτείας της Μινεσότα, είχε άσχημη κατάληξη, οδηγώντας στο θάνατο και τη σύλληψη αρκετών μελών της διαβόητης συμμορίας. Οι αδερφοί Τζέιμς επιβίωσαν, συνεχίζοντας την εγκληματική τους δράση για αρκετά ακόμα χρόνια, στρατολογώντας νέα μέλη, αντιμετωπίζοντας όμως πλέον την αυξανόμενη πίεση και αποφασιστικότητα του Νόμου. Στις 3 Απριλίου του 1882, σε ηλικία 35 ετών, ο Τζέσε Τζέιμς δολοφονήθηκε με ύπουλο τρόπο από τον Ρόμπερτ Φορντ, μέλος της συμμορίας του, ο οποίος μάλιστα ζούσε στο σπίτι του Τζέιμς και ήλπιζε να λάβει την κρατική αμοιβή για το κεφάλι του.
Το 1969 οι Μορίς και Ρενέ Γκοσινί δημιουργοί του αγαπημένου κόμικ «Λούκι Λουκ» αφιέρωσαν μια ιστορία του ήρωά τους στον Τζέσε Τζέιμς.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2007, ο Μπραντ Πιτ υποδύθηκε τον διάσημο ληστή στην ταινία «Ο φόνος του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ».
Billy The Kid: Ο φονιάς με το παιδικό πρόσωπο
Ο Γουίλιαμ Μπόνι: γεννημένος με το όνομα Γουίλιαμ Χένρι ΜακΚάρτι ο νεώτερος, και περισσότερο γνωστός ως Billy the Kid ήταν ο αδίστακτος πιστολέρο με τα παιδικά χαρακτηριστικά.
Στα 17 του μόλις χρόνια διαπράττει τον πρώτο του φόνο, όταν χωρίς σκέψη έβγαλε το πιστόλι του και εκτέλεσε έναν σιδερά που τον ειρωνεύτηκε για το ύψος του. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται όμως καταφέρνει να δραπετεύσει στο αχανές Νέο Μεξικό.
Η ιστορία λέει ότι τα επιβεβαιωμένα θύματα του φοβερού παράνομου ήταν τέσσερα εκτός από τον σιδερά στην Αριζόνα. Δυο από αυτά ήταν οι δεσμοφύλακες του στις φυλακές της κομητείας Λίνκολν, τους οποίους σκότωσε λίγο πριν τον κρεμάσουν.
Εκτενής αναφορά έχει γίνει πάλι σε τεύχη του «Λούκι Λουκ» με τη μεγαλύτερη σε αυτό που έφερε το όνομα του διάσημου κακοποιού.