Για περισσότερα από 200 χρόνια, ένα ναυάγιο κειτόταν στον βυθό της θάλασσας  στα ανοιχτά των φημισμένων παραλιών Clifton στο Κέιπ Τάουν, στη Νότια Αφρική. Με την ανακάλυψή του -και τη σωστή ταυτοποίησή του- μία φρικτή και τρομακτική σελίδα του εμπορίου σκλάβων στον Ατλαντικό αποκαλύπτεται και θυμίζει εποχές ντροπιαστικές για το ανθρώπινο είδος.

Το πρώτο γνωστό ναυάγιο πλοίου που μετέφερε Αφρικανούς σκλάβους βρισκόταν «κρυμμένο» κάτω από τα κύματα μιας από τις πιο δημοφιλείς παραλίες του Κέιπ Τάουν. Το κουφάρι του São José Paquete d’Africa παρέμενε εκεί για περισσότερα από 200 χρόνια.

Η ανακάλυψή του θύμιζε λίγο ιστορία με δραστήριους ντετέκτιβ, σύμφωνα με τον Jaco Boshoff, από τα Μουσεία Iziko της Νότιας Αφρικής, ο οποίος ασχολείται με την ενάλια αρχαιολογία. Μαζί με τον συνεργάτη του Steve Lubkemann του αμερικανικού Πανεπιστημίου George Washington University είναι μεταξύ των κύριων ερευνητών του Slave Wrecks Project, μιας παγκόσμιας αρχαιολογικής ερευνητικής προσπάθειας, που άρχισε το 2008.

Το σχέδιο ανεύρεσης του São José βασίστηκε στα αρχεία της Dutch East India Company, της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, η οποία διοικούσε την επαρχία αυτή έως το 1795. Τα αρχεία βρέθηκαν στην υπηρεσία Western Cape Archives and Records Service.

Τα έγγραφα αυτά αφηγούνται την ιστορία ενός πορτογαλικού πλοίου με 512 σκλάβους από τη Μοζαμβίκη, που είχε προορισμό τη Βραζιλία αλλά βυθίστηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1794 στη χερσόνησο του Κέιπ Τάουν. Ο Boshoff και η ομάδα του άρχισαν τις καταδύσεις στην περιοχή αναζητώντας το ναυάγιο, αλλά δεν βρήκαν τίποτα.

Η στιγμή της αποκάλυψης

Απελπισμένος, το 2010 ο Boshoff επέστρεψε στα αρχεία του Κέιπ Τάουν, όπου διατηρούνται ντοκουμέντα από το 1651, όταν ιδρύθηκε εκεί η πρώτη ολλανδική αποικία. Ανακάλυψε έτσι την αφήγηση του Πορτογάλου καπετάνιου για το ναυάγιο, η οποία μεταφράστηκε στα ολλανδικά από κυβερνητικό αξιωματούχο, τον οποίο είχε προσλάβει η Dutch East India Company.

Γνωρίζοντας ολλανδικά, ο Boshoff, δεινός δύτης και γνώστης της περιοχής, συνειδητοποίησε πως η περιγραφή του καπετάνιου πως αναζήτησε καταφύγιο από τους ανέμους «onder de Leeuwe Kop» (κάτω από το Κεφάλι του Λιονταριού) σημαίνει πως ήταν πιθανότερο το ναυάγιο να έγινε στις παραλίες Clifton Beaches. Οι ακτές αυτές βρίσκονται κάτω από το Κεφάλι του Λιονταριού, ένα βουνό που μοιάζει με κεφάλι λιονταριού και το οποίο βρίσκεται δίπλα στο Table Mountain, το βουνό που παραπέμπει σε τραπέζι.

Ο Boshoff συνειδητοποίησε επίσης πως στο ναυάγιο που είχε ανακαλυφθεί στις ακτές Clifton Beaches στις αρχές του ’80 και είχε αναγνωριστεί ως το ολλανδικό σκάφος Schuilenburg, που είχε βυθιστεί το 1756, θα μπορούσε να έχει γίνει κάποιο μπέρδεμα. Κι αυτό να είναι στην πραγματικότητα το São José. Έτσι ο ίδιος και η ομάδα του επικεντρώθηκαν στο σημείο αυτό.

Αρχείο από την υπηρεσία Arquivo Historico Ultramarino στην Πορτογαλία ανέφερε πως το São José είχε αποπλεύσει από τη Λισαβόνα στις 27 Απριλίου του 1794 με προορισμό τη Μοζαμβίκη μέσω Κέιπ Τάουν, με 1.400 σιδερένιες ράβδους. Σύμφωνα με τον Boshoff, τα μέλη του Slave Wrecks Project πιστεύουν πως αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως πληρωμή για τους σκλάβους από τη Μοζαμβίκη, ωστόσο κάποια έμειναν στο πλοίο για να αντισταθμίσουν το βάρος του ανθρώπινου «φορτίου».

