Αγία Σοφία : Τι οδήγησε τον Ταγίπ Ερντογάν στη «βεβήλωση» του ιστορικού μνημείου

102

Η επιμονή του Ερντογάν για την Αγία Σοφία έχει να κάνει με το πώς θέλει να συσπειρώσει τη θρησκευόμενη βάση του με συμβολικές κινήσεις κατά του «κεμαλισμού» και κατά των παρεμβάσεων των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις τη Τουρκίας.

Γράφει Παναγιώτης Σωτήρης

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει διάφορα θέματα στα οποία καταφεύγει όταν θέλει να ξεπεράσει δυσκολίες και προβλήματα που αφορούν τις βασικές του επιλογές είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό της Τουρκίας.

Και ένα από αυτά είναι η θρησκεία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν προέρχεται από ένα ρεύμα που κατεξοχήν αμφισβήτησε πτυχές της προσπάθειας του Κεμάλ Αττατούρκ να γίνει η Τουρκια ένα κοσμικό κράτος.

Όλες οι παραλλαγές του «πολιτικού Ισλάμ» στην Τουρκία έβαζαν στο στόχαστρό τους τις αποφάσεις του Κεμάλ που κατά τη γνώμη τους υποβάθμιζαν τον ισλαμικό χαρακτήρα της Τουρκίας, όπως ήταν για παράδειγμα οι περιορισμοί που υπήρχαν ως προς τη χρήση της μαντίλας.

Μικρή σημασία είχε ότι το Ισλάμ αποτέλεσε πάντα ένα υπόβαθρο για τον κορμό της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ότι ο Κεμάλ κυρίως ήθελε τη ρήξη με την οθωμανική παράδοση και τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας· ούτως ή άλλως αυτές οι μάχες αφορούν συμβολικές διαστάσεις αλλά και συμβολικές προσλήψεις της πραγματικότητας.

Η συμβολική φόρτιση της Αγίας Σοφίας

Σε αυτό το φόντο, το ζήτημα της Αγίας Σοφίας είχε πάντα μια ιδιαίτερη φόρτιση. Ας μην ξεχνάμε ότι το σύμβολο αυτό της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, υπήρξε για αιώνες όχι απλώς τζαμί αλλά και σύμβολο της κατάκτησης της Πόλης από τους Οθωμανούς. Αντίθετα, ήταν μια απόφαση του Κεμάλ Αττατούρκ, που επέλεξε ο συγκεκριμένος ναός να γίνει Μουσείο, σε μια κίνηση που τότε σηματοδοτούσε την τομή με το οθωμανικό παρελθόν.

Φυσικά, η σημασία της Αγίας Σοφίας ως ενός διαχρονικού μνημείου όπως και ως ενός σημείου όπου τέμνονται διαφορετικές ιστορίες και διαφορετικές θρησκείες δεν αφορούσε απλώς μια υπουργική απόφαση, αλλά την παγκόσμια αναγνώριση ότι πρόκειται για ένα τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Για αρκετό διάστημα αυτή η αντίληψη ήταν κυρίαρχη και στην ίδια την Τουρκία, αφού άλλωστε, πέραν όλων των άλλων, είναι και ένας από τους πιο δημοφιλείς επισκέψιμους χώρους για τους τουρίστες σε μια χώρα που επενδύει σημαντικά στον τουρισμό.

Όμως, με την άνοδο της ιδιαίτερης εκδοχής πολιτικού Ισλάμ που εκπροσωπεί ο Ερντογάν αλλά και την προσπάθειά του να μετατοπίσει την  τουρκική εθνική ιδεολογία προς μια μεγαλύτερη έμφαση στο ισλαμικό στοιχείο αλλά και σε μια θετικότερη επανεκτίμηση της Οθωμανικής κληρονομιάς, άρχισαν οι πιέσεις η Αγία Σοφία να γίνει ξανά τζαμί.

 

Για πρώτη φορά διαβάστηκαν προσευχές ξανά το 2016, ενώ το 2016 ένας μόνιμος ιμάμης τοποθετήθηκε στο παρακείμενο βασιλικό περίπτερο (Hunkar Kasri). Όμως, το κεντρικό αίτημα παρέμενε ο αποχαρακτηρισμός της Αγίας Σοφίας από μουσείο (ώστε να μπορεί να είναι χώρος λατρείας) και από ένα σημείο και μετά αυτό ήταν μια κεντρική επιλογή του Ερντογάν.

