Η δεκαετία του 1990 μπορεί να χαρακτηριστεί κατακλυσμιαία σε όρους τεχνολογικής προόδου, καθώς τότε τέθηκαν οι βάσεις για πράγματα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα και καθορίζουν τόσο τις ζωές μας όσο και την καθημερινότητά μας.
Στις αρχές των 90s, το 1990 συγκεκριμένα, κυκλοφόρησε το πρώτο πρόγραμμα περιήγησης στο ίντερνετ! Το ίντερνετ, αναμφίβολα η μεγαλύτερη επανάσταση των τελευταίων 50 χρόνων, δεν ήταν καθόλου εύχρηστο και εύκολα προσβάσιμο ως το 1990, όταν βγήκε η πρώτη εφαρμογή που έφερνε απλά και γρήγορα τους χρήστες σε επαφή με τις πληροφορίες που αναζητούσαν.
Ως browser θα γινόταν γνωστό το πρόγραμμα που έδινε πρόσβαση στον Παγκόσμιο Ιστό από τα περισσότερα λειτουργικά συστήματα και συσκευές, επιτρέποντας το σερφάρισμα. WorldWideWeb λέγανε το πρόγραμμα που θα μετονομαζόταν αργότερα σε Nexus για να μη συγχέεται με τον ίδιο τον Παγκόσμιο Ιστό (World Wide Web).
Το 1991 ήταν ώρα για άλλη μια μεγάλη επανάσταση, την έλευση του Linux! Αλλά και της πρώτης ιστοσελίδας, αυτή που ανέβασε online το CERN. «Φτιάχνω ένα δωρεάν λειτουργικό σύστημα (απλά για χόμπι, δεν θα είναι μεγάλο ούτε επαγγελματικό)», αυτό έγραψε ο Linus Torvalds στις 25 Αυγούστου βάζοντας άλλο ένα ακόμα λιθαράκι στο τεχνολογικό τοπίο όπως το ξέρουμε σήμερα, καθώς πυροδότησε την επανάσταση του ανοιχτού κώδικα.
Το 1992 στάλθηκε το πρώτο γραπτό μήνυμα, αυτό που σήμερα αποκαλούμε SMS, το χαρακτηριστικό που θα άλλαζε την τηλεφωνική επικοινωνία από προφορική σε γραπτή. «Καλά Χριστούγεννα» ευχήθηκε ο Neil Papworth στον Richard Jarvis μέσω του κινητού τηλεφώνου του Vodafone Orbitel 901.
Το 1995 κατέφτασαν τα Windows 95! Τα Windows υπήρχαν για μια ολόκληρη δεκαετία στον κόσμο, με την έκδοση του 1995 ωστόσο θα καταλάμβαναν όλη την αγορά ως το Νο 1 λειτουργικό σύστημα του πλανήτη. Μια παντοκρατορία που θα κρατούσε για τουλάχιστον 20 χρόνια. Μαζί τους έφεραν και τον Internet Explorer της Microsoft, τον browser που θα ηγεμόνευε την αγορά για πάνω από μια δεκαετία.
Δυο χρόνια μετά, οι εφημερίδες έπαιζαν μια άλλη είδηση, ο Στιβ Τζομπς επέστρεφε στην Apple, μια κίνηση που δεν θα άλλαζε απλώς την εταιρία κάνοντάς τη κολοσσό, αλλά και την ίδια τη βιομηχανία της τεχνολογίας. Το 1997 η Apple Computer πέθαινε κυριολεκτικά, μόνο που θα επέστρεφε μαγικά από τον άλλο κόσμο για να κυριαρχήσει.
Έτσι κάπως φτάσαμε στο 1998, τη χρονιά που θα γίνονταν μια σειρά από πράγματα που κανείς δεν συνειδητοποίησε στην εποχή τους πόσο μεγάλες επαναστάσεις ήταν.
Αυτό το σχεδόν φαλιρισμένο απομεινάρι της τεχνολογικής νοσταλγίας των 80s, η Apple, λάνσαρε έναν νέο υπολογιστή με έμφαση στο ίντερνετ: iMac τον είπε και ήταν όπως ακριβώς το ήθελε το μυαλό του μεγάλου οραματιστή Στιβ Τζομπς.
Την ίδια ώρα, η πρωτοποριακή μηχανή αναζήτησης που είχαν φτιάξει δυο διδακτορικοί φοιτητές του Στάνφορντ, η BackRub, θα μετονομαζόταν για να μετατραπεί σε εμπορική δραστηριότητα και να εκμεταλλευτεί επιχειρηματικά τον καινοτόμο αλγόριθμο που σέρβιρε πιο σχετικές απαντήσεις στις αναζητήσεις του κόσμου.
Δεν ήταν ακριβώς επανάσταση, καθώς ο πόλεμος των μηχανών αναζήτησης μαινόταν ήδη και η BackRub δεν αποτελούσε ακριβώς φόβητρο. Πώς είπαν τα δυο παιδαρέλια το search engine τους; Google το είπαν και θα εξαφάνιζε άμεσα όλο τον ανταγωνισμό με το σλόγκαν «Μην είσαι κακός» (Don’t be evil)!
Την ίδια χρονιά, το 1998 πάντα, το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο που είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια πρωτύτερα ανακοίνωνε πως θα μετατραπεί σε παντοπωλείο, πουλώντας πια τα πάντα. Η μεγαλύτερη πηγή βιβλίων θα γινόταν το μεγαλύτερο ηλεκτρονικό κατάστημα του κόσμου, ο ογκόλιθος του e-commerce που ξέρουμε όλοι ως Amazon! Κάνοντας εντωμεταξύ τον ιδιοκτήτη της, Τζεφ Μπέζος, τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, κλέβοντας τον τίτλο από τον εδώ και χρόνια Νο 1 κροίσο Μπιλ Γκέιτς.
Και μιλώντας για Γκέιτς και Microsoft, πάλι το 1998 έλαβε χώρα η πολύκροτη δίκη του αμερικανικού Δημοσίου κατά της Microsoft που επέτρεψε να συμβούν όλα αυτά. Όχι ακριβώς τεχνολογικό γεγονός, αλλά επιχειρηματικό, εξίσου κολοσσιαίο όμως, καθώς η μήνυση για μονοπωλιακές πρακτικές στη Microsoft που στραγγάλιζε τον ανταγωνισμό άνοιξε τον δρόμο για εταιρίες όπως η Apple και η Google να πάρουν μερίδιο της αγοράς.
Χωρίς την υπόθεση «ΗΠΑ εναντίον Microsoft» που περιόρισε τον ηγεμονικό ρόλο της μεγαλύτερης εταιρίας τεχνολογίας του καιρού που έκανε ό,τι ήθελε με τα Windows της και τα συνεργαζόμενα λογισμικά, ό,τι κι αν συνέβαινε το 1998 δεν θα ήταν παρά υποσημειώσεις της Ιστορίας που κανείς δεν θα θυμόταν ή θα γνώριζε σήμερα…
Ένα «internet machine» καλούσε ο Τζομπς τους μηχανικούς του να του φτιάξουν, αν και δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τη συνέχεια. Έγινε όπως το ήθελε, το φιλόδοξο νέο Mac βγήκε στην αγορά δίνοντας έμφαση στην εύκολη πρόσβαση στο ίντερνετ. Το μηχάνημα δεν επανακαθόρισε απλώς τον σχεδιασμό και το στιλ των προϊόντων της τεχνολογίας, αλλά έκανε και κάτι ακόμα σπουδαιότερο.
Έβαλε την Apple στον δρόμο να γίνει από ένας μεσαίος κατασκευαστής PC στη μεγαλύτερη εταιρία τεχνολογίας του κόσμου. Το iMac έκανε γενναίες στρατηγικές επιλογές, επιλογές που η συντηρητική σοφία της εποχής χαρακτήριζε ολότελα λαθεμένες επιχειρηματικά.
