Καθημερινά σε παγκόσμιο επίπεδο αναφέρονται επιθέσεις με οξύ, με το φαινόμενο να είναι πιο συχνό στις αναπτυσσόμενες χώρες. Από την δεκαετία του 1990, το Μπαγκλαντές έχει αναφέρει τον μεγαλύτερο αριθμό επιθέσεων με τα υψηλότερα ποσοστά εξ αυτών να αναφέρονται σε γυναίκες θύματα, ενώ στην Ινδία οι επιθέσεις με οξύ βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, με τον αριθμό τους κάθε χρόνο να αυξάνεται όλο και περισσότερο.
Αν και οι επιθέσεις με οξύ παρατηρούνται σε όλον τον κόσμο, ο συγκεκριμένος τύπος βίας σημειώνεται πιο συχνά στη Νότια Ασία. Αυτό που προκαλεί εντύπωση, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τα στοιχεία της φιλανθρωπικής οργάνωσης Acid Survivors Trust International (ASTI), έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά επιθέσεων με οξύ, αναλογικά με τον αριθμό των κατοίκων του. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το 2016 σημειώθηκαν 601 επιθέσεις με οξύ στο Ηνωμένο Βασίλειο με το 67% των θυμάτων του να είναι άνδρες.
Οι αριθμοί της μητροπολιτικής αστυνομίας που δημοσιεύθηκαν από το BBC δείχνουν ότι οι άνδρες είναι δύο φορές πιο πιθανό να πέσουν θύματα επιθέσεων οξέος στο Λονδίνο από ό,τι οι γυναίκες, κι αυτό αποδίδεται στη σύνδεσή τους με διάφορες εγκληματικές συμμορίες. Αξιοσημείωτο είναι, δε, το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητά τους δεν φτάνει ποτέ σε δίκη.
Την ίδια ώρα παγκοσμίως το 80% των θυμάτων από επιθέσεις με καυστικό υγρό είναι γυναίκες -οι επιθέσεις συχνά προκύπτουν από άντρες που θέλουν να ασκήσουν πάνω τους καταναγκαστικό έλεγχο ή ζητούν εκδίκηση- όπως αναφέρουν τα στατιστικά στοιχεία της ASTI.
Σύμφωνα με όσα μας διευκρίνισε η κυρία Αναστασία Λογδανίδου, Ψυχολόγος με MSc στη Δικαστική Ψυχολογία, για το προφίλ των ανθρώπων που οδηγούνται σε τέτοιες πράξεις «το λεπτό που ένας άνθρωπος πραγματοποιεί επίθεση απέναντι σε έναν άλλον άνθρωπο, και δη τόσο βίαιη, σαφέστατα συνυπάρχει ψυχική διαταραχή, νοσηρότητα, ψυχοπαθολογία» με την ίδια να διαπιστώνει ότι πολλές διαταραχές θα μπορούσαν να εμπίπτουν στη συγκεκριμένη περίπτωση και να ωθήσουν έναν άνθρωπο σε βίαιες συμπεριφορές.
Όπλο πρώτης επιλογής
Σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο Dr Simon Harding, καθηγητής εγκληματολογίας και ειδικός σε θέματα συμμοριών στο πανεπιστήμιο του Middlesex, στο BBC το οξύ αρχίζει και γίνεται «όπλο πρώτης επιλογής».
«Η ρίψη οξέων είναι ένας τρόπος να δείξουμε κυριαρχία, δύναμη και έλεγχο, δημιουργώντας έναν τεράστιο φόβο», σημειώνει χαρακτηριστικά. Ενώ συμπληρώνει λέγοντας ότι τα μέλη των συμμοριών, αλλά και όσοι θέλουν να βλάψουν κάποιον, γνωρίζουν πολύ καλά την «πλεονεκτική» χρήση του οξέος και όχι κάποιου μαχαιριού για παράδειγμα καθώς «οι κατηγορίες είναι πιο σοβαρές στην περίπτωση επίθεσης με μαχαίρι, ενώ το τίμημα της φυλάκισης είναι πολύ υψηλότερο».
Ο ίδιος διευκρινίζει ότι η επίθεση με οξύ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατηγορία για πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών, ενώ η επίθεση με χρήση μαχαιριού είναι πολύ πιο πιθανό να οδηγήσει σε κατηγορία για απόπειρα δολοφονίας.
«Δεν υπάρχει συγκεκριμένη παράβαση με την ρίψη του οξέος. Είναι πιο δύσκολο να αποδειχθεί επειδή σπάνια υπάρχουν στοιχεία DNA στο θύμα, ενώ παράλληλα είναι πολύ πιο εύκολο να ρίξεις το υγρό στο πρόσωπο κάποιου, απ’ ότι να τον μαχαιρώσεις» εξηγεί ο Dr Simon Harding για ποιο λόγο το καυστικό υγρό αρχίζει να αποτελεί ένα «δημοφιλές όπλο».