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1974, ο καπετάνιος Manuel Joao Perreira απέπλευσε από τη Μοζαμβίκη για την πολιτεία Μαρανιάο της Βραζιλίας. Είχε σκοπό να σταματήσει στο Κέιπ Τάουν για να φορτώσει προμήθειες, πριν ξεκινήσει να διασχίζει τον Ατλαντικό, στην άλλη μεριά του οποίου φιλοδοξούσε να πουλήσει τους 512 σκλάβους. Όμως το πλοίου βρέθηκε σε δύσκολες συνθήκες στα ανοιχτά της χερσονήσου του Κέιπ Τάουν και  βυθίστηκε. Περισσότεροι από 200 σκλάβοι βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ οι επιζώντες γλίτωσαν από τον πνιγμό αλλά όχι και από τη μοίρα τους: Πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα στο Κέιπ Τάουν.

Όταν ο Boshoff και η ομάδα του βρήκαν σιδερένιες ράβδους στην περιοχή του ναυαγίου στο Clifton, μεταξύ 2011 και 2012, ήταν η απόδειξη αυτού που έψαχναν. Άρχισαν να καταγράφουν πλήρως το ναυάγιο, ξεκινώντας από το 2013, ανασύροντας στην επιφάνεια αντικείμενα το 2014. «Σιγά σιγά ανακαλύπταμε όλο και περισσότερα στοιχεία» εξήγησε ο Boshoff. « Χρησιμοποιώντας υπολογιστική τεχνολογία- επειδή τα αντικείμενα ήταν πολύ εύθραυστα- ταυτοποίησαμε αλυσίδες σκλάβων που είχαν πια καλυφθεί από πετρωμένα ιζήματα άμμου».

Οι ράβδοι, όπως και άλλα αντικείμενα που εντοπίστηκαν στο κουφάρι του ναυαγίου, ανασύρθηκαν και δανείστηκαν στο Smithsonian National Museum of African American History and Culture της Ουάσιγκτον, όπου και εκτίθενται.

«Η ανακάλυψη είναι σημαντική γιατί δεν είχε υπάρξει ποτέ αρχαιολογικό ντοκουμέντο σκάφους που βυθίστηκε και χάθηκε μεταφέροντας σκλάβους» δήλωσε η διευθύντρια του μουσείου Lonnie G Bunch.

Ο «παράδεισος» του Clifton και το κουβάρι της ιστορίας

Οι τέσσερις περίφημες παραλίες Clifton, σκηνικό και θέα σε μία από τις ακριβότερες περιοχές της Νότιας Αφρικής, είναι πολύ δημοφιλείς στους λουόμενους. Ο λόγος είναι η προστασία από τους ισχυρούς νοτιοανατολικούς ανέμους χάρη στο φημισμένο Κεφάλι του Λιονταριού. Μάλιστα, όπως σημειώνει το BBC, παρά τις υψηλές τιμές των ακινήτων στην περιοχή, οι παραλίες ήταν πάντα προσβάσιμες σε όλους και ήταν οι μόνες στις οποίες δεν τοποθετήθηκαν πινακίδες φυλετικού διαχωρισμού την εποχή του απαρτχάιντ.

Παρότι οι περισσότεροι κάτοικοι του Clifton αγνοούν πως το σημείο του ναυαγίου του São José είναι μόνο μερικά μέτρα μακριά από τη Δεύτερη και την Τρίτη παραλία- η αρίθμησή τους είναι και η ονομασία τους, Πρώτη, Δεύτερη, Τρίτη και Τέταρτη- ένας διάσημος κάτοικος παρακολουθεί στενά τη δουλειά του Slave Wrecks Project. Ο πρώην ακτιβιστής κατά του απαρτχάιντ Justice Albert Louis Sachs, γνωστός ως  Albie, είναι ένας από τους συντάκτες του πρώτου δημοκρατικού συντάγματος της Νότιας Αφρικής και διορίστηκε από τον Νέλσον Μαντέλα στη θέση του δικαστή στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας.

Κάτοικος του Clifton και ο ίδιος, ο Justice Sachs θεωρεί τα απομεινάρια πλοίου με σκλάβους, που βρίσκονται μια ανάσα από την ειδυλλιακή παραλία, ως μία υπενθύμιση μιας σκοτεινής σελίδας της ιστορίας. «Και δεν είναι μόνο η δική μας ιστορία» λέει. «Είναι η ιστορία του κόσμου. Πιστεύω πως η αξία τέτοιων ανακαλύψεων είναι πως τις παρακολουθούν άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Σε μία προσπάθεια να κατανοήσουμε, να αποκαλύψουμε, να ανταποκριθούμε, ακόμα και να αναλάβουμε την ευθύνη για κάτι που ήταν μια παγκόσμια μορφή αισχρότητας και εξαχρείωσης».