Η επίσημη θέση της τουρκικής κυβέρνησης είναι ότι δεν επιθυμεί να αλλοιώσει τον χαρακτήρα του μνημείου, αφού θα σεβαστεί όλα τα αποτυπώματα των διαφορετικών χρήσεων του και θα το διατηρήσει ανοιχτό στους επισκέπτες, όπως ακριβώς γίνεται με τα άλλα μεγάλα ιστορικά τζαμιά της Πόλης και άρα οι αποφάσεις της δεν είναι σε σύγκρουση με το γεγονός ότι πρόκειται κατά την UNESCO για ένα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Η πολιτική επένδυση του Ερντογάν

Ουσιαστικά, ο Ερντογάν εδώ επενδύει σε ένα πολλαπλό πολιτικό συμβολισμό: Θέλει να δείξει ότι ακυρώνει μια πλευρά του «κεμαλισμού» και μάλιστα μια πλευρά που ακύρωνε πλευρές της οθωμανικής και ισλαμικής κληρονομιάς με τρόπο τραυματικό για τη συλλογική συνείδηση των πολιτών της Τουρκίας.

Καθόλου τυχαίο ότι συνέκρινε σε δήλωσή του την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του 1934 που έκανε την Αγία Σοφία Μουσείο με την εκτέλεση του τέως πρωθυπουργού Αντνάν Μεντερές  το 1961, ύστερα από το πραξικόπημα του 1960, εκτέλεση στηριζόμενη σε μια καταδίκη που περιλάμβανε την ενορχήστρωση των επιθέσεων κατά της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης στις 6-7 Σεπτεμβρίου του 1955.

Θέλει ταυτόχρονα να δείξει η δική του Τουρκία, σε αντίθεση με την κεμαλική παράδοση δεν φοβάται ούτε περιορίζει τη θρησκευτική λατρεία.

Θέλει, επίσης, να δώσει το στίγμα ότι δεν «δέχεται υποδείξεις»  ως προς το πώς χειρίζεται θέματα που αφορούν την εσωτερική τάξη της Τουρκία, υπογραμμίζοντας ότι η Τουρκία μπορεί να παίρνει μόνη της αποφάσεις και έχοντας την ισχύ να τις επιβάλλει, στοιχείο στο οποίο επανέρχεται συχνά όλο το προηγούμενο διάστημα.

 

Και βέβαια θέλει να πιέσει την αντιπολίτευση, θεωρώντας ότι σε αυτό το θέμα θα έχει την κοινή γνώμη μαζί του. Η παράμετρος αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, εάν σκεφτούμε ότι το τελευταίο διάστημε έχει κληθεί να αντιμετωπίσει την πανδημία και την οικονομική κρίση (παρότι πάντα παρουσίαζε την οικονομία ως το «ισχυρό χαρτί του»), που διαμορφώνουν όρους δυσαρέσκειας που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με την προβολή της εξωτερικής πολιτικής, ιδίως όταν η τελευταία αποτελείται από «προβολές ισχύος» που ταυτόχρονα είναι και βαθύτερες εμπλοκές σε ανοιχτές γεωπολιτικές κρίσεις. Ούτε πρέπει να υποτιμούμε ότι πληθαίνουν οι αμφισβητήσεις και στο εσωτερικό του δικού του χώρα.

Μάλιστα, η Κωνσταντινούπολη έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Ερντογάν, αφού του κόστισε πολιτικά η απώλειά της δημαρχίας από το AKP, την ώρα που ο κεμαλικός δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και εκτιμάται ότι θα μπορούσε να ηγηθεί ενός νικηφόρου συνασπισμού της Αντιπολίτευσης. Μάλιστα, έχει υποστηριχθεί ότι κομμάτι του σχεδιασμού του Ερντογάν για την Αγία Σοφία είναι να στριμώξει πολιτικά τον Ιμάμογλου, ο οποίος στην προεκλογική του εκστρατεία είχε κάνει άνοιγμα προς τους συντηρητικούς θρησκευόμενους ψηφοφόρους.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις