Η Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή (Automated Teller Machine), γνωστή με το αρκτικόλεξο ΑΤΜ, είναι μία ηλεκτρομηχανική συσκευή, που διευκολύνει τις συναλλαγές, επιτρέποντας στους εξουσιοδοτημένους χρήστες, με τη χρήση ειδικών πλαστικών καρτών, να αναλαμβάνουν μετρητά από τον λογαριασμό τους και να έχουν πρόσβαση σε άλλες υπηρεσίες, όπως ερωτήσεις σχετικά με το υπόλοιπο λογαριασμού, μεταφορά κεφαλαίων και αποδοχή καταθέσεων. Σήμερα, σε όλο τον κόσμο, είναι εγκατεστημένα περισσότερα από 3 εκατομμύρια ΑΤΜ, σύμφωνα με την ΑΤΜΙΑ, που εκπροσωπεί τους κατασκευαστές ΑΤΜ.
Η ιδέα για την κατασκευή ενός τέτοιου μηχανήματος, που θα διευκόλυνε τις συναλλαγές εκτός του ωραρίου των τραπεζικών υποκαταστημάτων, ανήκε σε πολλούς τραπεζίτες σε Ανατολή και Δύση και άρχισε να διαμορφώνεται μεταπολεμικά με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στις 30 Ιουνίου 1960, ο αμερικανo-αρμένιος φωτογράφος και εφευρέτης Λούθερ Σίμτζιαν (1905-1997) κατέθεσε αίτηση ευρεσιτεχνίας για μία αυτόματη μηχανή ανάληψης μετρητών με την ονομασία Bankograph, την οποία έλαβε στις 26 Φεβρουαρίου 1963. Ενδιάμεσα, το μηχάνημα εγκαταστάθηκε πειραματικά στη Νέα Υόρκη, από τη City Bank (νυν Citibank), αλλά αποσύρθηκε ύστερα από έξι μήνες, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τους πελάτες της τράπεζας.
Σήμερα, είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο άνθρωπος που ανακάλυψε το ΑΤΜ είναι ο σκωτσέζος οικονομολόγος Τζον Σέφερντ – Μπάρον (1925-2010). Δουλεύοντας στην τυπογραφική εταιρεία «De La Rue» τη δεκαετία του ‘60 του κατέβηκε η ιδέα να κατασκευάσει ένα μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χρημάτων. Ή έμπνευση του ήρθε στο μπάνιο του σπιτιού του: «Σκέφτηκα ότι πρέπει να υπάρχει τρόπος να μπορώ να κάνω ανάληψη χρημάτων οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στον κόσμο. Είχα την ιδέα του αυτόματου πωλητή σοκολάτας, με τη μόνη διαφορά ότι θα άλλαζα τη σοκολάτα με μετρητά» είπε σε μία συνέντευξή του.
Η Barclays ήταν η πρώτη τράπεζα που πείστηκε για την εφεύρεση του Σέφερντ – Μπάρον, η οποία έφερε την κωδική ονομασία DACS. Μετά από ένα ποτήρι τζιν, ο τότε διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας υπέγραψε συμβόλαιο μαζί του για την εξέλιξη της ανακάλυψής του. Το πρώτο μηχάνημα τοποθετήθηκε στο υποκατάστημα της Barclays στο Ένφιλντ του Βορείου Λονδίνου, στις 27 Ιουνίου 1967, που θεωρείται η γενέθλια ημέρα του ΑΤΜ. Ο κωμικός Ρεγκ Βάρνεϊ ήταν ο πρώτος πελάτης που πραγματοποίησε ανάληψη μετρητών.
Οι πλαστικές κάρτες δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα και το ΑΤΜ χρησιμοποιούσε ειδικές επιταγές εμποτισμένες με άνθρακα 14, μία ουσία με ήπια ραδιενεργή ακτινοβολία. Το μηχάνημα την ανίχνευε και στη συνέχεια την ταίριαζε μ’ έναν αριθμό ασφαλείας.
Ένα παράπλευρο προϊόν της εφεύρεσης ήταν ο κωδικός ασφαλείας, το γνωστό μας PIN. Αρχικά ο Σέφερντ – Μπάρον ήθελε το ΡΙΝ να αποτελείται από έξι ψηφία, αλλά η σύζυγός του Καρολάιν, σε μία κουβέντα που είχαν στο τραπέζι της κουζίνας, τον συμβούλεψε να μην ξεπερνά τα τέσσερα ψηφία, γιατί αλλιώς η ίδια δεν θα μπορούσε να θυμάται τον κωδικό.
Το ΑΤΜ του Σέφερντ – Μπάρον κέρδισε το στοίχημα, καθώς προηγήθηκε κατά εννέα ημέρες του σουηδικού Bankomat και ενός μήνα του αγγλικού Chubb MD2, που προωθούσε η Westminster Bank. Στην Ελλάδα τα πρώτα ΑΤΜ τοποθετήθηκαν τη δεκαετία του 1980 (Alpha Bank το 1983, Citibank το 1985) και η χρήση τους άρχισε να εξαπλώνεται την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα.