Σε μια συνάντηση την περασμένη εβδομάδα στο κτίριο Europa στις Βρυξέλλες, έδρα της πολιτικής ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι διπλωμάτες των 27 κρατών μελών ήταν απελπισμένοι.
Η ΕΕ είχε πληρώσει δισεκατομμύρια ευρώ για εμβόλια κατά του κορονοϊου, για να περιορίσει μια πανδημία που σκοτώνει χιλιάδες Ευρωπαίους κάθε μέρα. Τώρα οι κατασκευαστές εμβολίων είχαν μειώσει τις παραδόσεις και η ΕΕ είχε παγιδευτεί σε μια δημόσια διαμάχη.
«Αυτή είναι μια καταστροφή», δήλωσε ο Γάλλος πρεσβευτής στη συνάντηση που έλαβε χώρα στις 27 Ιανουαρίου, σύμφωνα με διπλωματικό σημείωμα που επικαλείται το Reuters.
Ηταν μια κρίσιμη στιγμή μετά από σχεδόν δύο εβδομάδες σύγχυσης και οργής για την προμήθεια εμβολίων στην ΕΕ, η οποία απειλούσε να βυθίσει το μπλοκ στη βαθύτερη κρίση του από τότε που η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν ανέλαβε τα ηνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μόλις πριν από ένα χρόνο.
Μια εβδομάδα νωρίτερα, η ΕΕ είχε θέσει στόχο να εμβολιάσει το 70% των ενηλίκων πολιτών της έως το τέλος του καλοκαιριού, ένα πιθανό εισιτήριο εξόδου από τα lockdown που έχουν κοστίσει δισεκατομμύρια στις ευρωπαϊκές χώρες. Καθώς ο αντίκτυπος της έλλειψης εμβολίων έγινε εμφανής, το μπλοκ ξεκίνησε μια εκστρατεία επίπληξης των φαρμακοβιομηχανιών για τις καθυστερήσεις στην παραγωγή και κατ′ επέκταση για την περιορισμένη προσφορά.
Ομως, η τακτική αυτή δεν λειτούργησε και οι λεπτομέρειες των εμπιστευτικών συμφωνιών διέρρευσαν, δημιουργώντας αμφιβολίες για την ικανότητα της ΕΕ να επιβάλλει τις συμβάσεις που είχε συμφωνήσει εξ ονόματος των μελών της.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΕ γνώριζαν ήδη από τον Δεκέμβριο για τις καθυστερήσεις στην παραγωγή εμβολίων, η Επιτροπή ανακοίνωνε ωστόσο φιλόδοξους στόχους. Αρχικά, η ΕΕ δεν παρακολούθησε τις δόσεις εμβολίων των εταιρειών που έφευγαν από το μπλοκ, συνειδητοποιώντας μόνο μετά την καθυστέρηση των προμηθειών ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει τα εκατομμύρια των δόσεων που είχαν ήδη εξαχθεί. Και καθώς απέτυχαν οι προσπάθειές της να κερδίσει έδαφος με νομικά μέσα, η Επιτροπή αντιμετώπισε σφοδρές επιθέσεις από τις κυβερνήσεις της ΕΕ αναφορικά με την στρατηγική της στη δημόσια επικοινωνία.
Σε μια πανδημία που έχει σκοτώσει πάνω από 700.000 άτομα στην Ευρώπη μόνο, οι καθυστερήσεις που ανακοίνωσαν οι εταιρείες παραγωγής εμβολίων κατά του κορονοϊού, AstraZeneca και Pfizer, απειλούν να αφήσουν εκατομμύρια Ευρωπαίους απροστάτευτους μέσα στον χειμώνα, την ώρα που οι νέες, πιο μεταδοτικές, παραλλαγές του ιού εξαπλώνονται και τα νοσοκομεία κατακλύζονται από ασθενείς. Τα κέντρα εμβολιασμού από τη Μαδρίτη μέχρι το Παρίσι κλείνουν λόγω έλλειψης εμβολίων.
