Ένα τσουβάλι λεφτά, για μια μικρή σακούλα τρόφιμα. Αυτή είναι η καθημερινή εικόνα στα παντοπωλεία και τις αγορές της Βηρυτού και άλλων πόλεων του Λιβάνου, καθώς το νόμισμα της χώρας δεν έχει πρακτικά παρά μηδαμινό αντίκρισμα. Έχοντας χάσει το 80% της αξίας της από το 2019, μία λίρα πλέον αντιστοιχεί σε 0,00055 ευρώ – «κάποτε αγόραζα σάντουιτς στον δρόμο με 4.000 λίρες, τώρα θέλω 10.000», δήλωσε στο Reuters ένας κάτοικος της πρωτεύουσας.
Η κατάσταση είναι δραματική. Όπως παραδέχθηκε ο υπουργός Κοινωνικών Θεμάτων και Τουρισμού, οι τρεις στους τέσσερις από τα 6 εκατομμύρια περίπου των συμπατριωτών του έχουν ανάγκη χρηματικής ή ανθρωπιστικής βοήθειας για να τα φέρουν βόλτα. Την ίδια στιγμή, περισσότερες από 300.000 είναι εκείνοι που παραμένουν χωρίς σπίτι, μετά την τρομακτική έκρηξη του περασμένου Αυγούστου που ισοπέδωσε μεγάλο τμήμα του λιμανιού της πόλης που κάποτε θεωρούνταν ως το «Παρίσι της Ανατολής», στο οποίο χτυπούσε και η καρδιά της οικονομίας της χώρας.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι
Το νέο κύμα της πανδημίας έχει έρθει να επιδεινώσει τα ήδη τεράστια προβλήματα που είχε προκαλέσει η έκρηξη, αλλά και η χρεοκοπία του περασμένου Μαρτίου. Όταν δε η κυβέρνηση του Σαάντ αλ-Χαρίρι αποφάσισε να επιβάλει 24ωρο περιορισμό στην κυκλοφορία, για να περιορίσει την περαιτέρω εξάπλωση του κοροναϊού, αποδείχθηκε πως έριξε τη σταγόνα η οποία ξεχείλισε το ποτήρι της κοινωνικής οργής.
Εδώ και τρεις ημέρες, χιλιάδες λαού κατεβαίνουν στους δρόμους και διαμαρτύρονται, προβάλλοντας ένα απλό αίτημα: Να μπορέσουν να επιβιώσουν! Το βράδυ της Τετάρτης προς Πέμπτη, οι συγκρούσεις με την αστυνομία κόστισαν τη ζωή σε ένα άνθρωπο, ενώ σχεδόν όλοι πιστεύουν πως τα χειρότερα έπονται. Εξάλλου, υπάρχει ένα απλό ερώτημα: Πόσο περισσότερο να φοβηθεί για τη ζωή του ίδιου και της οικογένειάς του από την πανδημία ένας Λιβανέζος ο οποίος δεν έχει να φάει και στέγη κάτω από την οποία να μπορεί να βάλει το κεφάλι του;
«Θέλετε να κλείσετε τη χώρα; Δώστε στους ανθρώπους όλα όσα έχουν ανάγκη. Είναι απαράδεκτο να τους κλειδώνετε στα σπίτια τους και να τους αφήνετε να πεινάνε», δήλωσε ένας 45χρονος ιμάμης, ο οποίος παίρνει μέρος στις διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται στην πόλη της Σιδόνας.
Η εκτεταμένη διαφθορά που επικρατεί στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα εντείνει την αγανάκτηση. Η σαπίλα επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά χθες, όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση της εντολής του ο Ριάντ Σαλαμέχ, ο άνθρωπος που βρίσκεται στο τιμόνι της κεντρικής τράπεζας του Λιβάνου από το 1993 και, ως εκ τούτου, γνωρίζει τα πάντα για την ελίτ της χώρας, για τις υπόγειες συναλλαγές επιχειρήσεων και κομμάτων για τα καλώς και, κυρίως, τα κακώς κείμενα.
«Que se vayan todos!»
Αρκετοί, βεβαίως, κάθε φορά που ξεσπούν επεισόδια, ισχυρίζονται ότι υποκινούνται από τις αντίπαλες πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες που κυριαρχούν στην «Βαβέλ» του Λιβάνου: τους Σιΐτες της Χεζμπολάχ, τους Σουνίτες του αλ-Χαρίρι, τους Δρούζους μουσουλμάνους, τους Μαρωνίτες χριστιανούς και άλλους.
Η πραγματικότητα, όμως, τους διαψεύδει. Ήδη από το 2019, στις μαζικές και βίαιες διαδηλώσεις μπορούσε κανείς να διακρίνει όχι μόνο ανθρώπους που ανήκουν σε όλα τα παραπάνω στρατόπεδα, αλλά και την οργή απέναντι σε όλο το πολιτικό σύστημα. «Que se vayan todos!» (να φύγουν όλοι!), όπως φώναζαν και οι εξεγερμένοι Αργεντίνοι πριν από 20 χρόνια, όταν ανάγκαζαν τον πρόεδρο και μέλη της κυβέρνησης της χρεοκοπημένης χώρας τους να το σκάσουν με ελικόπτερα από την ταράτσα!
Αυτό προσπάθησαν να πουν οι διαδηλωτές και στον πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, που έγινε ο πρώτος ξένος ηγέτης ο οποίος επισκέφθηκε τον Λίβανο μετά την έκρηξη του περασμένου καλοκαιριού, ζητώντας να τους βοηθήσει να απαλλαγούν από τους διεφθαρμένους ηγέτες της χώρας τους. Εις μάτην – άλλωστε, η Γαλλία έχει παραδοσιακά πολύ στενούς δεσμούς με αυτήν ακριβώς τη διεφθαρμένη ολιγαρχία.