Για τους φανατικούς υποστηρικτές της είναι η έμπρακτη απόδειξη πως όλες αυτές οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης που μας έμαθαν να αποκαλούμε ουτοπίες είναι κάτι εφικτό.
Για τους πολέμιούς της είναι ένα κοινωνικό εγχείρημα που δεν διαφέρει σε τίποτα από το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής, απλά αποτελεί μια πιο εξανθρωπισμένη εκδοχή του.
Και υπάρχουν και εκείνοι που την στηρίζουν αλλά κριτικά και με επιφυλακτικότητα: αυτό το κοινωνικό μοντέλο είναι πολύ θετικό –λένε- αλλά όπως και να έχει, πρέπει να δούμε αν η επιτυχία του οφείλεται στην περιορισμένη γεωγραφική έκταση στην οποία εφαρμόζεται ή μπορεί όντως να επεκταθεί παντού.
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι ένα: η Μαριλανέδα, η μικρή ισπανική πόλη κάπου στην Ανδαλουσία, είναι εδώ και 27 χρόνια ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό πείραμα που άνθρωποι από όλο τον κόσμο το μελετάνε και επιχειρούν να το εξηγήσουν.
Άλλοι το θαυμάζουν, άλλοι το εχθρεύονται αλλά άπαξ και μάθεις για αυτό, δύσκολα θα σου περάσει αδιάφορο.
Αν ο Ουντερζό και ο Γκοσινί εμπνέονταν σήμερα την ιστορία του μικρού γαλατικού χωριού που αποτελεί εξαίρεση από το υπόλοιπο διαμορφωμένο καθεστώς, τότε σίγουρα αυτή η αναφορά θα παρέπεμπε ευθέως στη Μαριλανέδα, την πόλη που μοιάζει να είναι ό,τι πιο κοντινό σε κομμουνιστική κοινωνία και, μάλιστα, με έναν τρόπο πολύ πιο κοντά στο πνεύμα το κομμουνισμού από αυτό που είχαν διαμορφώσει τα πάλαι ποτέ κράτη του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Διότι αν εκείνα τα κράτη, μέσω της παταγώδους αποτυχίας τους να προσεγγίσουν την κομμουνιστική κοινωνία κατέληξαν τελικά να δυσφημούν όλα εκείνα που υποτίθεται πως υπερασπιζόντουσαν, η Μαριλανέδα που από το 1991 (τι ειρωνεία: ακριβώς την περίοδο που ο «υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρεε) περηφανεύεται πως είναι μια κοινωνία απόλυτης οικονομικής και πολιτικής ισότητας είναι η κοινωνία που διαφημίζει την έννοια του κομμουνισμού.
Φυσικά, μιλώντας για την Μαριλανέδα πολλές επιμέρους συζητήσεις μπορούν να δημιουργηθούν. Αλλά με δεδομένο πως θα αντιστοιχούσαν σε έναν άλλο τόπο και σε έναν άλλο χρόνο, ας αποφύγουμε να τις αναλύσουμε σε αυτό το κείμενο. Ας τα πιάσουμε απλά από την αρχή και ας μιλήσουμε με γεγονότα:
Στα τέλη των 70s, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο, την πτώση της 40ετούς δικτατορίας του και την έναρξη του λεγόμενου εκδημοκρατισμού της ισπανικής κοινωνίας, η Μαριλανέδα ήταν ένα μικρό αγροτικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου ζούσαν μέσα στην φτώχεια και την ανεργία, η οποία άγγιζε το συνταρακτικό ποσοστό του 60%.
Ο παραλογισμός ήταν πως το εν λόγω χωριό ήταν κυκλωμένο από μια τεράστια γεωργική έκταση που άνηκε σε έναν μεγαλοεπιχειρηματία και ο οποίος δεν την χρησιμοποιούσε καν.
Οι κάτοικοι του χωριού ήξεραν πως αν αυτή η περιοχή έρθει στα χέρια τους, το χωριό θα σωθεί: θα μπορεί να παράγει προϊόντα και να συντηρείται από αυτά. Όμως η έκταση ήταν ιδιωτική και μπορεί η κοινωνικοποίησή της να έσωζε ένα ολόκληρο χωριό αλλά κάτι τέτοιο έμοιαζε ανέφικτο.
Ήταν 1979 όταν ο Μανουέλ Σάντσες Γκορντίγιο, ένας 27χρονος (τότε) δάσκαλος του χωριού εκλέχθηκε δήμαρχος, έχοντας ως βασικό του πρόταγμα την παραχώρηση της μεγάλης γεωργικής, ιδιωτικής έκτασης που περιέκλειε την Μαριλανέδα στους κατοίκους. Πέρασαν 12 χρόνια αγώνων υπό την ηγεσία του Γκορντίγιο.
Απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις στα παρατημένα και ακαλλιέργητα εδάφη, ξύλο με την αστυνομία, συνθήματα και δηλώσεις αλληλεγγύης από όλο τον κόσμο: για 12 χρόνια η Μαριλανέδα ήταν μια εξεγερμένη περιοχή. Μέχρι που το 1991, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από τα χώματα που οι κάτοικοι διεκδικούσαν, παραχωρήθηκε στο χωριό: ο αγώνας είχε νικήσει.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα μικρό οικονομικό θαύμα. Από το 1991 μέχρι και σήμερα, η Μαριλανέδα είναι μια πόλη χωρίς ανεργία, χωρίς εγκληματικότητα και χωρίς αστυνομία. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης παίρνουν μισθό 1200 ευρώ – κανένας παραπάνω, κανένας λιγότερο, όλοι τα ίδια.
Η συντριπτική πλειονότητα του χωριού δουλεύει στα χωράφια της περιοχής και στον συνεταιρισμό που έχει αναλάβει να κονσερβοποιεί και να πουλάει σε όλη την Ισπανία τα παραγόμενα αγαθά.
Όλοι δουλεύουν 6,5 ώρες την ημέρα και έξι μέρες την εβδομάδα, η πρόσβαση στην δημόσια υγεία και την δημόσια εκπαίδευση κοστίζει 12 ευρώ το μήνα ενώ το ακριβότερο ενοίκιο σπιτιού φτάνει τα (κρατηθείτε…) 17 ευρώ το μήνα!
Φυσικά όποιος θέλει να ζήσει εκεί, οφείλει να αποδεχθεί πως θα έχει τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα με όλους τους υπόλοιπους: θα δουλεύει ακριβώς το ίδιο με όλους, θα πληρώνεται ακριβώς το ίδιο με όλους και θα συμμετέχει στην τακτική γενική συνέλευση του χωριού όπου όλες οι ψήφοι έχουν την ίδια βαρύτητα.
Ακόμα και ο πιο φανατικός εχθρός της Μαριλανέδα –οι παπάδες για παράδειγμα μιας και στο χωριό δεν υπάρχουν εκκλησίες…- πρέπει να το ομολογήσει: τα πράγματα δεν πάνε καθόλου άσχημα σε αυτόν τον τόπο.
Άπειροι δημοσιογράφοι έχουν περάσει για ρεπορτάζ από την Μαριλανέδα, βιβλία και άρθρα έχουν γραφτεί για αυτή, ενώ πολλοί κάτοικοί της έχουν φιλοξενηθεί σε εκδηλώσεις ανά την Ευρώπη προκειμένου να μιλήσουν σε κόσμο που θέλει να μάθει για τη ζωή σε αυτό το μέρος.
Το 2010 μάλιστα, ο Μανουέλ Σάντσες Γκορντίγιο, ο ιστορικός δήμαρχος της Μαριλανέδα, είχε επισκεφθεί την Ελλάδα για μια ομιλία και εκατοντάδες άνθρωποι είχαν μαζευτεί να τον ακούσουν. Η απάντησή του στην ερώτηση για το πως έχουν καταφέρει να φτιάξουν μια τέτοια κοινωνία ήταν σχεδόν αυτονόητη αλλά ταυτόχρονα τόσο σύνθετη αν αναλογιστούμε τους καπιταλιστικούς νόμους της οικονομίας: «Φτιάξαμε ένα παραγωγικό μοντέλο που έχει στο κέντρο του τον άνθρωπο και όχι το κέρδος».
Ο Γκορντίγιο είχε πει χαρακτηριστικά πως το πείραμα της Μαριλανέδα μπορεί να εφαρμοστεί και αλλού, ακόμα και στην Αθήνα, αρκεί να εφαρμοστεί σε μικροκλίμακα, σε γειτονιές και σε μικρές κοινωνίες.
Ωστόσο, όταν κάποιος από το κοινό του είπε πως η διαφορά ανάμεσα στην Μαριλανέδα και τις γειτονιές της Αθήνας είναι πως η πρώτη είναι μια αγροτική περιοχή ενώ οι τελευταίες όχι και άρα μοιάζει πολύ πιο δύσκολο να γίνει κάτι αντίστοιχο στην πόλη, ο Γκορντίγιο δεν είχε απαντήσει και τόσο πειστικά αφού είχε πει κάτι σαν: «Αν υπάρχει θέληση όλα γίνονται».
Ίσως βέβαια, η απλοϊκή του αυτή απάντηση να ήταν και η πιο ουσιαστική που μπορούσε να δώσει: πράγματι, είναι η θέληση που κινεί μια τέτοια κατάσταση.
Ωστόσο, η περιπλοκότητα της συζήτησης παραμένει υπαρκτή: στις τσιμεντένιες και απρόσωπες μητροπόλεις δεν είναι δύσκολη μόνο η εφαρμογή μιας τέτοιας κατάστασης αλλά πρωτίστως η καλλιέργεια και η δημιουργία της κοινωνικής κουλτούρας που απαιτείται για την εφαρμογή της.
Αλλά όλα αυτά εντάσσονται σε μια άλλη, πολύ μεγάλη και πολύ σύνθετη, συζήτηση…