Η Επιτροπή της ΕΕ αρνήθηκε να σχολιάσει αυτήν την ιστορία. Το ίδιο έκανε και η AstraZeneca, η οποία δήλωσε ότι επικεντρώνεται στην ενίσχυση του εφοδιασμού στο μπλοκ μετά τις δυσλειτουργίες στην παραγωγή. Η Επιτροπή επανέλαβε ότι αναμένει εκθετική αύξηση της διαθεσιμότητας εμβολίων από τον Απρίλιο. Ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, Αλμπερτ Μπουρλά, δήλωσε στο Reuters ότι η παραγωγή έχει επιστρέψει στην Ευρώπη, αφού η εταιρεία έκανε αλλαγές στο βελγικό εργοστάσιό της για να αυξήσει την διάθεση.
Η πίεση με τα εμβόλια δεν ήταν απλώς ένας εφιάλτης για τη δημόσια υγεία. Ηταν επίσης μια πολιτική κρίση.
Η Βρετανία, που μόλις διαχωρίστηκε από την ενιαία αγορά της ΕΕ μετά από πέντε χρόνια πικρών διαπραγματεύσεων, εμβολιάζει τους ανθρώπους με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ, όπως μαρτυρούν τα δημόσια στοιχεία.
Οι διπλωμάτες φοβόντουσαν ότι η Επιτροπή έχασε τη μάχη ενάντια στο «αφήγημα της…μεγάλης αποτυχίας», δήλωσε στο Reuters ένας ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ, ο οποίος ήταν παρών στη συνάντηση της 27ης Ιανουαρίου. Προέτρεψαν, μάλιστα, την Επιτροπή να παγώσει τη συνομιλία με τη βρετανική εταιρεία AstraZeneca.
Το δίλημμα της Επιτροπής υπογραμμίζει τη δύναμη των μεγάλων φαρμακευτικών, καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εμβολιάσουν τους πολίτες τους, αλλά και τις γεωπολιτικές εντάσεις που μπορεί να προκύψουν.
Το χρονικό μιας αποτυχημένης διαπραγμάτευσης
Το εμβόλιο της AstraZeneca κοστίζει περίπου 2,5 ευρώ ανά δόση, έναντι 15,5 ευρώ της Pfizer, αποκάλυψαν στο Reuters δύο διαπραγματευτές της ΕΕ που συμμετείχαν σε συνομιλίες με κατασκευαστές εμβολίων. Η AstraZeneca δεσμεύτηκε να παραδώσει τουλάχιστον 80 εκατομμύρια δόσεις έως τον Μάρτιο, ή έως και 120 εκατομμύρια, δήλωσε αξιωματούχος.
Οι διαπραγματευτές της ΕΕ, ωστόσο, γνώριζαν ότι η AstraZeneca θα μειώσει την προγραμματισμένη προσφορά της λόγω προβλημάτων στην παραγωγή. Η εταιρεία είχε πει στο διευθυντήριο της ΕΕ στις 4 Δεκεμβρίου ότι θα μειώσει τους στόχους της για το πρώτο τρίμηνο στα δύο τρίτα του μέγιστου ύψους των 120 εκατομμυρίων, σύμφωνα με διπλωματικό σημείωμα.
Στις 15 Ιανουαρίου, η Pfizer είπε επίσης ότι είχε περικόψει την παραγωγή και θα διακόψει προσωρινά την προμήθεια προς την ΕΕ από το βελγικό εργοστάσιό της. Ακολούθησε δημόσια κατακραυγή σε όλη την Ευρώπη. Ο ειδικός επίτροπος της Ιταλίας για την COVID-19 δήλωσε ότι η Ιταλία εξετάζει το ενδεχόμενο νομικής αγωγής κατά της Pfizer.
Παρά τις καθυστερήσεις αυτές, η Επιτροπή της ΕΕ προχώρησε και ανακοίνωσε έναν φιλόδοξο στόχο εμβολιασμού.
Στις 19 Ιανουαρίου, όταν είχαν χορηγηθεί πάνω από 5 εκατομμύρια εμβόλια στην ΕΕ, η Επιτροπή δημοσίευσε στόχους για τον εμβολιασμό τουλάχιστον του 80% των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και των ηλικιωμένων άνω των 80 έως τον Μάρτιο και το 70% του ενήλικου πληθυσμού της ΕΕ μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Πρότεινε, επίσης, έναν τρόπο δωρεάς των περισσευούμενων δόσεων σε φτωχότερες χώρες.
Την επόμενη μέρα στην ενημέρωση της αίθουσας S7, διπλωμάτες της ΕΕ δήλωσαν στους αξιωματούχους της Επιτροπής ότι οι στόχοι ήταν πολύ τολμηροί.
«Εχουμε εμβολιάσει μόνο περίπου το 2%. Πώς θα καταφέρετε να πετύχετε τον στόχο του 70%;» ρώτησε ένας εκπρόσωπος από τη Λιθουανία. «Προτιμούμε να υποσχεθούμε λιγότερα και να προσφέρουμε περισσότερα στο τέλος», δήλωσε ο Ολλανδός αντιπρόσωπος.
Τρεις μέρες αργότερα, η ξαφνική περικοπή από την Pfizer «κατέστρεψε» τα σχέδια εμβολιασμού των κρατών μελών. Αλλά τους διαβεβαίωσε ότι οι αποστολές θα συνεχιστούν την επόμενη εβδομάδα.
Το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμη. Την Παρασκευή 22 Ιανουαρίου, η AstraZeneca, που αναμενόταν να ξεκινήσει τις παραδόσεις στην ΕΕ στις 15 Φεβρουαρίου, δήλωσε ότι θα μειώσει περαιτέρω τις προμήθειες τους πρώτους τρεις μήνες. Ενας ανώτερος αξιωματούχος που συμμετείχε στις συνομιλίες είπε στο Reuters ότι αυτό θα σήμαινε περίπου 60% μείωση, δηλαδή 31 εκατομμύρια δόσεις αντί για 80 εκατομμύρια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέχισε την επίθεση. Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση, η Επίτροπος Υγείας, Στέλλα Κυριακίδη, έκανε λόγο στο twitter για «βαθιά δυσαρέσκεια». Την επόμενη Δευτέρα, η Επιτροπή κάλεσε τα στελέχη της AstraZeneca σε συνεδριάσεις για να πιέσει την εταιρεία να αυξήσει τις παραδόσεις.
Η Επιτροπή κέρδισε κάποιες παραχωρήσεις – η AstraZeneca ενίσχυσε την προσφορά της με παράδοση επιπλέον 8 εκατομμυρίων δόσεων.
Αλλά δεν ήταν αρκετό. Εχοντας επίγνωση των προβλημάτων παραγωγής στη βελγική εγκατάσταση της AstraZeneca, η Επιτροπή της ΕΕ ζήτησε φάρμακα από τα εργοστάσιά της στη Γερμανία και τη Βρετανία. Ωστόσο, η AstraZeneca δεν έδωσε καμία εξήγηση σχετικά με το εάν οι δόσεις θα μπορούσαν να έρθουν εν τέλει από τη Βρετανία, δήλωσε αξιωματούχος της ΕΕ που παρευρέθηκε στη συνάντηση.
Την επόμενη μέρα, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Πασκάλ Σοριό είπε σε ευρωπαϊκές εφημερίδες ότι η AstraZeneca δεν ήταν νομικά υποχρεωμένη να παραδώσει δόσεις στην ΕΕ σε ένα ακριβές χρονοδιάγραμμα, επειδή η σύμβασή της όριζε μόνο ότι θα καταβάλει τις «καλύτερες προσπάθειές» της για να παραδόσει τα εμβόλια.
Οι παρατηρήσεις αυτές εξόργισαν την Επιτροπή της ΕΕ. Η Επιτροπή, λέγοντας ότι ήταν πεπεισμένη για την ισχύ των νομικών της επιχειρημάτων, ζήτησε δημοσίως από την AstraZeneca να δημοσιεύσει τη σύμβαση που είχαν συμφωνήσει. Μια κατά πολύ αναδιατυπωμένη έκδοση δημοσιεύθηκε τελικά στις 29 Ιανουαρίου.
Η ΕΕ δεν είχε καμία ιδέα για το ποιος εξήγαγε εμβόλια και πού. «Εχουμε κάποιες πληροφορίες, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερες», τόνιζαν τα στελέχη της.
Τα τελωνειακά στοιχεία έδειξαν ότι εκατομμύρια εμβόλια COVID-19 είχαν εξαχθεί τις τελευταίες εβδομάδες από την ΕΕ στη Βρετανία, τον Καναδά, το Ισραήλ και την Κίνα.
Η Βρετανία, το Ισραήλ και ο Καναδάς δήλωσαν ότι έλαβαν εμβόλια της Pfizer από την ΕΕ. Η Βρετανία δήλωσε επίσης ότι έλαβε το εμβόλιο της AstraZeneca από την ΕΕ.
Η Ε.Ε. ανακοίνωσε εκ των υστέρων τη δημιουργία ενός νέου μηχανισμού παρακολούθησης και αδειοδότησης των εξαγωγών.
Αργότερα εκείνη την ημέρα, σε άλλη κλήση με την Επιτροπή, ο Σοριό είπε στην ΕΕ να μην περιμένει δόσεις από τα εργοστάσια της AstraZeneca στη Βρετανία, επειδή το Λονδίνο χρησιμοποιούσε ρήτρα στη σύμβασή του, η οποία του έδινε προτεραιότητα στις δόσεις που παράγονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Βλέποντας ότι οι διπλωμάτες ήθελαν να περιορίσουν την κόντρα με την AstraZeneca, η Επιτροπή στράφηκε κατά της κυβέρνησης της Βρετανίας.
Την επόμενη μέρα, αξιωματούχοι της ΕΕ απείλησαν δημοσίως να μπλοκάρουν τις εξαγωγές εμβολίων – μια κίνηση που πιθανότατα θα έπληττε τις εισαγωγές εμβολίων στη Βρετανία από το βελγικό εργοστάσιο της Pfizer. Η Επιτροπή είπε ότι ήθελε να δημιουργήσει έναν μηχανισμό που θα απαιτούσε από τις εταιρείες να ζητήσουν άδεια πριν από την εξαγωγή δόσεων του εμβολίου.
Την Παρασκευή 30 Ιανουαρίου, έκανε ένα ακόμη βήμα, απειλώντας να πυροδοτήσει μια ρήτρα που θα εμπόδιζε να φτάσουν τα εμβόλια στη Βόρεια Ιρλανδία – που αποτελεί μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά παρέμεινε μέρος της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ μετά το Brexit.
Η πρωθυπουργός της χώρας, Αρλίν Φόστερ, χαρακτήρισε την πρόταση «απίστευτη εχθρική» και οι αξιωματούχοι της ΕΕ σύντομα παραδέχτηκαν ότι αυτό ήταν υπερβολικό.
Μέχρι την Κυριακή, η Επιτροπή είχε υποχωρήσει και στα δύο μέτωπα.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε σε ένα tweet ότι το μπλοκ είχε επιτύχει ένα «βήμα μπροστά στα εμβόλια». Η AstraZeneca είχε προσφερθεί να αυξήσει τις παραδόσεις, είπε.
Μετά από μια εβδομάδα μάχης και διπλωματικής σύγχυσης, η ΕΕ είχε εξασφαλίσει μόλις 1 εκατομμύριο δόσεις παραπάνω από την προηγούμενη βελτιωμένη προσφορά της εταιρείας.