Σωματική και συναισθηματική βλάβη
«Οι επιθέσεις με οξύ ή οποιοδήποτε καυστικό υγρό αποτελούν ένα φρικτό έγκλημα, που όχι μόνο πονάει το θύμα, αλλά το παραμορφώνει κιόλας», υποστηρίζει η Rachel Kearton, υπαρχηγός της αστυνομίας του Σάφολκ στη Μεγάλη Βρετανία, στις δηλώσεις της στο BBC Asian Network.
Σύμφωνα με την ίδια, «το πιο αποκρουστικό απ’ όλα είναι το γεγονός ότι για να φτάσει κανείς να κάνει ένα τέτοιο έγκλημα το έχει μελετήσει αρκετά. Κανείς δεν μεταφέρει οξύ στους δρόμους για οποιονδήποτε λόγο, πέραν του να το χρησιμοποιήσει για να βλάψει κάποιον».
Η πρόθεση πίσω από μια τέτοια επίθεση είναι το γεγονός ότι ο θύτης θέλει το θύμα να ζήσει σημαδεμένο για το υπόλοιπο της ζωής του. «Μία διαρκής και συναισθηματική ζημιά», όπως την χαρακτηρίζει η Kearton.
Τι λέει ο νόμος για τις επιθέσεις με οξύ
Στην Ελλάδα η τιμωρία για τέτοιου είδους επιθέσεις εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που θα δώσει στην πράξη ο Εισαγγελέας που θα αναλάβει τη δικογραφία. Σύμφωνα με όσα είπε στο newsbeast.gr ο κύριος Θεόδωρος Κ. Παναγιώτου, Δικηγόρος Αθηνών, «αν η πράξη χαρακτηριστεί ως βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, τότε η προβλεπόμενη βασική ποινή, χωρίς δηλαδή την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, είναι μεταξύ 5 και 10 ετών καθείρξεως. Στην περίπτωση που χαρακτηριστεί ως απόπειρα ανθρωποκτονίας, καθώς θα μπορούσε με την πράξη αυτή να προκληθεί ακόμα και ο θάνατος του θύματος, τότε η προβλεπόμενη ποινή είναι μεταξύ 10 και 15 ετών.
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση επιθέσεων με οξύ, ο κύριος Παναγιώτου μας εξηγεί ότι μερικά αδικήματα δείχνουν πως οι δράστες δεν έχουν ανάγκη τιμώρησης ή σωφρονισμού, αλλά ανάγκη θεραπείας, καθώς πρόκειται για άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας. Κατά την άποψή του, λοιπόν, αυτό που πρέπει να γίνει είναι ότι τέτοιου είδους εγκλήματα «θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατ’ αρχάς από τη δικαιοσύνη με το μέγιστο βαθμό ποινής, ο έγκλειστος να τυγχάνει ειδικής θεραπείας και να μην δύναται να εξέλθει των φυλακών εάν δεν είναι βέβαιο ότι έχει σωφρονιστεί, έχει μεταμελήσει και τελικά έχει θεραπευτεί».
Οι πρώτες αναφορές επιθέσεων με οξύ στην ιστορία
Παρόλο που το οξύ χρησιμοποιείται στην μεταλλουργία και στη χαρακτική από την αρχαιότητα, ο ρητορικός και θεατρικός όρος «La Vitrioleuse» επινοήθηκε στη Γαλλία μετά από ένα κύμα επιθέσεων με βιτριόλι. Σύμφωνα με τον δημοφιλή τύπο της εποχής το 1879 αναφέρθηκαν συνολικά 16 περιπτώσεις επιθέσεων με βιτριόλι ως εγκλήματα πάθους που διαπράχθηκαν κυρίως από γυναίκες εναντίον άλλων γυναικών.
Στις 17 Οκτωβρίου του 1915 η Camilla Rybicka, η απογοητευμένη ερωμένη του πρίγκιπα Leopold Clement του Saxe-Coburg επιτέθηκε με οξύ στον ίδιο και τη Gotha, κληρονόμο του Οίκου του Kohary, με την θύτη στη συνέχεια να αυτοκτονεί. Τέτοιου είδους περιστατικά κάνανε τις εφημερίδες της εποχής στην κυριολεξία να ξεπουλάνε.
Η χρήση του οξέος ως όπλου, ωστόσο, άρχισε να αυξάνεται σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, ειδικότερα σε αυτές της Νότιας Ασίας. Οι πρώτες καταγραφές σημειώθηκαν στο Μπαγκλαντές το 1967, στην Ινδία το 1982 και στην Καμπότζη το 1993.