Η Καναδή Nancy Child, συντηρήτρια αρχαιοτήτων, άφησε τη δουλειά της στα Μουσεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Όσλο, το 2015- όπου απασχολούνταν με αντικείμενα που είχαν βρεθεί σε πλοία των Βίκινγκ- για να συντηρήσει αντικείμενα που ανασύρθηκαν από το ναυάγιο του São José.

Μία από τις διαδικασίες με τη μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η συντήρηση των αλυσίδων που βρέθηκαν στο πλοίο. Λόγω του μεγάλου βαθμού διάβρωσης από το νερό και των πετρωμένων ιζημάτων άμμου, που τις είχαν καλύψει, η Child εφάρμοσε διαδικασίες ηλεκτροχημικού καθαρισμού και μείωσης ηλεκτρολυτών, Τοποθέτησε δηλαδή τα αντικείμενα σε διάλυμα ηλεκτρολυτών όπου τα διέτρεξε ηλεκτρικό ρεύμα Παρότι η διαδικασία αυτή μπορεί να χρειαστεί χρόνια για να φέρει αποτελέσματα, είναι πιθανό να μειώσει σημαντικά τη διάβρωση και να επαναφέρει το κάθε αντικείμενο στην προηγούμενα μεταλλική κατάστασή του.

Άμεσος στόχος της ήταν να είναι ορισμένα από τα αντικείμενα αυτά, όπως οι αλυσίδες και κάποια άλλα που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του πλοίου, να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη μόνιμη έκθεση για το São José, που θα ανοίξει στο Μουσείο Ιστορίας Slave Lodge του Κέιπ Τάουν στις 12 Δεκεμβρίου. Χτισμένο το 1679 για την κράτηση των σκλάβων, το κτίριο είναι ένα από τα παλαιότερα του Κέιπ Τάουν και έχει σήμερα ανακαινιστεί ώστε να φιλοξενεί εκθέσεις για την ιστορία της Νότιας Αφρικής.

«Ένα ναυάγιο είναι σαν χρονοκάψουλα. Είναι ένα μήνυμα σε μπουκάλι. Πρέπει να συντηρήσουμε τα αντικείμενα και να τα μελετήσουμε διεξοδικά» δηλώνει από την πλευρά του Slave Wrecks Project ο Gerty Thirion.

Η πολιτιστική κληρονομιά

Η αναζήτηση και η καταγραφή ναυαγίων πλοίων που μετέφεραν σκλάβους είναι ένας νέος τρόπος να μελετήσει κανείς το διεθνές εμπόριο σκλάβων. Αλλά αυτό το είδος έρευνας είναι μόνο ένα βήμα στην επίτευξη των συνολικών στόχων που θέτει το Slave Wrecks Project, όπως λέει ο Boshoff. «Το σχέδιο χρησιμοποιεί εκθέσεις, την τέχνη και την ποίηση, στην προσπάθειά της μεγαλύτερο κοινό να βιώσει και να έρθει σε επαφή με αυθεντικά κομμάτια αυτού του παρελθόντος, που έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ιστορίας» εξηγεί.

Καθώς η ομάδα συνεχίζει τις έρευνες στα αρχεία και τα ιστορικά ντοκουμέντα για το τι ακριβώς συνέβη στους επιζήσαντες σκλάβους από τη Μοζαμβίκη, στις αρχές του 1795, ο εκφράζει την εκτίμηση πως πουλήθηκαν για να δουλέψουν σε αγροκτήματα της αποικίας, λίγο μετά το ναυάγιο. Οι πολίτες με καταγωγή από τη Μοζαμβίκη στη Νότια Αφρική αναφέρονται συλλογικά ως «Masbiekers», λέξη με ρίζες στα Afrikaans και τη λέξη για τους κατοίκους της Μοζαμβίκης, που ήταν «Mosambieker». Πιστεύεται πως η λέξη έγινε συντομότερη στο πέρασμα των χρόνων και κατέληξε στο «Masbieker».

Στις 2 Ιουνίου του 2015, χώμα από τη Μοζαμβίκη μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στο σημείο του ναυαγίου του São José, για να τιμηθεί η μνήμη εκείνων που έχασαν τη ζωή τους ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι.

Η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής αποφάσισε στη συνέχεια να ανακηρύξει το μέρος εθνικό μνημείο, κι έτσι θα τοποθετηθεί στη Δεύτερη παραλία μία πλάκα με πληροφορίες για την ιστορική σημασία όσων συνέβησαν εκεί. 

«Η ιστορία του São José είναι η ιστορία μόνο ενός πλοίου, αλλά είναι ίδια με αυτή χιλιάδων άλλων τέτοιων ‘ταξιδιών’» λέει ο Boshoff. «Τελικά, το São José μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε και να θυμηθούμε τη βάρβαρη πρακτική του εμπορίου σκλάβων και να αναγνωρίσουμε τον ρόλο του στη διαμόρφωση του κόσμου, στον οποίον ζούμε».

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις