Ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλόχιος εκοιμήθη, σε ηλικία 82 ετών, μετά από μία μάχη τριών εβδομάδων που έδωσε με τον κοροναϊό.
Ο ιεράρχης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (SPC) βρέθηκε θετικός στο ιό στις 6 Οκτωβρίου και μερικές ημέρες αργότερα παρουσίασε δυσκολία στην αναπνοή και εισήχθη σε κλινική της Ποντγκόριτσα. Προχθές, σύμφωνα με επίσημο ανακοινωθέν, η κατάσταση της υγείας του άρχισε να επιδεινώνεται, εμφάνισε οξεία πνευμονία και σήμερα το πρωί κατέληξε.
Ο Μητροπολίτης Αμφιλόχιος υπήρξε ηγετική μορφή της σερβικής Εκκλησίας. Ήταν από τους ιεράρχες με την καλύτερη μόρφωση. Σπούδασε θεολογία και κλασική φιλολογία στο Βελιγράδι και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Το 1973 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Μιλούσε πέντε γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά) και στα συγγράμματά του χρησιμοποιούσε την αρχαία ελληνική και τη λατινική γλώσσα.
Ο Μητροπολίτης Αμφιλόχιος είχε έντονη δράση στα εκκλησιαστικά ζητήματα που προέκυψαν στο Μαυροβούνιο μετά την ψήφιση, τον Δεκέμβριο του 2019, του νέου νόμου για τις ««θρησκευτικές ελευθερίες και τη νομική υπόσταση των θρησκευτικών κοινοτήτων».
Ο νόμος αυτός προβλέπει τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων για τα οποία οι θρησκευτικές κοινότητες δεν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τους ανήκαν πριν από το 1918, όταν το Μαυροβούνιο απώλεσε την ανεξαρτησία του και εντάχθηκε στο βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων. Ο Αμφιλόχιος υποστήριζε ότι ο νέος νόμος στοχεύει στην απόσπαση από τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ναών και μοναστηριών και την παραχώρησή τους στη σχισματική Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίου (CPC). Για τον λόγο αυτό τέθηκε επικεφαλής κινητοποιήσεων με τη συγκέντρωση χιλιάδων πολιτών, σε καθημερινή βάση, που αντιδρούσαν στην εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου. Οι κινητοποιήσεις αυτές που οργάνωσε ο Μητροπολίτης Αμφιλόχιος επηρέασαν την πολιτική κατάσταση στο Μαυροβούνιο και στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 30 Αυγούστου, το Σοσιαλιστικό κόμμα του Μίλο Τζουκάνοβιτς, μετά από τρεις δεκαετίες στην εξουσία, αναγκάστηκε να περάσει στην αντιπολίτευση.