Δέκα μόλις μήνες μετά την πανηγυρική επιστροφή του στην Apple, ο Τζομπς παρουσίασε εκείνο τον Μάιο του 1998 το νέο προϊόν με το δαγκωμένο μήλο, σκοτώνοντας εντωμεταξύ πολλές κακές συσκευές της εταιρίας. Έζησαν μόλις δύο, που έδειχναν τη φιλοσοφία του Τζομπς: το λευκό desktop Power Mac και το κατάμαυρο notebook PowerBook.
Με το iMac, η Apple στόχευε σε ένα ευρύτερο κοινό που αποζητούσε πρακτικότητα και εύκολη πρόσβαση στο ίντερνετ. Ήταν γρήγορος, με ολοκαίνουριο επεξεργαστή (διπλάσιες ταχύτητες από τους επεξεργαστές Intel Pentium II) και πανέτοιμος κατασκευαστικά και λειτουργικά για να συνδέεται στο ίντερνετ, κάτι που δεν είχαν οι περισσότεροι ηλεκτρονικοί υπολογιστές του ανταγωνισμού. Και ήταν φυσικά πανέμορφος, ένα στολίδι για κάθε γραφείο εκεί έξω.
Την ώρα που τα περισσότερα PC χρειάζονταν εξωτερικό μόντεμ για να αποκτήσουν πρόσβαση στο ίντερνετ, το νέο iMac είχε ενσωματωμένο ένα ταχύτατο μόντεμ, αλλά και Ethernet στα 100Mb. Κότσαρες απλώς το καλώδιο του τηλεφώνου και σέρφαρες αυτομάτως και πανεύκολα. Ταυτοχρόνως, το iMac υιοθετούσε ολόψυχα ένα νέο τύπο θύρας που είχε αναπτύξει η Intel και αποκαλούσε Universal Serial Bus. Ναι, το γνωστό μας USB.
Το iMac ήταν πράγματι ακαταμάχητο, δείχνοντας το μέλλον της τεχνολογίας. Μιας τεχνολογίας που καθόρισε το ίδιο σε πολλά σημεία. Ο Τζομπς επιδείκνυε όλο καμάρι τα στέρεο ηχεία και την υποδοχή για CD-ROM του iMac του, αλλά κι αυτή τη χορταστική 15άρα οθόνη με ανάλυση 1024×768, μέσα σε ένα τοπίο που τα περισσότερα PC χρησιμοποιούσαν φτηνιάρικες οθόνες 13 ιντσών με χρώματα για κλάματα.
Και μετά σχολίασε αυτό το καταπληκτικό: «Το πίσω μέρος αυτού του πράγματος δείχνει πολύ καλύτερο από τα μπροστινά μέρη των άλλων, παρεμπιπτόντως»! Ο δικός του υπολογιστής ήταν πολύχρωμος, με ζωντανά και φανταχτερά χρώματα, εκεί που οι άλλοι ήταν απλώς… μπεζ. Και έτρεχαν Windows.
Ήταν ο γρήγορος, εύχρηστος και στιλάτος υπολογιστής για τον καθημερινό άνθρωπο που ήθελε να μπαίνει στο ίντερνετ. Ήταν η αρχή της φιλοσοφίας της Apple που θα την έκανε έναν κολοσσό που όμοιός της δεν υπάρχει. Ευκολία στη χρήση, κομψός σχεδιασμός, καλές επιδόσεις και ποιοτικά εξαρτήματα, ό,τι σημαίνει Apple σήμερα, όλα ξεκίνησαν με την επανάσταση που είπαν iMac. Το 1998, πάντα…
Το ημερολόγιο έγραφε 27 Σεπτεμβρίου 1998 όταν αυτό το παράξενο λογότυπο μιας ακόμα πιο παράξενης ως όνομα μηχανής αναζήτησης θα ανέβαινε online. Όλα ξεκίνησαν το 1995, όταν κάποιος Larry Page, που είχε αποφοιτήσει μόλις από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, επισκέπτεται το περίφημο Στάνφορντ και η μοίρα το θέλει να τον ξεναγεί στο πανεπιστήμιο κάποιος Sergey Brin.
«Σύμφωνα με κάποιες αναφορές, διαφώνησαν σχεδόν στα πάντα κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής συνάντησης», λέει η Google στην επίσημη ιστορία της. Μέχρι το 1996, οι δύο φοιτητές συνεργάζονταν σε μια μηχανή αναζήτησης που έλεγαν BackRub και μπορούσε να ξεψαχνίσει πάνω από 16 εκατ. ιστοσελίδες. Το φοιτητικό project περιείχε ακόμα και links για το homepage του Brin και το homepage του Page, έτσι όπως εμφανίζονταν στους σέρβερς του Στάνφορντ.
Την επόμενη χρονιά, οι δυο τους αποφασίζουν να μετονομάσουν την ηλεκτρονική μηχανή τους σε «Google», «ένα λογοπαίγνιο με τη λέξη ‘‘googol’’, έναν μαθηματικό όρο για τον αριθμό που αντιπροσωπεύει τον αριθμό 1 ακολουθούμενο από 100 μηδενικά». Το επέλεξαν γιατί ένιωθαν πως αντικατόπτριζε το όραμά τους, την αποστολή τους να οργανώσουν έναν φαινομενικά άπειρο αριθμό πληροφοριών στο ίντερνετ.
Μέχρι το 1998, η Google εργαζόταν πυρετωδώς για να γίνεται ολοένα και καλύτερη. Τον Αύγουστο, ο συνιδρυτής της Sun Microsystems, Andy Bechtolsheim, κόβει στα δυο παιδιά μια επιταγή 100.000 δολαρίων ώστε να κάνουν επιχειρηματική πραγματικότητα τον αλγόριθμό τους. Το τσεκ κόβεται στην «Google, Inc», η οποία δεν θα αποκτούσε ωστόσο νομική υπόσταση πριν από τον Σεπτέμβριο. Τότε μόνο άνοιξαν έναν εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό για να εξαργυρώσουν την παχυλή επιταγή.
Στις αρχές του ίδιου μήνα, οι Page και Brin μετακόμισαν στο γκαράζ της Susan Wojcicki, που έγινε και η πρώτη έδρα της Google. Η Wojcicki θα γινόταν μεγάλο κεφάλι της εταιρίας, επικεφαλής όλου του διαφημιστικού τμήματος, ενώ σήμερα είναι γενική διευθύντρια του YouTube. Με τα 100.000 δολάρια μαξιλάρι, τα δυο παιδιά προσλαμβάνουν επισήμως τον επίσης υποψήφιο διδάκτορα πληροφορικής Craig Silverstein ως τον πρώτο ποτέ υπάλληλό τους, έναν φοιτητή που ήξεραν από το Στάνφορντ.
Τα χρήματα δεν έφταναν όμως για τις φιλοδοξίες των νεαρών επιχειρηματιών και την ίδια χρονιά θα βγουν ξανά στη γύρα για λεφτά. Θα μαζέψουν κάπου 1 εκατ. δολάρια από τρεις βασικούς χρηματοδότες (ανάμεσα σε οικογένεια και φίλους) και ένας από αυτούς θα είναι κάποιος Τζεφ Μπέζος, αφεντικό του ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου Amazon.com.
Πριν εκπνεύσει ακόμα η χρονιά, η Google είχε δείξει τα δόντια της, μάζεψε άλλα 25 εκατ. δολάρια σε έναν νέο χρηματοδοτικό γύρο και πλέον ήταν ό,τι πιο καυτό είχε να επιδείξει η Silicon Valley. Το 2000, η Yahoo, μια από τις μεγαλύτερες ιστοσελίδες της εποχής, ανακοίνωσε πως θα χρησιμοποιούσε την Google ως βασική μηχανή αναζήτησης.
Όταν μπήκε στο χρηματιστήριο τον Αύγουστο του 2004, είχε πια κεφαλαιοποίηση 23 δισ. δολαρίων…
«Το Amazon.com επεκτείνεται πέρα από τα βιβλία», έγραφε ο τίτλος των «NewYork Times» στις 5 Αυγούστου 1998 και συνέχιζε: «σε μια κίνηση που υποδηλώνει τις φιλοδοξίες του, που εκτείνονται πιο μακριά από την πώληση βιβλίων στο ίντερνετ, το Amazon.com δήλωσε χθες πως αγόρασε την Junglee Corporation, η οποία λειτουργεί μια υπηρεσία που επιτρέπει στους ανθρώπους να ψωνίζουν τα πάντα, από ρούχα ως υπολογιστές».
Το Amazon.com, όπως αποκαλούσαν τότε το διαδικτυακό βιβλιοπωλείο, αγόρασε και την Planet All, η οποία λειτουργούσε επίσης online υπηρεσία με τεράστια βάση χρηστών (πάνω από 1,5 εκατ. μέλη). Για να βρει τα 187 εκατ. δολάρια για την Junglee και τα 93 εκατ. για την Planet, ο Μπέζος αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει τμήμα των μετοχών του.
Έτσι κάπως θα μετατρεπόταν η Amazon στον πιο πετυχημένο έμπορο του ίντερνετ, έχοντας πια μια βάση πελατών που άγγιζε τους 3,1 εκατ. ανθρώπους.
Με τη διπλή αυτή κίνηση, η Amazon σημείωσε για πρώτη φορά στην ιστορία της πωλήσεις της τάξης των 203 εκατ. δολαρίων στο πρώτο εξάμηνο της επόμενης χρονιάς, πουλώντας πια τα πάντα. Όσο για τον ιδρυτή της, τον πρώην χρηματιστή που τα παράτησε όλα για το online βιβλιοπωλείο του, έβλεπε τη μετοχή της Amazon να πετάει χρηματιστηριακά και την προσωπική του περιουσία να σκαρφαλώνει στα 2,5 δισ. δολάρια!
Η μόνη επέκταση που είχε κάνει ως τότε η Amazon ήταν να προσθέσει τα CD πλάι στα βιβλία της. Και συνέχιζε να πουλά μόνο βιβλία και μουσική, καθώς σε όλα τα άλλα δεν εμπλεκόταν ευθέως: «Εμείς επικεντρωνόμαστε σταθερά στο να βοηθούμε τους ανθρώπους να βρίσκουν και να ανακαλύπτουν πράγματα που θέλουν να αγοράσουν», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μπέζος, «δεν περιοριζόμαστε στο να πουλάμε μόνο τα δικά μας πράγματα».
Τέτοιος ήταν ο εμπορικός απόηχος της επέκτασης των δραστηριοτήτων της Amazon που το περιοδικό «Time» ονόμασε τον ιδρυτή και αφεντικό της «Πρόσωπο της χρονιάς» το 1999, αναγνωρίζοντας ότι έκανε πολύ περισσότερα από τον καθένα στην καθιέρωση των ηλεκτρονικών αγορών.
Το αντισυμβατικό επιχειρηματικό πλάνο του Μπέζος αποδείχτηκε ότι δούλευε, κόντρα μάλιστα σε κάθε πρόβλεψη και σε πείσμα μερίδας των επενδυτών που δεν θεωρούσαν επικερδή μια τέτοια δραστηριότητα.
Μέχρι το 2011, η Amazon απασχολούσε στις ΗΠΑ 30.000 υπαλλήλους, ένα νούμερο που μέσα στα επόμενα 5 χρόνια θα εκτοξευόταν στους 180.000 εργαζομένους. Ως τα τέλη του 2017, ο κολοσσός έδινε δουλειά σε 566.000 ανθρώπους στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.
Πλέον ήταν γίγαντας, ένας γίγαντας που εξαγόραζε τη μία εταιρία πίσω από την άλλη, καταπίνοντας τον ανταγωνισμό και επεκτεινόμενος έτσι σε άλλους κλάδους. Το 2017, ας πούμε, απέκτησε την εναλλακτική αλυσίδα σουπερμάρκετ Whole Foods έναντι 13,4 δισ. δολάρια.
Οι βάσεις για όλα τέθηκαν ξανά το 1998…