Υπάρχει μια λαϊκή «ρομαντική» αντίληψη ότι τον κόσμο τον αλλάζουν της γης οι κατατρεγμένοι που κάποια στιγμή, με ηγέτη έναν «Σπάρτακο», σηκώνουν το κεφάλι και «κόβουν» εκείνο του δυνάστη. Η αλήθεια, όμως, είναι πως –τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα- σπανίως κάποια επανάσταση πέτυχε χωρίς να έχει εξασφαλίσει την συναίνεση ενός κομματιού της εξουσίας, που για τους δικούς του λόγους συντάσσεται με τον αγώνα των μαζών.
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με τις επαναστάσεις κάθε τύπου. Η στάση που θα κρατήσουν οι ευνοημένοι που συχνά δεν αντιλαμβάνονται καν τα προβλήματα των άλλων. Πώς να καταλάβεις, ας πούμε, τι εστί εγκληματικότητα αν ζεις στην καλά φρουρούμενη σπιταρόνα σου ή πώς να αντιληφθείς τι σημαίνει φτώχεια και ανέχεια αν δεν έχεις ξυπνήσει ένα πρωί χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πώς θα ταΐσεις τα παιδιά σου; Και -στην περίπτωσή μας- πώς να καταλάβεις πώς είναι να είσαι μαύρος στην Αμερική αν δεν έχεις νιώσει στο πετσί σου τον εξευτελισμό που συνεπάγεται ακόμη και κάτι φαινομενικά απλό και δεδομένο. Το πώς θα σε αποκαλούν οι κατά τα άλλα ίσοι με σένα απέναντι στον νόμο και το αν θεωρείται σωστό ή όχι να σε χαρακτηρίζουν «αράπη», «νέγρο», «έγχρωμο», «μαύρο» ή «αφροαμερικάνο», κρίνοντάς σε συνολικά και στερεοτυπικά για ένα χαρακτηριστικό που δεν μπορείς καν να αλλάξεις, όπως είναι το χρώμα του δέρματός σου…
Το NBA έχει μια «ιδιαιτερότητα» που για δεκαετίες ολόκληρες ήταν κι ένας από τους βασικούς λόγους της περιορισμένης –σε σχέση με άλλα αθλήματα- δημοφιλίας του στις ΗΠΑ. Πολύ γρήγορα χαρακτηρίστηκε «σπορ των μαύρων», με ό,τι αυτό συνεπαγόταν σε μια κοινωνία σαν την αμερικανική στην οποία ακόμη και σήμερα ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει.
Το πλατύ χαμόγελο του Μάτζικ, πίσω στα 80’ s και η πηγαία ευγένεια και καλοσύνη που ακτινοβολούσε στο πρόσωπό του ήταν ένας από τους λόγους που οι Αμερικανοί αγκάλιασαν το σπορ. Διότι ναι μεν ο άσος των Λέικερς ήταν μαύρος, αλλά για πολλούς –αν εξαιρούσες αυτό το…. μειονέκτημα (όπως το έβλεπαν εκείνοι)- παρέμενε ο «Mr Perfect» που κάθε οικογένεια θα ήθελε για παιδί της. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα όπου τα «παιδιά» και τα «εγγόνια» του μπορούν να απολαμβάνουν τεράστια συμβόλαια, προβολή και κυρίως να έχουν περισσότερες ευκαιρίες μέσω του αθλητισμού για να ξεφύγουν από την πολλές φορές προδιαγεγραμμένη μοίρα ενός ανθρώπου που γεννιέται και μεγαλώνει σε ένα γκέτο.
