Της Therese Raphael
Αντίπαλες ποδοσφαιρικές ομάδες στη γερμανική Μπουντεσλίγκα συναντώνται σε άδεια στάδια, Ιταλοί δειπνούν σε εστιατόρια τηρώντας “κοινωνικές αποστάσεις”, ενώ τουρίστες επισκέπτονται ξανά την Ακρόπολη. Τα πράγματα ανοίγουν ξανά στην Ευρώπη.
Στη Βρετανία πάλι, όχι και τόσο. Εδώ, η άρση των περιορισμών έχει καταστεί πηγή σκληρής αντιπαράθεσης, σύγχυσης και νευρικότητας. Οι Βρετανοί μπορεί να ξεχύνονται στα πάρκα και να βγαίνουν ξανά τους δρόμους, ωστόσο το 46% εξ αυτών δηλώνει ότι η πρόσφατη περιορισμένη χαλάρωση στους κανόνες του lockdown υπερβαίνουν κατά πολύ το αναγκαίο.
Μόνον ένας στους 10 πιστεύει ότι η άρση των περιορισμών έπρεπε να είναι πιο εκτεταμένη. Η Σκωτία, η Ουαλία και η Βόρεια Ιρλανδία αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τα σχέδια χαλάρωσης των μέτρων που εφαρμόζει η Αγγλία.
Για ορισμένους εκ των κυβερνώντων Συντηρητικών, ο δισταγμός της κοινής γνώμης είναι ανάλογος με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η χώρα σε άλλο επίπεδο. “Γιατί, όταν άλλες ευρωπαϊκές χώρες ζεσταίνουν τις μηχανές των οικονομιών τους, εμείς παραμένουμε ο πλέον επιφυλακτικός λαός;”, θρηνεί ο συγγραφέας και πρώην πολιτικό στέλεχος των Τόρις, Daniel Hannan.
Είτε συμμερίζεται εν μέρει τη συγκεκριμένη ανησυχία είτε όχι, ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον κλίνει σε αυτό το ζήτημα στο να ακολουθήσει τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.
Η σημασία της πρώτης φάσης της πανδημίας
Δεν ήταν διόλου προφανές ότι η Βρετανία θα γινόταν μία από τις πλέον “φανατικές” υπέρ του lockdown χώρες. Όπως και οι ΗΠΑ, άργησε να συνειδητοποιήσει την απειλή του κορονοϊού ως έκτακτης ανάγκης εθνικών διαστάσεων, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ότι ο ιός εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Κυβερνητικοί σύμβουλοι ανησυχούσαν αρχικά ότι οι πολίτες δεν θα δέχονταν τους περιορισμούς, οπότε προσπάθησαν να βρουν τρόπους να αποφευχθεί η επιβολή lockdown. Τώρα ανησυχούν για το αντίθετο, δηλαδή ότι δεν θα μπορούν να βγάλουν τη Βρετανία από αυτό.
Μια εξήγηση είναι ο φόβος. Μέχρι στιγμής, περισσότεροι άνθρωποι έχουν πεθάνει από την ασθένεια Covid-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα, εκτός των ΗΠΑ. Ο αριθμός των θανόντων ανακοινώνεται κατά τη διάρκεια καθημερινών συνεντεύξεων Τύπου, ενώ εφημερίδες και ιστότοποι δημοσιεύουν συνεχώς τους επικαιροποιημένους απολογισμούς.
Η τηλεόραση υπήρξε επίσης ενισχυτικός παράγοντας σε αυτή την κατεύθυνση. Οι ιστορίες συντετριμμένων συγγενών θυμάτων του κορονοϊού αποτελούν μέρος των απογευματινών και βραδινών δελτίων ειδήσεων τα οποία παρακολουθούν εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά.
Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, τα παραπάνω δεν εξηγούν πλήρως το φαινόμενο. Η Βρετανία δεν είναι η μόνη χώρα που έχει υποφέρει σοβαρά ή της οποίας τα μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν κάθε λεπτομέρεια της εκτυλισσόμενης τραγωδίας.
Ορισμένα μέλη του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος του Τζόνσον έχουν υποστηρίξει ότι η απροθυμία των Βρετανών να εγκαταλείψουν το lockdown οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ευρύτατο πακέτο διάσωσης της κυβέρνησης, που έχει δομηθεί στη λογική “whatever it takes”, περιλαμβάνοντας την καταβολή στους περισσότερους ανθρώπους του μεγαλύτερου μέρους του μισθού τους προκειμένου εκείνοι να μένουν στο σπίτι.
Οι πόροι οι οποίοι διατίθενται είναι γενναιόδωροι, αλλά δεν είναι υπερβολικοί και δεν πρόκειται διαρκέσουν για πάντα. Άλλες χώρες οι οποίες αναδύονται από το lockdown έχουν επίσης ευρύτατα δίκτυα κοινωνικής προστασίας ή υιοθετούν νέα μέτρα. Η Ισπανία υιοθετεί ακόμη και ένα πρόγραμμα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τους πλέον αδύναμους.
Ο ρόλος της ασθένειας του Τζόνσον
Η ίδια η σοβαρή ασθένεια του Τζόνσον ήταν σίγουρα ένας κόμβος αποφασιστικής στροφής των Βρετανών υπέρ των μέτρων του lockdown, όπως αναφέρει ο Τζέιμς Τζόνσον, πολιτικός σύμβουλος και δημοσκόπος. “Όταν πέφτει ο ηγέτης του, αυτό επιδρά στην ψυχή του έθνους σε σχέση με οτιδήποτε άλλο”, σημειώνει.
Ο δημοσιογράφος Μάθιου Ντ’ Ανκόνα, γράφοντας όταν ακόμη ο Βρετανός πρωθυπουργός βρισκόταν στο νοσοκομείο, περιέγραφε τη διάθεση της κοινής γνώμης ως “ένα κύμα βαθιάς ενσυναίσθησης, συνδυαζόμενης με βαθιά ανησυχία”.
Όταν ο Τζόνσον μεταφέρθηκε σε μονάδα εντατικής θεραπείας, το γεγονός δεν υπενθύμισε απλώς στους Βρετανούς ότι ο κορονοϊός μπορεί να αποδειχθεί θανατηφόρος. Ενίσχυσε αποφασιστικά και το βασικό πολιτικό μήνυμα του Βρετανού ηγέτη ότι μένοντας στο σπίτι, προστατεύουν το ιερό Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) τους και σώζουν ζωές.
Το μήνυμα του πρωθυπουργού και η δική του εμπειρία είχαν ένα ενοποιητικό αποτέλεσμα, αλλά και οδήγησαν σε μια αποσαφήνιση. Φαίνεται ότι για τους Βρετανούς δεν υπάρχει δίλημμα για το τι είναι σημαντικότερο μεταξύ της αποφυγής μιας ύφεσης και του περιορισμού της εξάπλωσης του ιού.
Μετά από τέσσερα χρόνια διαιρέσεων γύρω από Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πλέον μαθημένο να αναμένει διαγενεακές αντιπαραθέσεις (οι ηλικιωμένοι έτειναν να ψηφίζουν υπέρ του Brexit, ενώ οι νεότεροι ήθελαν να παραμείνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση).
Ωστόσο αυτός ο διχασμός δεν έγινε εμφανής κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η υποστήριξη του lockdown καλύπτει όλες τις ηλικιακές ομάδες, παρόλο που οι συνταξιούχοι είναι 34 φορές πιο πιθανό να πεθάνουν από τον κορονοϊό σε σχέση με τους Βρετανούς σε ηλικία εργασίας.
Η καμπύλη του κινδύνου ανά ηλικιακή ομάδα, με βάση τη θνησιμότητα στην Αγγλία τον Απρίλιο
“Υπήρξε μια ευρύτερη κοινωνική συναίνεση σχετικά με την ακολουθούμενη πολιτική έναντι της πανδημίας στη Βρετανία σε σχέση με την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ – και, μολονότι αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα προβλέψιμο, και σε σχέση με τη Γερμανία”, γράφει ο Σάντερ Κατβάλα, διευθυντής του think tank “British Future”.
Πράγματι, μεγαλύτερο ποσοστό ερωτηθέντων στη Βρετανία σε σχέση με εκείνους στη Γερμανία, την Ιαπωνία, τη Σουηδία ή τις ΗΠΑ δήλωσαν ότι ύψιστη προτεραιότητα μετά την πανδημία θα πρέπει να είναι η φροντίδα των πλέον ευάλωτων.
Νέες προτεραιότητες, μετά τις διαιρέσεις της εποχής του Brexit
Πάνω απ’ όλα το NHS
Ότι οι κοινωνικές αξίες είναι πρωταρχικός κινητήριος μοχλός για τη στάση της κοινής γνώμης στη Βρετανία δεν πρέπει ίσως να αποτελεί έκπληξη. Οι Brexiteers του Μπόρις Τζόνσον κέρδισαν την εκστρατεία του δημοψηφίσματος του 2016 με τον ψευδή ισχυρισμό ότι η έξοδος από την ΕΕ θα ελευθερώσει χρήματα για επένδυση στο NHS.
Για πολλούς Βρετανούς, το τρέχον shutdown είναι μια πράξη αλληλεγγύης προς το σύστημα υγείας, ενώ μια πρόωρη άρση των περιορισμών θεωρείται ότι θέτει σε κίνδυνο τους εργαζόμενους στον υγειονομικό κλάδο και το εύθραυστο σύστημα φροντίδας.
Η κρίση του κορονοϊού, βεβαίως, δεν προσφέρεται για μια απλή επιλογή “ζωές έναντι οικονομίας”. Υπάρχει τεράστιο ανθρώπινο κόστος από το “κλείσιμο” μιας κοινωνίας: σοβαρές ασθένειες που δεν θεραπεύονται, εκπαίδευση – “κοσνέρβα” και εκτίναξη των ψυχολογικών προβλημάτων.
Η ιδέα των “προσαρμοσμένων με βάση την ποιότητα χρόνων ζωής” – μια προσπάθεια να καταλάβουμε αν το να ζει κανείς περισσότερο είναι πάντα τόσο καλό – μπορεί να είναι μια χρήσιμη παράμετρος για τους οικονομολόγους, ωστόσο δεν πρόκειται να αλλάξει την άποψη πολλών Βρετανών σχετικά με το lockdown.
Η πρόκληση της εξόδου
Έχοντας συνδέσει τόσο στενά το “κλείσιμο” της οικονομίας με την προστασία του NHS και τη διάσωση ζωών, η πρόκληση για τον Τζόνσον τώρα είναι να κάνει πίσω από το αδιέξοδο στο οποίο μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί.
Ίσως εάν τα ποσοστά εμφάνισης νέων κρουσμάτων και θανάτων συνεχίσουν να μειώνονται και εάν τα σχέδια της κυβέρνησης να αυξήσει ριζικά τα τεστ και να εισαγάγει την ιχνηλάτηση επαφών αποδειχθούν επιτυχημένα, οι άνθρωποι να μπορούν να έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη προκειμένου να κυκλοφορούν, να ψωνίζουν και να ταξιδεύουν.
Η σταδιακή απόσυρση του γενναιόδωρου σχήματος επιδότησης της αναστολής εργασίας για τους εργαζόμενους του Ηνωμένου Βασιλείου, μαζί με την αναμενόμενη αύξηση της ανεργίας και των πτωχεύσεων, θα αναγκάσει εξάλλου τους Βρετανούς να εξετάσουν με μια πιο “κυνική” ματιά το κόστος των παρατεταμένων lockdowns.
Ο Τζόνσον πιθανότατα θα χρειαστεί μια πολύ καλύτερη επικοινωνιακή στρατηγική και σαφέστερο όραμα για το μέλλον σε σχέση με ό,τι έχει προσφέρει η κυβέρνησή του από τότε που έστειλε τη χώρα να κλειστεί στα σπίτια της.
Ο πρωθυπουργός του Ην. Βασιλείου θα πρέπει να βρει ένα νέο Συντηρητικό αφήγημα το οποίο να δίνει έμφαση στη σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της παροχής δημοσίων υπηρεσιών υψηλού επιπέδου.
Πριν απ’ όλα αυτά, ωστόσο, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια κρίση υγειονομικού χαρακτήρα. Χωρίς επαρκή τεστ και ιχνηλάτηση επαφών, οι περισσότεροι Βρετανοί είναι πιθανό να συμπεράνουν ότι είναι πολύ νωρίς για να αρχίσουν να βγαίνουν από την πόρτα του σπιτιού τους και να χαλαρώνουν τα μέτρα αυτοπεριορισμού τους.