Από την εποχή του προηγούμενου περιστατικού ρατσιστικής βίας με την δολοφονία του Φλόιντ, δεν ήταν λίγοι αυτοί που απόρησαν και κατέγραψαν ως «επιλεκτική» την ευαισθησία των αθλητών, προβάλλοντας μάλιστα και άλλα γεγονότα για τα οποία οι άνθρωποι των σπορ δεν είχαν πάρει τόσο έντονα θέση. Δεν καταλάβαιναν, δηλαδή, γιατί για αυτούς το συγκεκριμένο θέμα κατείχε κυρίαρχη θέση σε σχέση με κάποια άλλα. Και η αλήθεια είναι πως δεν θα μπορούσαν ποτέ να καταλάβουν από την στιγμή που δεν υπήρξαν ποτέ μαύροι στην Αμερική, έστω και του 21ου αιώνα.
Ένας από τους ανθρώπους του ΝΒΑ πρόσφατα είχε πει πως όταν μεγάλωνε φοβόταν ακόμη και να βγάλει τα σκουπίδια στην φτωχογειτονιά του επειδή ήταν πολύ πιθανό από το πουθενά να βρεθεί δεμένος με χειροπέδες μόνο και μόνο εξαιτίας του χρώματος του δέρματός του. Και ότι αυτό το συναίσθημα του φόβου δεν έφυγε ποτέ από πάνω του. Ούτε καν όταν απέκτησε αρκετά χρήματα ώστε να μετακομίσει σε μια ακριβή και χλιδάτη περιοχή της πόλης. Ακόμα φοβάται αφού στην στερεοτυπική αντίληψη, ειδικά του Νότου, ένας μαύρος σε μια πλούσια γειτονιά δεν θα μπορούσε να είναι ιδιοκτήτης ενός σπιτιού, αλλά προφανώς βρέθηκε εκεί με μόνο σκοπό να το διαρρήξει.
Αυτή είναι η πραγματικότητα την οποία αδυνατούμε να χωνέψουμε και να αντιληφθούμε, επειδή είχαμε την τύχη να γεννηθούμε με το «σωστό» χρώμα δέρματος, στην «σωστή» πλευρά του κόσμου. Και αυτό το στοιχείο καλό θα ήταν να το έχουμε κατά νου κάθε φορά που «δεν καταλαβαίνουμε» τους λόγους για τους οποίους οι μειονότητες φωνάζουν.
Ένα σημαντικό μέρος των καλοπληρωμένων σταρ του ΝΒΑ απέχει –χρονικά- ελάχιστα από την εποχή που φοβόταν να περπατήσει στην φτωχογειτονιά και κατά συνέπεια είναι νοητικά πολύ κοντά στον μέσο Αφροαμερικανό που πέφτει νεκρός από τον υπερβάλλοντα ζήλο (;) ενός αστυνομικού στις ΗΠΑ. Γνωρίζει πολύ καλά ότι αν δεν συνδυαζόταν το ταλέντο, η δουλειά και οι συμπτώσεις, με αποτέλεσμα να του ανοίξουν οι πόρτες ενός κολλεγίου, οι πιθανότητες να σπουδάσει, να πάρει υποτροφία και τελικά να κάνει καριέρα θα ήταν ελάχιστες σε σχέση με έναν άνθρωπο που μεγαλώνει λίγα χιλιόμετρα μακριά, αλλά έχει το πλεονέκτημα να είναι λευκός σε έναν κόσμο που έχει δομηθεί έτσι ώστε να εξυπηρετεί τα «λευκά» συμφέροντά τους. Αυτός ο άνθρωπος ξέρει καλά πως αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί «φυσιολογικά», θα μπορούσε να είναι εκείνος που θα δεχόταν επτά σφαίρες πισώπλατα μπροστά στα μάτια των παιδιών του.
Και αυτό είναι το τεράστιο πρόβλημα. Ότι για δεκαετίες τέτοια περιστατικά αντιμετωπίζονταν ως «φυσιολογικά» από την κοινή γνώμη. Με το σενάριο λίγο-πολύ προκαθορισμένο. Οι αστυνομικοί θα σκότωναν, οι «όμοιοι» του θύματος θα εξεγείρονταν, οι αστυνομικοί θα αθωώνονταν, το πλήθος θα ξεσπούσε, ακρότητες θα συνέβαιναν και οι υπόλοιποι, οι «έξω από τον χορό» θα μέναμε να αναρωτιόμαστε για το αν δικαιολογείται αυτή η ευθεία γραμμή «δράσης-αντίδρασης» από περιστατικά που στα μάτια μας ίσως και να ήταν μεμονωμένα.
Οι αθλητές του ΝΒΑ ήρθαν χθες βράδυ να φωνάξουν ότι τέτοια γεγονότα δεν μπορούν να έχουν τέτοιο στάτους το 2020. Και ότι δεν αφορούν συγκεκριμένες ομάδες, αλλά την ίδια την κοινωνία της οποίας κομμάτι της παραμένει ο καθένας, ανεξάρτητα από τις προς τα πάνω ή προς τα κάτω διαδρομές της ζωής του. Και για αυτό αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν όλη την δύναμή τους για λογαριασμό εκείνων που δεν διαθέτουν τέτοια προκειμένου να πείσουν τον κόσμο ότι άλλη ανοχή και στραβά μάτια δεν μπορεί να υπάρξει.
Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι ότι ολόκληρος ο οργανισμός του ΝΒΑ έσπευσε να συνταχτεί με τους αθλητές. Δίχως πιέσεις για το αντίθετο, χωρίς απειλές για τα συμβόλαιά τους. Απέναντι σε έναν τέτοιο συνασπισμό δυνάμεων και brand names όπως αυτά του Γιάννη Αντετοκούνμπο ή του Λεμπρόν (παρά τις ενστάσεις του) δεν στέκεσαι εύκολα πολέμιος και ούτε σε συμφέρει να δημοσιοποιήσεις την αντίθεσή σου, ακόμη κι αν είσαι πολυεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης ενός franchise το μπάτζετ του οποίου μπορεί και να πλησιάζει τον προϋπολογισμό ενός μικρού αφρικανικού κράτους.
Ενός κράτους, δηλαδή, που πριν από μερικούς αιώνες λεηλατήθηκε από τους λευκούς που επέστρεψαν στον Νέο Κόσμο κουβαλώντας σκλάβους, απόγονοι των οποίων δεν είναι μόνο οι «φτωχοδιάβολοι» που πέφτουν νεκροί στους δρόμους των ΗΠΑ για ασήμαντη αφορμή, αλλά κι εκείνοι που καρφώνουν με δύναμη στα παρκέ και ξεσηκώνουν τα πλήθη στις εξέδρες.
Αυτές τις μέρες το παρκέ και οι εξέδρες, αυτοί οι φαινομενικά διαφορετικοί κόσμοι, θυμήθηκαν ξανά ότι προέρχονται από την ίδια μήτρα. Και συντάχθηκαν για να μπει ένα τέλος στην αδιαφορία, στην βία, στον ρατσισμό και κυρίως στην αντιμετώπιση των φαινομένων του. Η επιλογή τους να επαναστατήσουν σε ζωντανή μετάδοση μετέφερε το πρόβλημα σε κάθε σπίτι, σε κάθε γωνιά του πλανήτη και του έδωσε την διάσταση που πραγματικά έχει, αναγκάζοντας κι εμάς τους υπόλοιπους να αντιληφθούμε καλύτερα το μέγεθος του «τέρατος» που μπροστά του δεν είχαμε την ατυχία να βρεθούμε ποτέ. Αν υπάρχει μια ευκαιρία για αλλαγές, αυτή προκύπτει όταν θέλοντας και μη μπροστάρηδες για αυτές γίνονται της γης οι δυνατοί για λογαριασμό της γης των κολασμένων. Αν δεν αλλάξουν τον κόσμο οι πλούσιοι και ισχυροί, ποιοι περιμένεις να το κάνουν;